Anonymous

αἰανής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰᾱνής''': Ἰων. [[αἰηνής]], ές, παλαιὰ ποιητ. [[λέξις]] πρῶτον παρ’ Ἀρχιλ. 38· [[δεῖπνον]] αἰηνές, [[ἔπειτα]] παρὰ Πινδ., αἰανὴς [[κόρος]], [[κέντρον]], [[λιμός]], Π. 1. 161., 4. 420, Ἴ. 3. 4· - ἀκολούθως παρ’ Αἰσχύλ. κ. Σοφ., νυκτὸς αἰανῆ τέκνα, Εὐμ. 416· νυκτὸς αἰανὴς [[κύκλος]], Σοφ. Αἰ. 672· αἰανὴς [[νόσος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 479, 942· αἰανῆ βάγματα, ὁ αὐτ. Πέρσ. 635· αἰανῆ πάνδυρτον αὐδάν, [[αὐτόθι]] 940· Πέλοπος ... [[ἱππεία]], ὡς ἔμολες αἰανὴς τᾷδε γᾷ, Σοφ. Ἠλ. 506: ἐπὶ χρόνου, εἰς τὸν αἰανῆ χρόνον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 572, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 263· ὁμοίως καὶ ἐπίρρ. αἰανῶς = αἰωνίως, Αἰσχύλ. Εὐμ. 672. - Ὁ [[τύπος]] αἰανός, ὁ ἀπαντῶν ὡς ἄλλη γραφὴ ἐν Εὐμ. 416, 479, Σοφ. Αἴ. 672, Ἠλ. 506, [[εἶναι]] πιθανῶς ἐφθαρμένος, ἴδε Nauck Melanges gréco-Romains, 1862, 2. σ. 441. (Ἡ πιθανὴ παραγωγὴ [[εἶναι]] ἐκ τοῦ αἰεὶ = αἰωνίως· (ὡς πρέπει νὰ ἔχῃ τὸ [[πρᾶγμα]] ἐν τῇ φράσει αἰανὸς [[χρόνος]] καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ. τύπῳ αἰανῶς), [[ὁπόθεν]] πιθανῶς προέκυψεν ἡ [[σημασία]] τοῦ ὁ [[μηδέποτε]] τελευτῶν, ὀχληρὸς, ὡς [[ὅταν]] ῃ [[μετὰ]] τοῦ οὐσ. νύξ· καὶ [[ἔπειτα]] ἡ τοῦ [[ἀνιαρός]], [[ὀδυνηρός]], [[δεινός]], [[ἀπεχθής]], [[φοβερός]], ὡς ἐν τοῖς ἀνωτέρω μνημονευθεῖσι χωρίοις, ἂν καὶ κοινῶς νομίζεται ὅτι αὕτη ἡ [[σημασία]] σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ [[αἰνός]]).
|lstext='''αἰᾱνής''': Ἰων. [[αἰηνής]], ές, παλαιὰ ποιητ. [[λέξις]] πρῶτον παρ’ Ἀρχιλ. 38· [[δεῖπνον]] αἰηνές, [[ἔπειτα]] παρὰ Πινδ., αἰανὴς [[κόρος]], [[κέντρον]], [[λιμός]], Π. 1. 161., 4. 420, Ἴ. 3. 4· - ἀκολούθως παρ’ Αἰσχύλ. κ. Σοφ., νυκτὸς αἰανῆ τέκνα, Εὐμ. 416· νυκτὸς αἰανὴς [[κύκλος]], Σοφ. Αἰ. 672· αἰανὴς [[νόσος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 479, 942· αἰανῆ βάγματα, ὁ αὐτ. Πέρσ. 635· αἰανῆ πάνδυρτον αὐδάν, [[αὐτόθι]] 940· Πέλοπος ... [[ἱππεία]], ὡς ἔμολες αἰανὴς τᾷδε γᾷ, Σοφ. Ἠλ. 506: ἐπὶ χρόνου, εἰς τὸν αἰανῆ χρόνον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 572, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 263· ὁμοίως καὶ ἐπίρρ. αἰανῶς = αἰωνίως, Αἰσχύλ. Εὐμ. 672. - Ὁ [[τύπος]] αἰανός, ὁ ἀπαντῶν ὡς ἄλλη γραφὴ ἐν Εὐμ. 416, 479, Σοφ. Αἴ. 672, Ἠλ. 506, [[εἶναι]] πιθανῶς ἐφθαρμένος, ἴδε Nauck Melanges gréco-Romains, 1862, 2. σ. 441. (Ἡ πιθανὴ παραγωγὴ [[εἶναι]] ἐκ τοῦ αἰεὶ = αἰωνίως· (ὡς πρέπει νὰ ἔχῃ τὸ [[πρᾶγμα]] ἐν τῇ φράσει αἰανὸς [[χρόνος]] καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ. τύπῳ αἰανῶς), [[ὁπόθεν]] πιθανῶς προέκυψεν ἡ [[σημασία]] τοῦ ὁ [[μηδέποτε]] τελευτῶν, ὀχληρὸς, ὡς [[ὅταν]] ῃ μετὰ τοῦ οὐσ. νύξ· καὶ [[ἔπειτα]] ἡ τοῦ [[ἀνιαρός]], [[ὀδυνηρός]], [[δεινός]], [[ἀπεχθής]], [[φοβερός]], ὡς ἐν τοῖς ἀνωτέρω μνημονευθεῖσι χωρίοις, ἂν καὶ κοινῶς νομίζεται ὅτι αὕτη ἡ [[σημασία]] σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ [[αἰνός]]).
}}
}}
{{bailly
{{bailly