Anonymous

αὐτονομέομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτονομέομαι''': ἀποθ. [[μετὰ]] παθ. ἀορ. -ήθην Στράβ. 545: ― εἶμαι [[αὐτόνομος]], ζῶ κατὰ τοὺς ἰδίους μου νόμους, εἶμαι ἀνεξάρτητος, Θουκ. 1. 144, κτλ., Δημ. 41. 16. Τὸ ἐνεργ. ἐν Ρήτορσι (Walz) 1. 587.
|lstext='''αὐτονομέομαι''': ἀποθ. μετὰ παθ. ἀορ. -ήθην Στράβ. 545: ― εἶμαι [[αὐτόνομος]], ζῶ κατὰ τοὺς ἰδίους μου νόμους, εἶμαι ἀνεξάρτητος, Θουκ. 1. 144, κτλ., Δημ. 41. 16. Τὸ ἐνεργ. ἐν Ρήτορσι (Walz) 1. 587.
}}
}}
{{bailly
{{bailly