3,274,498
edits
m (Text replacement - "<b class="b3">ῐ], ἡ,</b>" to "ῐ], ἡ,") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίκη''': [ῐ], ἡ, (ἴδε ἐν. λ. [[δείκνυμι]])· - τὸ ὀρθὸν, τὸ δίκαιον· ἀλλ’ [[ἐπειδὴ]] κατὰ τοὺς ἀρχαίους χρόνους τὸ δίκαιον ἐξηρτᾶτο ἐκ τῆς συνηθείας, ἡ ἐξ ἀρχῆς [[σημασία]] τῆς λέξεως [[δίκη]] ἦτο [[συνήθεια]], [[ἕξις]], αὕτη [[δίκη]] ἐστὶ βροτῶν, αὕτη [[εἶναι]] ἡ [[φύσις]] τῶν θνητῶν, Ὀδ. Λ. 218· ἡ γὰρ [[δίκη]] ἐστὶ γερόντων Ω.255, κτλ.· ἥ τ’ ἐστὶ [[δίκη]] θείων βασιλήων Δ.691· ἡ γὰρ δμώων [[δίκη]] ἐστὶν Ξ.59, κτλ.· - ἡ γὰρ [[δίκη]] ὁππότε…, αὕτη [[εἶναι]] ἡ [[συνήθεια]], [[ὁπόταν]]…, Τ.168· δίκην ἐφέπειν τινός, [[μετέρχομαι]] τόν τρόπον τινός, μιμοῦμαί τινα, Πίνδ. Π. 1. 97·― ἡ [[συνήθης]] [[πορεία]] τῶν πραγμάτων, ἐκ τοτέων ὁ [[θάνατος]] οὐ γίνεται κατά γε δίκην, οὐδ’ἢν γένηται Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 898· [[ἐντεῦθεν]], 2) ἐπιρρηματικῶς κεῖται ἡ αἰτ. δίκην, κατὰ τὸν τρόπον, κατὰ τὴν συνήθειαν τοῦ…, | |lstext='''δίκη''': [ῐ], ἡ, (ἴδε ἐν. λ. [[δείκνυμι]])· - τὸ ὀρθὸν, τὸ δίκαιον· ἀλλ’ [[ἐπειδὴ]] κατὰ τοὺς ἀρχαίους χρόνους τὸ δίκαιον ἐξηρτᾶτο ἐκ τῆς συνηθείας, ἡ ἐξ ἀρχῆς [[σημασία]] τῆς λέξεως [[δίκη]] ἦτο [[συνήθεια]], [[ἕξις]], αὕτη [[δίκη]] ἐστὶ βροτῶν, αὕτη [[εἶναι]] ἡ [[φύσις]] τῶν θνητῶν, Ὀδ. Λ. 218· ἡ γὰρ [[δίκη]] ἐστὶ γερόντων Ω.255, κτλ.· ἥ τ’ ἐστὶ [[δίκη]] θείων βασιλήων Δ.691· ἡ γὰρ δμώων [[δίκη]] ἐστὶν Ξ.59, κτλ.· - ἡ γὰρ [[δίκη]] ὁππότε…, αὕτη [[εἶναι]] ἡ [[συνήθεια]], [[ὁπόταν]]…, Τ.168· δίκην ἐφέπειν τινός, [[μετέρχομαι]] τόν τρόπον τινός, μιμοῦμαί τινα, Πίνδ. Π. 1. 97·― ἡ [[συνήθης]] [[πορεία]] τῶν πραγμάτων, ἐκ τοτέων ὁ [[θάνατος]] οὐ γίνεται κατά γε δίκην, οὐδ’ἢν γένηται Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 898· [[ἐντεῦθεν]], 2) ἐπιρρηματικῶς κεῖται ἡ αἰτ. δίκην, κατὰ τὸν τρόπον, κατὰ τὴν συνήθειαν τοῦ…, μετὰ γεν., Πίνδ. Π.2.155, Σοφ. Ἀποσπ. 587, καὶ [[συχνάκις]] παρὰ Πλάτ. (ἴδε Ruhnk. Τίμ.)· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ζῴων, ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ὡς δίκην ὕδατος, ἀγγείου Αἰσχύλ. Θήβ. 85. Πλάτ. Φαίδρ. 