Anonymous

διάδοχος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διάδοχος''': ὁ, ἡ, ([[διαδέχομαι]]) ὁ διαδεχόμενός τινα ἔν τινι πράγματι. 1) [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ γεν. πράγματος, δ. Μεγαβάζῳ τῆς στρατηγίης, ὁ [[διάδοχος]] [[αὐτοῦ]] ἐν τῇ στρατηγίᾳ, Ἡρόδ. 5. 26, πρβλ. 1. 162, κτλ.· καὶ οὕτω παρ’ Ἀττ., θνητοῖς… διάδοχοι μοχθημάτων, διαδεχόμενοι αὐτοὺς ἐν…, δηλ. ἀνακουφίζοντες ἢ ἀντικαθιστῶντες αὐτοὺς ἐν τοῖς κόποις, Αἰσχύλ. Πρ. 164, πρβλ. 1027· σοι τῶνδε [[διάδοχος]] δόμων Εὐρ. Ἀλκ. 655, πρβλ. Ἰσοκρ. 393Α. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ. μόνον, δ. τῆς Ἀστυόχου ναυαρχίας, διαδεξάμενος αὐτὸν ἐν τῇ ναυαρχίᾳ, Θουκ. 8. 85. 3) [[μετὰ]] γεν. προσ. ἢ πράγμ. μόνον, [[φέγγος]] ὕπνου δ., τὸ φῶς τὸ διαδεχόμενον τὸν [[ὕπνον]], Σοφ. Φ. 867. 4) [[μετὰ]] δοτ. προσώπου μόνον, δ. Κλεάνδρῳ Ξεν. Ἀν. 7. 2, 5· - καὶ ἐπὶ παρομοίας σημασίας, ἔργοισι δ’ ἔργα διάδοχα Εὐρ. Ἀνδρ. 743· κακὸν κακῷ δ. [[αὐτόθι]] 804· ἀλλ’ ὁ Εὐρ. [[ἐνίοτε]] μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐν μεταβατ. σημασίᾳ, [[λύπη]]… [[διάδοχος]] κακῶν κακοῖς, ἐπιφέρουσα διαδοχὴν κακῶν [[μετὰ]] κακά, Ἡσ. 588· ἀγὼν… γόων γόοις [[διάδοχος]] Ἱκέτ. 71. 5) ἀπολ., διάδοχοι ἐφοίτων, ἐπορεύοντο εἰς τὸ [[ἔργον]] διαδοχικῶς, Ἡρόδ. 7. 22, πρβλ. Θουκ. 1. 110· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., διαδοχικῶς, Εὐρ. Ἀνδρ. 1201.
|lstext='''διάδοχος''': ὁ, ἡ, ([[διαδέχομαι]]) ὁ διαδεχόμενός τινα ἔν τινι πράγματι. 1) μετὰ δοτ. προσ. καὶ γεν. πράγματος, δ. Μεγαβάζῳ τῆς στρατηγίης, ὁ [[διάδοχος]] [[αὐτοῦ]] ἐν τῇ στρατηγίᾳ, Ἡρόδ. 5. 26, πρβλ. 1. 162, κτλ.· καὶ οὕτω παρ’ Ἀττ., θνητοῖς… διάδοχοι μοχθημάτων, διαδεχόμενοι αὐτοὺς ἐν…, δηλ. ἀνακουφίζοντες ἢ ἀντικαθιστῶντες αὐτοὺς ἐν τοῖς κόποις, Αἰσχύλ. Πρ. 164, πρβλ. 1027· σοι τῶνδε [[διάδοχος]] δόμων Εὐρ. Ἀλκ. 655, πρβλ. Ἰσοκρ. 393Α. 2) μετὰ γεν. πράγμ. μόνον, δ. τῆς Ἀστυόχου ναυαρχίας, διαδεξάμενος αὐτὸν ἐν τῇ ναυαρχίᾳ, Θουκ. 8. 85. 3) μετὰ γεν. προσ. ἢ πράγμ. μόνον, [[φέγγος]] ὕπνου δ., τὸ φῶς τὸ διαδεχόμενον τὸν [[ὕπνον]], Σοφ. Φ. 867. 4) μετὰ δοτ. προσώπου μόνον, δ. Κλεάνδρῳ Ξεν. Ἀν. 7. 2, 5· - καὶ ἐπὶ παρομοίας σημασίας, ἔργοισι δ’ ἔργα διάδοχα Εὐρ. Ἀνδρ. 743· κακὸν κακῷ δ. [[αὐτόθι]] 804· ἀλλ’ ὁ Εὐρ. [[ἐνίοτε]] μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐν μεταβατ. σημασίᾳ, [[λύπη]]… [[διάδοχος]] κακῶν κακοῖς, ἐπιφέρουσα διαδοχὴν κακῶν μετὰ κακά, Ἡσ. 588· ἀγὼν… γόων γόοις [[διάδοχος]] Ἱκέτ. 71. 5) ἀπολ., διάδοχοι ἐφοίτων, ἐπορεύοντο εἰς τὸ [[ἔργον]] διαδοχικῶς, Ἡρόδ. 7. 22, πρβλ. Θουκ. 1. 110· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., διαδοχικῶς, Εὐρ. Ἀνδρ. 1201.
}}
}}
{{bailly
{{bailly