Anonymous

δεύω: Difference between revisions

From LSJ
12 bytes removed ,  20 April 2021
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δεύω''': παρατ. ἔδευον, Ἐπ. δεῦον, Ἰων. δεύεσκον, ἅπαντα παρ’ Ὁμήρῳ· γ΄ δέ τι πληθ. πρόσ. δεύεσαν ὡς ἐκ ῥήμ. δεύημι, Κόϊντ. Σμ. 4. 511· μέλλ. δεύσω Εὔβουλ. Προκρ. 1· ἀόρ. ἔδευσα Τραγ. – Παθ., ἐνεστ. παρ’ Ὁμ.· ἀόρ. ἐδεύθην Θεόφρ. Ἱ. Φ. 9. 9, 1· πρκμ. δέδευμαι Εὐρ. Ἀποσπ. 470. 5, Πλάτ. Ὑγραίνω, βρέχω, [[ποτίζω]] μὲ ὑγρόν, δεῦε δὲ γαῖαν [ἐνν. [[αἷμα]]] Ἰλ. Ν. 655, πρβλ. Ψ. 220· [[γλάγος]] [[ἄγγεα]] δεύει Β. 471· δάκρυ δ’ ἔδευε … παρειὰς Ὀδ. Θ. 522· σπογγιὰν δεύων Ἱππ. 413. 15, κτλ.· [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, εἵματα δ’ αἰεὶ δάκρυσι δεύεσκον Ἰλ. Η. 260· καὶ ἐν τῷ παθ., δεύοντο δὲ δάκρυσι κόλποι Ι. 570· αἵματι δὲ χθὼν δεύετο Ρ. 361· καὶ ἐν τῷ μέσ., πυκινὰ πτερὰ δεύεται ἅλμῃ, βρέχει τὰ πτερά του ἐν τῇ ἅλμῃ, Ὀδ. Ε. 53· πρβλ. Εὐρ. Ἀλκ. 184, Πλάτ. Νόμ. 782C·- σπανίως [[μετὰ]] γεν. τρόπου, ὡς τὸ [[καταδεύω]] παρ’ Ὁμ., αἵματος ἔδευσε γαῖαν Εὐρ. Φοιν. 674. 2) ἀναμιγνύω ξηρὰν οὐσίαν [[μετὰ]] ὑγροῦ [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ [[δύναμαι]] νὰ ζυμώσω αὐτήν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 267· δεῦσαι καὶ μάξαι Ξεν. Οἰκ. 10, 11· ἄρτον ὕδατι ὁ αὐτ. Κύρ. 6. 2, 28, κτλ. 3) [[ἀλείφω]], πίσσῃ Ἡρωδιαν. 8, 4. ΙΙ. μεταβ., [[κάμνω]] τι νὰ χυθῇ, χέω, ἐρεμνὸν αἷμ’ ἔδευσα Σοφ. Αἴ. 376, ἴδε Λοβ. ἐν τόπῳ.
|lstext='''δεύω''': παρατ. ἔδευον, Ἐπ. δεῦον, Ἰων. δεύεσκον, ἅπαντα παρ’ Ὁμήρῳ· γ΄ δέ τι πληθ. πρόσ. δεύεσαν ὡς ἐκ ῥήμ. δεύημι, Κόϊντ. Σμ. 4. 511· μέλλ. δεύσω Εὔβουλ. Προκρ. 1· ἀόρ. ἔδευσα Τραγ. – Παθ., ἐνεστ. παρ’ Ὁμ.· ἀόρ. ἐδεύθην Θεόφρ. Ἱ. Φ. 9. 9, 1· πρκμ. δέδευμαι Εὐρ. Ἀποσπ. 470. 5, Πλάτ. Ὑγραίνω, βρέχω, [[ποτίζω]] μὲ ὑγρόν, δεῦε δὲ γαῖαν [ἐνν. [[αἷμα]]] Ἰλ. Ν. 655, πρβλ. Ψ. 220· [[γλάγος]] [[ἄγγεα]] δεύει Β. 471· δάκρυ δ’ ἔδευε … παρειὰς Ὀδ. Θ. 522· σπογγιὰν δεύων Ἱππ. 413. 15, κτλ.· μετὰ δοτ. τρόπου, εἵματα δ’ αἰεὶ δάκρυσι δεύεσκον Ἰλ. Η. 260· καὶ ἐν τῷ παθ., δεύοντο δὲ δάκρυσι κόλποι Ι. 570· αἵματι δὲ χθὼν δεύετο Ρ. 361· καὶ ἐν τῷ μέσ., πυκινὰ πτερὰ δεύεται ἅλμῃ, βρέχει τὰ πτερά του ἐν τῇ ἅλμῃ, Ὀδ. Ε. 53· πρβλ. Εὐρ. Ἀλκ. 184, Πλάτ. Νόμ. 782C·- σπανίως μετὰ γεν. τρόπου, ὡς τὸ [[καταδεύω]] παρ’ Ὁμ., αἵματος ἔδευσε γαῖαν Εὐρ. Φοιν. 674. 2) ἀναμιγνύω ξηρὰν οὐσίαν μετὰ ὑγροῦ [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ [[δύναμαι]] νὰ ζυμώσω αὐτήν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 267· δεῦσαι καὶ μάξαι Ξεν. Οἰκ. 10, 11· ἄρτον ὕδατι ὁ αὐτ. Κύρ. 6. 2, 28, κτλ. 3) [[ἀλείφω]], πίσσῃ Ἡρωδιαν. 8, 4. ΙΙ. μεταβ., [[κάμνω]] τι νὰ χυθῇ, χέω, ἐρεμνὸν αἷμ’ ἔδευσα Σοφ. Αἴ. 376, ἴδε Λοβ. ἐν τόπῳ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly