3,274,921
edits
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰδοῖος''': -α, -ον, ([[αἴδομαι]]), ὁ θεωρούμενος | |lstext='''αἰδοῖος''': -α, -ον, ([[αἴδομαι]]), ὁ θεωρούμενος μετὰ φόβου καὶ σεβασμοῦ, [[σεβαστός]], [[σεβάσμιος]], [[σεμνοπρεπής]], παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. μόνον ἐπὶ προσώπων, ὡς τῶν ἀνωτέρων ἢ πρεσβυτέρων, ἢ προσώπων διατελούντων ὑπὸ τὴν θείαν προστασίαν, ἰδίως ἐπὶ τῆς συζύγου ἢ τῆς οἰκοδεσποίνης· ἀκολούθως [[καθόλου]] ἐπὶ γυναικῶν, [[ἀξία]] σεβασμοῦ καὶ συμπαθείας, τρυφερά, [[παρθένος]] αἰδοίη, Ἰλ. Β. 514, σπαν. ἐπὶ τῶν θεῶν, Σ. 394, 425, Ἡσ. Θ. 44, ἐπὶ ξένων καὶ ἱκετῶν, [[συχνάκις]] συναπτόμενον μετὰ τοῦ φίλος καὶ δεινὸς παρ’ Ὁμ.: - [[ὡσαύτως]] [[αἰδοῖος]], ἀπολ. ἀντὶ [[ἱκέτης]], Ὀδ. Ο. 373, [[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ. 2) [[μετέπειτα]] καὶ ἐπὶ πραγμάτων, = ἄξιον σεβασμοῦ καὶ ὑπολήψεως· [[γέρας]], Πινδ. Π. 5, 22· αἰδοιέστατος κτεάνων [[χρυσός]], ὁ αὐτ. Ο. 3. 76. ΙΙ. ἐνεργ. [[αἰδήμων]], [[αἰσχυντηλός]], Ὀδ. Ρ. 578, Πλάτ. Νόμ. 943Ε: - Ἐπίρρ. -ως, μετὰ σεβασμοῦ, Ὀδ. Τ. 243. 2) ἐπὶ πραγμάτων: [[πλήρης]] σεβασμοῦ, δεικνύων σεβασμόν· [[χάρις]], Πινδ. Ο. 7. 164· αἰδ. [[πνεῦμα]], λόγοι, [[διάθεσις]], λόγοι σεβασμὸν ἐνέχοντες, Αἰσχύλ. Ἱκ. 29. 455. ΙΙΙ. συγκρ. αἰδοιότερος, Ὀδ. Λ. 360. -έστερος, Διον. Π. 172: - ὑπερθ. αἰδοιέστατος, Πινδ. Ο. 3. 76. - Λέξις ποιητική, [[διότι]] τὰ ὀλίγα χωρία, ἐν οἷς ὁ [[Πλάτων]] μεταχειρίζεται αὐτήν, [[εἶναι]] εἰλημμένα ἐκ ποιητῶν. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |