Anonymous

γηρύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γηρύω''': Δωρ. γᾱρύω Πίνδ., ἀπαρεμφ. γαρύεν, -έμεν ὁ αὐτ. Ο. 1. 5, Ν. 3. 55· μέλλ.-ύσω· ἀόρ. ἐγήρυσα Ἀριστοφ. Εἰρ. 805.- Μέσ., μέλλ. -ύσομαι Πίνδ., Εὐρ.· ἀόρ. ἐγηρυσάμην Εὐρ. Ἠλ. 1327. Θεόκρ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐγηρύθυν (ἴδε κατωτ.). (Πρβλ. [[γῆρυς]], [[Γηρυόνης]], καὶ [[ἴσως]] [[γέρανος]]· Σανσκρ. gar, grin âmi (voco, laudo), gir (vox), girâ (oratio)· Ζενδ. gar (cano)· Λατ. garrio, garrulus· Παλαιο-Γερμ. kirru (Γερμ. knarren), quiru (Ἀγγλ. groan, [[στόνος]], [[στοναχή]])· Λιθ. gàrsas (vox), gyrà (laus).- Ὁ Κούρτ. [[ὡσαύτως]] ἀναφέρει Λατ. gallus, ΠαλαιοΣκανδ. kalla (Ἀγγλ. call, φωνάζω, καλῶ) εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν). Ψάλλω ἢ [[λέγω]], ὁμιλῶ, [[κράζω]], Σιμων. 38, Πίνδ. Ο. 2. 158.- [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ. γ. [[εὖχος]] Πίνδ. Ν. 6. 100· γλυκύ τι γηρ. Ν. 3, 31, ὄπα Ἀριστοφ. Εἰρ. 805· τοὶ σκῶπες ἀηδόσι γαρύσαιντο, ἂς ψάλωσιν αἱ γλαῦκες [[ἐναντίον]] τῶν ἀηδόνων, Θεόκρ. 1. 136 ([[ἔνθα]] ὁ Scaliger προτείνει δαρίσαιντο, Δωρ. ἀντὶ δηρίσαιντο). 2) μεταβ., [[ψάλλω]], ἐξυμνῶ τινὰ Πίνδ. Ν. 7. 122· τι ὁ αὐτ. Ο. 13. 70, κτλ. ΙΙ. τὸ μέσ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, ἀπολ., [[ψάλλω]], ᾄδω, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 426· [[μετὰ]] συστοίχου αἰτιατ., γηρύετ᾿ ἀνθρώπων νόον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 258· γαρύσομαι αἶσαν Πίνδ. Ι. 1. 50, πρβλ. ΙΙ. 5. 97· οὐ μὴ τάδε γηρύσει Εὐρ. Ἱππ. 213· αὐδὴν τήνδε γηρυθεῖσ' ἔσει Αἰσχύλ. Ἱκ. 460. [Τὸ υ τοῦ ἐνεστ. βραχὺ παρ' Ἡσ., Πινδ. κτλ., ἀλλὰ μακρὸν παρὰ Θεοκρ. 8. 77, Ὀρφ., Ἀνθ., ἔτι δὲ καὶ παρ' Αἰσχύλ. Πρ. 78· ῡ ἀείποτε ἐν τῷ μέλλοντ. καὶ ἀορ.].
|lstext='''γηρύω''': Δωρ. γᾱρύω Πίνδ., ἀπαρεμφ. γαρύεν, -έμεν ὁ αὐτ. Ο. 1. 5, Ν. 3. 55· μέλλ.-ύσω· ἀόρ. ἐγήρυσα Ἀριστοφ. Εἰρ. 805.- Μέσ., μέλλ. -ύσομαι Πίνδ., Εὐρ.· ἀόρ. ἐγηρυσάμην Εὐρ. Ἠλ. 1327. Θεόκρ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐγηρύθυν (ἴδε κατωτ.). (Πρβλ. [[γῆρυς]], [[Γηρυόνης]], καὶ [[ἴσως]] [[γέρανος]]· Σανσκρ. gar, grin âmi (voco, laudo), gir (vox), girâ (oratio)· Ζενδ. gar (cano)· Λατ. garrio, garrulus· Παλαιο-Γερμ. kirru (Γερμ. knarren), quiru (Ἀγγλ. groan, [[στόνος]], [[στοναχή]])· Λιθ. gàrsas (vox), gyrà (laus).- Ὁ Κούρτ. [[ὡσαύτως]] ἀναφέρει Λατ. gallus, ΠαλαιοΣκανδ. kalla (Ἀγγλ. call, φωνάζω, καλῶ) εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν). Ψάλλω ἢ [[λέγω]], ὁμιλῶ, [[κράζω]], Σιμων. 38, Πίνδ. Ο. 2. 158.- μετὰ συστοίχ. αἰτιατ. γ. [[εὖχος]] Πίνδ. Ν. 6. 100· γλυκύ τι γηρ. Ν. 3, 31, ὄπα Ἀριστοφ. Εἰρ. 805· τοὶ σκῶπες ἀηδόσι γαρύσαιντο, ἂς ψάλωσιν αἱ γλαῦκες [[ἐναντίον]] τῶν ἀηδόνων, Θεόκρ. 1. 136 ([[ἔνθα]] ὁ Scaliger προτείνει δαρίσαιντο, Δωρ. ἀντὶ δηρίσαιντο). 2) μεταβ., [[ψάλλω]], ἐξυμνῶ τινὰ Πίνδ. Ν. 7. 122· τι ὁ αὐτ. Ο. 13. 70, κτλ. ΙΙ. τὸ μέσ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, ἀπολ., [[ψάλλω]], ᾄδω, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 426· μετὰ συστοίχου αἰτιατ., γηρύετ᾿ ἀνθρώπων νόον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 258· γαρύσομαι αἶσαν Πίνδ. Ι. 1. 50, πρβλ. ΙΙ. 5. 97· οὐ μὴ τάδε γηρύσει Εὐρ. Ἱππ. 213· αὐδὴν τήνδε γηρυθεῖσ' ἔσει Αἰσχύλ. Ἱκ. 460. [Τὸ υ τοῦ ἐνεστ. βραχὺ παρ' Ἡσ., Πινδ. κτλ., ἀλλὰ μακρὸν παρὰ Θεοκρ. 8. 77, Ὀρφ., Ἀνθ., ἔτι δὲ καὶ παρ' Αἰσχύλ. Πρ. 78· ῡ ἀείποτε ἐν τῷ μέλλοντ. καὶ ἀορ.].
}}
}}
{{bailly
{{bailly