235D· [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[χάριν]], [[ἕνεκα]]…, Schneidewin Σιμων. σ. 74 ΙΙ. καλὴ [[συνήθεια]], [[τάξις]] [[ἁρμονία]], [[νόμος]], δίκαιον· μή τι δίκης ἐπιδευές, μηδὲν ὀλιγώτερον ἢ κατώτερον τοῦ ὀρθοῦ, Ἰλ. Τ. 180· ἀντίθ. βία, [[ἰσχύς]], [[δύναμις]] ἐπιβαλλομένη, Ἰλ. Π. 388, Ὀδ. Ξ. 84· προσωποπ. ὡς θεά, [[θυγάτηρ]] τοῦ Διὸς καὶ τῆς Θέμιδος, ὡς τὸ Ρωμ. Poena, Ἡσ. Θ. 902, Αἰσχύλ. Θήβ. 662, κτλ.· Δίκης βωμὸς ὁ αὐτ. Ἀγ. 384, Εὐμ. 539 ― παρὰ Πινδ. Ἀλήθεια, Π. 8. 100. 2) [[δίκη]] ἐστί, ὡς τὸ δίκαιόν ἐστι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 259, πρβλ. 811, Εὐμ. 257. 3) ἐν ποικίλαις ἐπιρρηματ. χρήσεσι δίκῃ, δικαίως, [[προσηκόντως]], ὀρθῶς, Ἰλ. Ψ. 542, Τραγ.· ἐν δίκῃ Πίνδ. Ο. 6. 19. Σοφ. Τρ. 1069, κτλ.· σὺν δίκῃ Θέογν. 196, Πίνδ. Π. 9. 170, Αἰσχύλ., κτλ.· κατὰ δίκην Ἡρόδ. 7. 35, Εὐρ. Τρῳ. 888· μετὰ δίκης Πλάτ. Νόμ. 643Ε· πρὸς δίκης Σοφ. Ο. Τ. 1014, Ἠλ. 1211· ἀντίθ. παρὰ δίκην Πίνδ. Ο. 2. 30, κτλ·. [[ἄνευ]] ἢ ἄτερ δίκης Αἰσχύλ. Εὐμ. 554, Ἱκέτ. 703· [[πέρα]] δίκης ὁ αὐτ. Πρ. 30· βίᾳ δίκης ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 430· [[δίχα]] δίκης Πλούτ. Ἀγησ. 32. ΙΙΙ. [[κρίσις]], γνώμη, [[ἀπόφασις]], δίκην [[ἰθύντατα]] εἰπεῖν, [[ἐκφέρω]] ἀπόφασιν διακαιοτάτην (πρβλ. [[ἰθύς]]), Ἰλ. Σ. 508· ἰδίως κατὰ πληθ., αἱ δίκαιαι κρίσεις τῶν βασιλέων, Λυκίην εἴρυτο δίκῃσί τε καὶ σθένεϊ ᾧ Π. 542, πρβλ. Ὀδ. Γ. 244, κτλ.· [[ἐντεῦθεν]] [[καθόλου]] ἐπὶ πάσης ἀποφάσεως ἢ κρίσεως, δίκαι σκολιαί, ἀντίθ. ἰθεῖαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 217, 248, πρβλ. 260, Ἰλ. Ψ. 579. IV. μεθ’ Ὅμηρ., ἐπὶ πάσης ἐνεργείας καθιερωμένης πρὸς καθορισμὸν τοῦ κατὰ νόμον δικαίου καὶ ἀπονομὴν τῆς δικαιοσύνης, [[ἑπομένως]], 1) πᾶσα [[ὑπόθεσις]] δικαστική, [[διαδικασία]], Δημ. 298. 2· [[κυρίως]], ἰδιωτικὴ [[δίκη]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ γραφὴ (δημοσία [[καταγγελία]], [[δίκη]] ἐπὶ δημοσίου ἐγκλήματος), Λυσ. 95. 42, κτλ., πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρ. 2Α· (κατὰ τὸν Πολυδ. Θ΄, 41, ἐκαλοῦντο αἱ γραφαὶ δίκαι, οὐ μέντοι αἱ δίκαι καὶ γραφαί)· πρβλ. γράφομαι, [[δικάζω]], [[εἰσάγω]], [[ἐμπορικός]], [[κρίνω]], [[κυρόω]], [[λαγχάνω]], [[ὀφλισκάνω]]· οἱ δίκην ἔχοντες, οἱ διαδικαζόμενοι, Keil Ἐπιγρ. 4. b. 8, πρβλ. Πλούτ. Κικ. 17. 2) αὐτὴ ἡ ἐκδίκασις τῆς ὑποθέσεως, πρὸ δίκης Θουκ. 1. 141, Ἰσαῖ. 57. 27, κτλ.· [[δίκη]] γίγνεται Θουκ, 2. 