Anonymous

δασύς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "<b class="b2"> ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to " $1")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δᾰσύς''': εῖα, ύ· Ἰων. θηλ. [[δασέα]] Ἡρόδ. 3. 32 (ἴδε ἐν τέλ.)· ― ἀντίθετ. τῷ ψιλὸς ὑπὸ πᾶσαν ἔννοιαν. Ι. ὁ ἔχων ἐπιφάνειαν πυκνότριχα, δασεῖαν, 1) ὁ κατακεκαλυμμένος διὰ τριχῶν, [[τριχώδης]], [[πυκνόθριξ]], [[τραχύς]], δέρμα… μέγα καὶ δασὺ Ὀδ. Ξ. 51· δ. γενέσθαι, ἐπὶ τῶν φαλακρῶν, ἀνακτῶμαι τὴν κόμην, Ἱππ. Ἀφ. 1257· ἐπὶ λαγιδέων, χνουδωτός, Ἡρόδ. 3. 108· γέρρα [[δασέα]] βοῶν ἢ βοῶν δασειῶν ὠμοβόϊνα, ἀσπίδες ἐκ δέρματος φέροντος καὶ τὴν [[τρίχα]], Ξεν. Ἀν. 4. 7, 22., 5. 4, 12. ―Ἐπίρρ., δασέως ἔχειν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 39. 2) [[πυκνόφυλλος]], Ὀδ. Ξ. 49· [[θρίδαξ]] [[δασέα]], ἀντίθ. τῷ παρατετιλμένη, Ἡρόδ. 3. 32· ― ἐπὶ τόπων, πυκνῶς κατειλημμένος ἐκ θάμνων, δένδρων, κτλ., ἀπολ., ὁ αὐτ. 4. 191, πρβλ. Ἱππ. Ἀέρ. 280· διὰ… τῶν δασέων, διὰ μέσου τῶν δασῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 325· ἢ μ. δοτ. τρόπου, δ. ὕλῃ παντοίῃ Ἡρόδ. 4. 21· ἴδῃσι [[αὐτόθι]] 109· ἐλαίαις Λυσ. 109. 3· σπαν. [[μετὰ]] γεν., δ. παντοίων δένδρων Ξεν. Ἀν. 2. 4, 14· ― τὸ δασύ, [[δασώδης]] [[χώρα]], ὁ αὐτ. 4. 7, 7. 3) [[καθόλου]], [[τραχύς]], [[πυκνός]], νεφέλαι Διόδ. 3. 45. ΙΙ. ἔχων δασὺ [[πνεῦμα]], Ἀριστ. π. Ἀκουσμ. 70, καὶ Γραμμ., ἰδίως ἐν τῷ ἐπιρρ. –έως· ἡ δασεῖα(ἐνν. [[προσῳδία]]), τὸ δασὺ [[πνεῦμα]], Σέλευκ. παρ’ Ἀθήν. 398Α, κτλ. (Πιθ. ὁ ἐξ ἀρχῆς [[τύπος]] ἦτο δασυλός, πρβλ. [[ἡδύλος]] [[ἡδύς]], παχυλὸς [[παχύς]]· [[ὥστε]] θὰ παράγηται ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς καὶ τὸ δαυλός· συγγενεύει [[ὡσαύτως]] καὶ τὸ Λατ. densus, ὡς τὸ [[βάθος]] πρὸς τὸ [[βένθος]]· [[ἴσως]] [[ὡσαύτως]] συγγενὲς τῷ [[λάσιος]], ἴδε Δδ ΙΙ. 6.) ― Συγκρ. δασύτερος, ὑπερθ. δασύτατος.
|lstext='''δᾰσύς''': εῖα, ύ· Ἰων. θηλ. [[δασέα]] Ἡρόδ. 3. 32 (ἴδε ἐν τέλ.)· ― ἀντίθετ. τῷ ψιλὸς ὑπὸ πᾶσαν ἔννοιαν. Ι. ὁ ἔχων ἐπιφάνειαν πυκνότριχα, δασεῖαν, 1) ὁ κατακεκαλυμμένος διὰ τριχῶν, [[τριχώδης]], [[πυκνόθριξ]], [[τραχύς]], δέρμα… μέγα καὶ δασὺ Ὀδ. Ξ. 51· δ. γενέσθαι, ἐπὶ τῶν φαλακρῶν, ἀνακτῶμαι τὴν κόμην, Ἱππ. Ἀφ. 1257· ἐπὶ λαγιδέων, χνουδωτός, Ἡρόδ. 3. 108· γέρρα [[δασέα]] βοῶν ἢ βοῶν δασειῶν ὠμοβόϊνα, ἀσπίδες ἐκ δέρματος φέροντος καὶ τὴν [[τρίχα]], Ξεν. Ἀν. 4. 7, 22., 5. 4, 12. ―Ἐπίρρ., δασέως ἔχειν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 39. 2) [[πυκνόφυλλος]], Ὀδ. Ξ. 49· [[θρίδαξ]] [[δασέα]], ἀντίθ. τῷ παρατετιλμένη, Ἡρόδ. 3. 32· ― ἐπὶ τόπων, πυκνῶς κατειλημμένος ἐκ θάμνων, δένδρων, κτλ., ἀπολ., ὁ αὐτ. 4. 191, πρβλ. Ἱππ. Ἀέρ. 280· διὰ… τῶν δασέων, διὰ μέσου τῶν δασῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 325· ἢ μ. δοτ. τρόπου, δ. ὕλῃ παντοίῃ Ἡρόδ. 4. 21· ἴδῃσι [[αὐτόθι]] 109· ἐλαίαις Λυσ. 109. 3· σπαν. μετὰ γεν., δ. παντοίων δένδρων Ξεν. Ἀν. 2. 4, 14· ― τὸ δασύ, [[δασώδης]] [[χώρα]], ὁ αὐτ. 4. 7, 7. 3) [[καθόλου]], [[τραχύς]], [[πυκνός]], νεφέλαι Διόδ. 3. 45. ΙΙ. ἔχων δασὺ [[πνεῦμα]], Ἀριστ. π. Ἀκουσμ. 70, καὶ Γραμμ., ἰδίως ἐν τῷ ἐπιρρ. –έως· ἡ δασεῖα(ἐνν. [[προσῳδία]]), τὸ δασὺ [[πνεῦμα]], Σέλευκ. παρ’ Ἀθήν. 398Α, κτλ. (Πιθ. ὁ ἐξ ἀρχῆς [[τύπος]] ἦτο δασυλός, πρβλ. [[ἡδύλος]] [[ἡδύς]], παχυλὸς [[παχύς]]· [[ὥστε]] θὰ παράγηται ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς καὶ τὸ δαυλός· συγγενεύει [[ὡσαύτως]] καὶ τὸ Λατ. densus, ὡς τὸ [[βάθος]] πρὸς τὸ [[βένθος]]· [[ἴσως]] [[ὡσαύτως]] συγγενὲς τῷ [[λάσιος]], ἴδε Δδ ΙΙ. 6.) ― Συγκρ. δασύτερος, ὑπερθ. δασύτατος.
}}
}}
{{bailly
{{bailly