Anonymous

δικλίς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "<b class="b2">([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δικλίς''': -ίδος, ἡ, ([[κλίνω]]) ἔχουσα δύο φύλλα, σανίδας, [[διπλῆ]], ἐπίθετον τῶν θυρῶν καὶ πυλῶν, κατὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. [[μετὰ]] τοῦ θύραι, πύλαι, σανίδες, Ὀδ. Β. 345, Π. 268, Ἰλ. Μ. 455· μεταγεν., δικλίδες μόνον, = θύραι μὲ δύο φύλλα, Ἀνθ. Π. 7. 182, πρβλ. 5. 145, 256, κτλ.· σπαν. καθ’ ἑνικόν, Θεόκρ. 14. 42, Ἀνθ. Π. 5. 242. ― Ὁ [[τύπος]] δίκλεις, ειδος, ὡς εἰ ἐκ τοῦ [[κλείς]], διπλῶς κεκλεισμένος, ἐν Ἱππ. Ἄρθρ. 783.
|lstext='''δικλίς''': -ίδος, ἡ, ([[κλίνω]]) ἔχουσα δύο φύλλα, σανίδας, [[διπλῆ]], ἐπίθετον τῶν θυρῶν καὶ πυλῶν, κατὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. μετὰ τοῦ θύραι, πύλαι, σανίδες, Ὀδ. Β. 345, Π. 268, Ἰλ. Μ. 455· μεταγεν., δικλίδες μόνον, = θύραι μὲ δύο φύλλα, Ἀνθ. Π. 7. 182, πρβλ. 5. 145, 256, κτλ.· σπαν. καθ’ ἑνικόν, Θεόκρ. 14. 42, Ἀνθ. Π. 5. 242. ― Ὁ [[τύπος]] δίκλεις, ειδος, ὡς εἰ ἐκ τοῦ [[κλείς]], διπλῶς κεκλεισμένος, ἐν Ἱππ. Ἄρθρ. 783.
}}
}}
{{bailly
{{bailly