53· καὶ τὸ [[δικαστήριον]] ἐν ᾧ ἐξεδικάσθη αὕτη, ἐν ὑμῖν ἐστι καὶ τῇ δίκῃ Ἀντιφῶν 142. 5· [[εὐθεῖα]] [[δίκη]] (ἴδε [[εὐθυδικία]]) Αἰσχύλ. Εὐμ. 433. 3) τὸ ἐπιδιωκόμενον διὰ τῆς δίκης ἢ τὸ [[ἀποτέλεσμα]] αὐτῆς, [[ἐξιλασμός]], ἱκανοποίησις, [[ποινή]], [[πρόστιμον]], δίκην τίνειν, ἐκτίνειν Ἡρόδ. 9, 94, Σοφ. Αἴ. 113· καὶ [[συχνάκις]], δίκην ἢ δίκας διδόναι, τιμωροῦμαι, Λατ. poenas dare, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ. (ἀλλὰ δίκας δ., ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 703, [[διανέμω]], ἀποδίδω δικαιοσύνην)· δίκας διδόναι τινί, πληρώνω εἴς τινα, Ἡρόδ. 1. 2· τινός, διά τι [[πρᾶγμα]], ὁ αὐτ. 106· τῶνδέ μοι δώσει δίκας Σοφ. Ἠλ. 538 κτλ.· [[ὡσαύτως]], ἀντὶ ἢ ὑπέρ τινος Ἀριστοφ. Πλάτ. 433, Λυσίας 100. 9· [[ὡσαύτως]], δίκην διδόναι ὑπό τινος, τιμωροῦμαι ὑπό…, Πλάτ. Γοργ. 525Β· [[ἀλλά]], δίκας δοῦναι [[ἤθελον]], συγκατετίθεντο νὰ ὑποβληθῶσιν εἰς δίκην, Θουκ. 1. 28· ― δίκας λαμβάνειν εἶνε [[ἐνίοτε]] = τῷ δ. διδόναι, Λατ. dare poenas, Ἡρόδ. 1. 115, Δημ. 110, ἐν τέλ., πρβλ. Ἐλμσλ. [[Ἡρακλ]]. 852· ἀλλὰ συνήθως = τῷ Λατ. sumere poenas, [[ἐπιβάλλω]] ποινήν, ἐκδίκησιν [[λαμβάνω]], Λυσ. 94. 27, κτλ.· λαβεῖν δίκην [[παρά]] τινος Δημ. 544. 6, κτλ.· ― οὕτω, δίκην ἔχειν, ἔχω τὴν τιμωρίαν τινός, Ἀντιφῶν 124. 45, Πλάτ. Πολ. 529C (ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἔχω ἱκανοποίησιν, ὁ αὐτ. Νόμ. 319Ε· [[παρά]] τινος Ἡρόδ. 1. 45)· ― οὕτω καί, δίκας ἢ δίκην [[ὑπέχω]], ὑφίσταμαι δίκην, ὑποβάλλομαι εἰς δίκην, ὁ αὐτ. 2. 118, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 552· δίκην παρέχειν Εὐρ. Ἱππ. 50· ― δίκην [[ὀφλεῖν]] ὑπό τινος, καταδικάζομαι εἰς ποινήν, Πλάτ. Ἀπολ. 39Β· δίκας λαγχάνειν τινὶ Δημ. 539. 23· δίκης τυγχάνειν [[παρά]] τινος ὁ αὐτ. 561. 1· δίκην ὀφλισκάνειν ἢ [[ὀφλεῖν]] ὁ αὐτ. 539. 21., 1158. 19, πρβλ. Ἀντιφῶντ. 131. 1· δίκην [[φεύγω]], εἶμαι ὁ κατηγορούμενος ἐν τῇ δίκῃ (ἀντίθ. [[διώκω]], εἶμαι ὁ [[κατήγορος]]), Δημ. 985. 6· ― δίκας αἰτέειν, ζητῶ ἱκανοποίησιν, τινός, διά τι [[πρᾶγμα]], Ἡρόδ. 8. 114· δ. ἐπιτιθέναι τινὶ ὁ αὐτ. 1. 120· τινός, διά τι [[πρᾶγμα]], Ἀντιφῶν 125. 37· ἐπιφέρειν Ἀριστ. Πολ. 5. 3, 4· δίκας ἀφιέναι τινὶ Δημ. 540. 