Anonymous

βουκολέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βουκολέω''': Δωρ. βωκ-· ([[βουκόλος]])·- [[βόσκω]] [[βοῦς]] , ἕλικας [[βοῦς]] βουκολέεσκες (Ἰων. παρατα.), Ἰλ. Φ. 448.- Μέσ., βουκολεῖσθαι αἶγας Εὔπολ. Αἰξ. 25.- Παθ., ἐπὶ κτηνῶν, πλανῶμαι ἀνὰ τοὺς ἀγρούς, βόσκομαι, [[ἕλος]] κάτα βουκολέοντο, ἐπὶ ἵππων (πρβλ. [[ἱπποβουκόλος]]), Ἰλ. Υ. 221· μεταφ. ἐπὶ μετεώρων, πλανῶμαι ἀνὰ τὸν οὐρανόν, Καλλ. εἰς Δῆλ. 176. 2) ἐπὶ προσώπων, βουκολεῖς Σαβάζιον, περιποιεῖσαι αὐτόν, λατρεύεις ([[ἴσως]] [[μετὰ]] ὑπαινιγμοῦ τῆς λατρείας [[αὐτοῦ]]), Ἀριστ. Σφηγ. 10 · [[ὡσαύτως]] κατὰ μέσ. τυπ., μὴ πρόκαμνε, τόνδε βουκοκούμενος πόνον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 73. ΙΙ. μετφ. ὡς τὸ [[ποιμαίνω]], Λατ. pasco, lacto, [[ἐμπαίζω]], ἐξαπατῶ, «ξεγελῶ», [[πόθος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 669, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 81· β. λύπην Βάβρ. 19. 7· καὶ κατὰ μέσ. τύπ., ἐλπίσι βουκολοῦμαι, ἐξαπατῶ ἐμαυτὸν μὲ ἐλπίδας, Βαλκ. Ἱππ. 151· [[κάτω]] [[κάρα]] ῥίψας με βουκολήσεται Ἀριστοφ. Εἰρ. 153.
|lstext='''βουκολέω''': Δωρ. βωκ-· ([[βουκόλος]])·- [[βόσκω]] [[βοῦς]] , ἕλικας [[βοῦς]] βουκολέεσκες (Ἰων. παρατα.), Ἰλ. Φ. 448.- Μέσ., βουκολεῖσθαι αἶγας Εὔπολ. Αἰξ. 25.- Παθ., ἐπὶ κτηνῶν, πλανῶμαι ἀνὰ τοὺς ἀγρούς, βόσκομαι, [[ἕλος]] κάτα βουκολέοντο, ἐπὶ ἵππων (πρβλ. [[ἱπποβουκόλος]]), Ἰλ. Υ. 221· μεταφ. ἐπὶ μετεώρων, πλανῶμαι ἀνὰ τὸν οὐρανόν, Καλλ. εἰς Δῆλ. 176. 2) ἐπὶ προσώπων, βουκολεῖς Σαβάζιον, περιποιεῖσαι αὐτόν, λατρεύεις ([[ἴσως]] μετὰ ὑπαινιγμοῦ τῆς λατρείας [[αὐτοῦ]]), Ἀριστ. Σφηγ. 10 · [[ὡσαύτως]] κατὰ μέσ. τυπ., μὴ πρόκαμνε, τόνδε βουκοκούμενος πόνον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 73. ΙΙ. μετφ. ὡς τὸ [[ποιμαίνω]], Λατ. pasco, lacto, [[ἐμπαίζω]], ἐξαπατῶ, «ξεγελῶ», [[πόθος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 669, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 81· β. λύπην Βάβρ. 19. 7· καὶ κατὰ μέσ. τύπ., ἐλπίσι βουκολοῦμαι, ἐξαπατῶ ἐμαυτὸν μὲ ἐλπίδας, Βαλκ. Ἱππ. 151· [[κάτω]] [[κάρα]] ῥίψας με βουκολήσεται Ἀριστοφ. Εἰρ. 153.
}}
}}
{{bailly
{{bailly