Anonymous

διακινδυνεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διακινδῡνεύω''': [[διατρέχω]] πάντα κίνδυνον, [[κάμνω]] ἐπικίνδυνον ἐπιχείρησιν, ῥιψοκινδυνῶ ἀπολ., Θουκ. 8. 27, κτλ.· δ. σώματι Ἀντιφῶν 136. 36· ἔς τι Θουκ. 7. 47· [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. 1. 142· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 7. 1 (καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ ῥημ. ἐπιθ. διακινδῡνευτέον [[φάναι]], πρέπει τις νὰ ῥιψοκινδυνήσῃ νὰ τολμήσῃ νὰ..., Πλάτ. Τιμ. 72D)· δ. [[ὑπὲρ]] ἢ πρὸ τινος Λυσ. 192. 26, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 4· [[περί]] τινος Δημ. 1477. 18· μετ’ ἀπαρ., δ. ἢ χρηστὸν [τὸ [[σῶμα]]] γενέσθαι ἢ μὴ πονηρὸν Πλάτ. Πρωτ. 313Α. - Παθ., ἐπὶ τῆς ἐπιχειρήσεως, εἰς κίνδυνον ἐκτίθεμαι, ῥιψοκινδύνως ἐπιχειροῦμαι, Δημ. 866. 27· διακεκινδυνευμένα φάρμακα, ἰατρικὰ [[μετὰ]] κινδύνου τῆς ζωῆς διδόμενα, Ἰσοκρ. 225D· [[οὕτως]] ἐν τῷ ῥημ. ἐπιθ., ἐδόκει διακινδυνευτέα ([[εἶναι]]) Ἀρρ. Ἀν. 1. 1.
|lstext='''διακινδῡνεύω''': [[διατρέχω]] πάντα κίνδυνον, [[κάμνω]] ἐπικίνδυνον ἐπιχείρησιν, ῥιψοκινδυνῶ ἀπολ., Θουκ. 8. 27, κτλ.· δ. σώματι Ἀντιφῶν 136. 36· ἔς τι Θουκ. 7. 47· [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. 1. 142· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 7. 1 (καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ ῥημ. ἐπιθ. διακινδῡνευτέον [[φάναι]], πρέπει τις νὰ ῥιψοκινδυνήσῃ νὰ τολμήσῃ νὰ..., Πλάτ. Τιμ. 72D)· δ. [[ὑπὲρ]] ἢ πρὸ τινος Λυσ. 192. 26, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 4· [[περί]] τινος Δημ. 1477. 18· μετ’ ἀπαρ., δ. ἢ χρηστὸν [τὸ [[σῶμα]]] γενέσθαι ἢ μὴ πονηρὸν Πλάτ. Πρωτ. 313Α. - Παθ., ἐπὶ τῆς ἐπιχειρήσεως, εἰς κίνδυνον ἐκτίθεμαι, ῥιψοκινδύνως ἐπιχειροῦμαι, Δημ. 866. 27· διακεκινδυνευμένα φάρμακα, ἰατρικὰ μετὰ κινδύνου τῆς ζωῆς διδόμενα, Ἰσοκρ. 225D· [[οὕτως]] ἐν τῷ ῥημ. ἐπιθ., ἐδόκει διακινδυνευτέα ([[εἶναι]]) Ἀρρ. Ἀν. 1. 1.
}}
}}
{{bailly
{{bailly