11· δίκας [[ἑλεῖν]], ἴδε ἐν λ. ἔρημος ΙΙ· δίκην τείσασθαι, ἴδε [[τίνω]] ΙΙ· ― ἐπὶ τέλους, δίκας διδόναι καὶ λαμβάνειν παρ’ [[ἀλλήλων]], ἐπὶ ὑποτελῶν πολιτειῶν, αἵτινες ὤφειλον νὰ δικάζωσι τὰς ὑποθέσεις των ἐν τοῖς δικαστηρίοις τῆς ἀρχούσης πολιτείας, ὡς οἱ Αἰγινῆται ἐν Ἐπιδαύρῳ καὶ οἱ σύμμαχοι ἐν Ἀθήναις, Ἡρόδ. 5. 83, πρβλ. Ξεν. Ἀθην. 1, 18· δ. τῶν διαφόρων ἀλλήλοις διδόναι καὶ δέχεσθαι, ὑποβάλλειν τὰς πρὸς ἀλλήλους διαφορὰς εἰς εἰρηνικὴν διάλυσιν, Θουκ. 1, 40. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δίκη:''' [ῐ], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[συνήθεια]], [[έθος]], έξη, [[αὕτη]] [[δίκη]] ἐστὶ βροτῶν, αυτή είναι η [[φύση]] των θνητών, σε Ομήρ. Οδ.· ἡγὰρ [[δίκη]] ἐστὶ γερόντων, στο ίδ.· αιτ., [[δίκην]] ως επίρρ., κατά τη [[συνήθεια]], όπως, κατά τον τρόπο, με γεν., [[δίκην]] [[ὕδατος]], σε Αισχύλ., Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[δίκαιο]] που εξαρτάται από [[έθιμο]], [[καλή]] [[συνήθεια]], [[τάξη]], [[αρμονία]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[δίκη]] [[ἐστί]], όπως το <i>δίκαιόν ἐστι</i>, σε Αισχύλ.· <i>δίκῃ</i>, [[δικαίως]], [[προσηκόντως]], [[ορθά]], σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.· <i>κατὰδίκην</i>, σε Ηρόδ.· | |lsmtext='''δίκη:''' [ῐ], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[συνήθεια]], [[έθος]], έξη, [[αὕτη]] [[δίκη]] ἐστὶ βροτῶν, αυτή είναι η [[φύση]] των θνητών, σε Ομήρ. Οδ.· ἡγὰρ [[δίκη]] ἐστὶ γερόντων, στο ίδ.· αιτ., [[δίκην]] ως επίρρ., κατά τη [[συνήθεια]], όπως, κατά τον τρόπο, με γεν., [[δίκην]] [[ὕδατος]], σε Αισχύλ., Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[δίκαιο]] που εξαρτάται από [[έθιμο]], [[καλή]] [[συνήθεια]], [[τάξη]], [[αρμονία]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[δίκη]] [[ἐστί]], όπως το <i>δίκαιόν ἐστι</i>, σε Αισχύλ.· <i>δίκῃ</i>, [[δικαίως]], [[προσηκόντως]], [[ορθά]], σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.· <i>κατὰδίκην</i>, σε Ηρόδ.· μετὰ δίκης, σε Πλάτ.· <i>πρὸς δίκης</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[κρίση]], [[γνώμη]], [[απόφαση]], [[δίκην]] [[εἰπεῖν]], [[βγάζω]] [[απόφαση]], [[ετυμηγορώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· πληθ., δίκαιες κρίσεις, σε Όμηρ.<br /><b class="num">IV. 1.</b> [[μετά]] τον Όμηρ., [[κάθε]] δικαστική [[ενέργεια]], [[κυρίως]], ιδιωτική [[έγκληση]] ή [[δίκη]], αντίθ. προς [[γραφή]] (δημόσια [[καταγγελία]] ή αυταπάγγελτη [[δίωξη]]), σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκδίκαση]] της υπόθεσης, <i>πρὸ δίκης</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[ποινή]] που κατακυρώνεται από το δικαστή, [[πρόστιμο]], [[δίκην]] τίνειν, <i>ἐκτίνειν</i>, σε Ηρόδ., Σοφ.· [[δίκην]] ή <i>δίκας διδόναι</i>, τιμωρούμαι, [[υπόκειμαι]] σε [[τιμωρία]], Λατ. poenas dare, σε Ηρόδ., Αττ.· δίκας [[δοῦναι]], επίσης, να υποβληθούν σε [[δίκη]], σε Θουκ.· το <i>δίκας λαμβάνειν</i>, μερικές φορές, = <i>δ. διδόναι</i>, Λατ. dare poenas, σε Ηρόδ., Δημ.· [[αλλά]] [[συνήθως]], όπως το Λατ. sumere poenas, [[επιβάλλω]] [[ποινή]], [[παίρνω]] [[εκδίκηση]], [[λαβεῖν]] δίκηνπαρά τινος, στον ίδ.· επίσης, <i>δίκας</i> ή [[δίκην]] ὑπέχειν, υποβάλλομαι σε [[δίκη]], σε Ηρόδ., Σοφ.· [[δίκην]] παρέχειν, σε Ευρ.· [[δίκην]] [[ὀφλεῖν]] [[ὑπό]] τινος, [[υφίσταμαι]] [[τιμωρία]], σε Πλάτ.· [[δίκην]] φεύγειν, είμαι ο [[κατηγορούμενος]] στη [[δίκη]] (αντίθ. προς το <i>διώκειν</i>, είμαι ο [[κατήγορος]]), σε Δημ.· <i>δίκας αἰτέειν</i>, [[αξιώνω]] [[αποζημίωση]], <i>τινός</i>, για [[κάτι]], σε Ηρόδ.· [[δίκην]] τίσασθαι, βλ. [[τίνω]] II· <i>δίκας διδόναι καὶ λαμβάνειν παρ' [[αλλήλων]]</i>, λέγεται για υποτελείς πόλεις-κράτη, των οποίων οι υποθέσεις εκδικάζονταν στα δικαστήρια της ηγεμονικής πολιτείας, στον ίδ.· δ. [[δοῦναι]] [[καί]] δέξασθαι, υποβάλλουν τις διαφορές σε ειρηνική [[διευθέτηση]], σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δίκη:''' дор. [[δίκα]] (ῐ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> обычай, уклад: [[αὕτη]] δ. ἐστὶ βροτῶν Hom. так уж повелось у людей; см. [[δίκην]];<br /><b class="num">2)</b> право, справедливость, законность Hom., Hes., Pind.: σκολιὴ δ. тж. pl. Hes. беззаконие; [[ἔξω]] τῆς δίκης Plat. беззаконно; ἔχειν πρὸς δίκας τι Soph. не быть лишенным законного основания; δ. ἐστὶ ποιεῖν τι Aesch. наш долг - делать что-л.; δίκῃ Hom., Soph., Plat., ἐν δίκῃ Pind., Soph., Plat., σὺν δίκῃ Pind., Aesch., Her., | |elrutext='''δίκη:''' дор. [[δίκα]] (ῐ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> обычай, уклад: [[αὕτη]] δ. ἐστὶ βροτῶν Hom. так уж повелось у людей; см. [[δίκην]];<br /><b class="num">2)</b> право, справедливость, законность Hom., Hes., Pind.: σκολιὴ δ. тж. pl. Hes. беззаконие; [[ἔξω]] τῆς δίκης Plat. беззаконно; ἔχειν πρὸς δίκας τι Soph. не быть лишенным законного основания; δ. ἐστὶ ποιεῖν τι Aesch. наш долг - делать что-л.; δίκῃ Hom., Soph., Plat., ἐν δίκῃ Pind., Soph., Plat., σὺν δίκῃ Pind., Aesch., Her., μετὰ δίκης Plat., πρὸς δίκας Soph., κατὰ [[δίκην]] Her., Eur., Plat.; по справедливости, по праву или законно; παρὰ [[δίκην]] Pind., [[ἄνευ]] δίκης и δίκης [[ἄτερ]] Aesch., [[πέρα]] δίκης Aesch., Soph., βίᾳ δίκας Aesch. или [[δίχα]] δίκης Plut. несправедливо, беззаконно;<br /><b class="num">3)</b> судебное дело, судебный процесс, тяжба (частная): δίκαι ἴδιαι καὶ γραφαί Lys., Dem.; частно-гражданские и уголовные процессы; [[δίκην]] κρίνειν Aesch., Soph.; вершить суд, судить; [[δίκην]] διώκειν Dem. преследовать по суду; εἰς [[δίκην]] ἄγειν Dem. привлекать к судебной ответственности; [[δίκην]] φεύγειν Dem. быть привлеченным к судебной ответственности; [[δίκην]] [[εἰπεῖν]] Xen. вести судебное дело (ср. 4);<br /><b class="num">4)</b> судебное решение, приговор ([[δίκην]] [[εἰπεῖν]] Hom. - ср. 3);<br /><b class="num">5)</b> решение, веление, закон (δαιμόνων Soph.);<br /><b class="num">6)</b> тж. pl. возмездие, кара, наказание: [[δίκην]] [[διδόναι]] Her., Soph., τίνειν Her., ἐκτίνειν и ὑπέχειν Soph. подвергаться наказанию; δίκας αἰτέειν τοῦ φόνου τινός Her. требовать удовлетворения за чье-л. убийство; [[λαβεῖν]] τὴν [[δίκην]] Lys. подвергнуть кого-л. наказанию, но тж. Her., Dem.; понести наказание; δίκας [[δοῦναι]] καὶ δέξασθαι Thuc. (тж. παρ᾽ [[ἀλλήλων]] Her.) урегулировать взаимные претензии; ἔχειν τὴν [[δίκην]] Plat. получать удовлетворение, но тж. Xen., Plat.; нести наказание, Plut. иметь судебный процесс, т. е. быть обвиняемым;<br /><b class="num">7)</b> (в пифагорейской философии) триада, троица Plut. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
Line 44: | Line 44: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<i>n</i><br /><b class="num">I.</b> [[custom]], [[usage]], [[αὕτη]] [[δίκη]] ἐστὶ βροτῶν [[this]] is the [[custom]] of mortals, Od.; ἡ γὰρ [[δίκη]] ἐστι γερόντων Od.:—acc. [[δίκην]] as adv., [[after]] the [[manner]] of, c. gen., [[δίκην]] [[ὕδατος]] Aesch., Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[right]] as [[dependent]] on [[custom]], law, [[right]], Hom., etc.<br /><b class="num">2.</b> [[δίκη]] ἐστι, like δίκαιόν ἐστι, Aesch.: —δίκῃ [[duly]], [[rightly]], Il., Trag.; κατὰ [[δίκην]] Hdt.; | |mdlsjtxt=<i>n</i><br /><b class="num">I.</b> [[custom]], [[usage]], [[αὕτη]] [[δίκη]] ἐστὶ βροτῶν [[this]] is the [[custom]] of mortals, Od.; ἡ γὰρ [[δίκη]] ἐστι γερόντων Od.:—acc. [[δίκην]] as adv., [[after]] the [[manner]] of, c. gen., [[δίκην]] [[ὕδατος]] Aesch., Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[right]] as [[dependent]] on [[custom]], law, [[right]], Hom., etc.<br /><b class="num">2.</b> [[δίκη]] ἐστι, like δίκαιόν ἐστι, Aesch.: —δίκῃ [[duly]], [[rightly]], Il., Trag.; κατὰ [[δίκην]] Hdt.; μετὰ δίκης Plat.; πρὸς δίκης Soph.<br /><b class="num">III.</b> a [[judgment]], [[δίκην]] [[εἰπεῖν]] to [[give]] [[judgment]], Il.: pl. [[righteous]] judgments, Hom.<br /><b class="num">IV.</b> [[after]] Hom., a [[lawsuit]], [[properly]], a [[private]] [[suit]] or [[action]], opp. to [[γραφή]] (a [[public]] [[suit]] or [[indictment]]), Plat., etc.<br /><b class="num">2.</b> the [[trial]] of the [[case]], πρὸ δίκης Thuc.<br /><b class="num">3.</b> the [[penalty]] awarded by the [[judge]], [[δίκην]] τίνειν, ἐκτίνειν Hdt., Soph.; [[δίκην]] or δίκας διδόναι to make [[amends]], [[suffer]] [[punishment]], Lat. poenas [[dare]], Hdt., [[attic]]; δίκας [[δοῦναι]], also, to [[submit]] to [[trial]], Thuc.: —δίκας λαμβάνειν is [[sometimes]] = δ. διδόναι, Lat. [[dare]] poenas, Hdt., Dem.; but also like Lat. sumere poenas, to [[inflict]] [[punishment]], [[take]] [[vengeance]], [[λαβεῖν]] [[δίκην]] [[παρά]] τινος Dem.:—also, δίκας or [[δίκην]] ὑπέχειν to [[stand]] [[trial]], Hdt., Soph.; [[δίκην]] παρέχειν Eur.: —[[δίκην]] [[ὀφλεῖν]] ὑπό τινος to incur [[penalty]], Plat.; [[δίκην]] φεύγειν to be the [[defendant]] in the [[trial]] (opp. to διώκειν to [[prosecute]]), Dem.: —δίκας αἰτέειν to [[demand]] [[satisfaction]], τινός for a [[thing]], Hdt.; [[δίκην]] τίσασθαι, v. [[τίνω]] II: —δίκας διδόναι καὶ λαμβάνειν παρ' [[ἀλλήλων]] to [[have]] [[their]] causes [[tried]], of [[subject]]-states whose causes were [[tried]] in the courts of the [[ruling]] [[state]], Hdt. | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe |