3,277,206
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔχομαι''': Ἐπικ. β΄ ἑνικ. εὔχεαι, Ἰλ. Λ. 378, κτλ.: παρατ. ηὐχόμην ἢ εὐχ-: μέλλ. εὔξομαι: ἀόρ. ηὐξάμην ἢ εὐξ-. Ἡ [[αὔξησις]] [[οὐδαμοῦ]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἐπικ. καὶ Ἴωσι. Παρ’ Ἀττικ. ὁ Ἐλμσλ., Δινδ. καὶ ἕτεροι ἑπόμενοι τῷ Μοίριδι γράφουσιν ηὐ-. - Περὶ τῶν Παθ. τύπων ἴδε κατωτ. IV: - Ἀποθ. (συγγενὲς τῷ [[αὐχέω]], [[καυχάομαι]]). Προσεύχομαι, [[ἀναπέμπω]] εὐχάς, τελῶ εὐχήν, ποιοῦμαι εὐχὴν (τάξιμον), Λατ. precari, vota facere, θεῷ, θεοῖς Ὅμ. καὶ ἄλλοι ποηταί, ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. 7. 178., 8. 64 Θουκυδ. 3. 58· καὶ | |lstext='''εὔχομαι''': Ἐπικ. β΄ ἑνικ. εὔχεαι, Ἰλ. Λ. 378, κτλ.: παρατ. ηὐχόμην ἢ εὐχ-: μέλλ. εὔξομαι: ἀόρ. ηὐξάμην ἢ εὐξ-. Ἡ [[αὔξησις]] [[οὐδαμοῦ]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἐπικ. καὶ Ἴωσι. Παρ’ Ἀττικ. ὁ Ἐλμσλ., Δινδ. καὶ ἕτεροι ἑπόμενοι τῷ Μοίριδι γράφουσιν ηὐ-. - Περὶ τῶν Παθ. τύπων ἴδε κατωτ. IV: - Ἀποθ. (συγγενὲς τῷ [[αὐχέω]], [[καυχάομαι]]). Προσεύχομαι, [[ἀναπέμπω]] εὐχάς, τελῶ εὐχήν, ποιοῦμαι εὐχὴν (τάξιμον), Λατ. precari, vota facere, θεῷ, θεοῖς Ὅμ. καὶ ἄλλοι ποηταί, ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. 7. 178., 8. 64 Θουκυδ. 3. 58· καὶ μετὰ συστοίχ. αἰτ., εὐχ. εὐχὰς τοῖς θεοῖς, κτλ., ἴδε ἐν λ. [[εὐχή]]· εὔχ. θεόν, μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 9. 268· εὔχ. πρὸς τοὺς θεοὺς Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 2, κτλ.· εὐχὰς ὑπέρ τινος πρὸς τοὺς θεοὺς εὔχ. Αἰσχίν. 56. 22. εὔχ. [[ἔπος]] Σιμωνίδ. 43. 18, Πινδ. Π. 3· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 1060: - μετὰ δοτ. ἠθικῆς, [[προσεύχομαι]] ὑπέρ τινος, Ἰλ. Η. 298: - ὁ Ὅμ. ἀρέσκεται νὰ συνάπτῃ τὸ μεγάλα ἢ τὸ πολλὰ τῷ εὔχεσθαι, προσεύχεσθαι μεγαλοφώνως καὶ ἐνθέρμως, ποιεῖν πολλὰς προσευχάς: - ἀπολ. Αἰσχύλ. Χο. 465, Ἱκ. 980. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[εὔχομαι]] ἵνα.., Διὶ δ’ εὔχεται [[αἰεί]]... [[φθίσθαι]] Ὀδ. Ο. 353, Φ. 211, Ἡρόδ. 1. 31, καὶ Ἀττ.: μετὰ μόνου ἀπαρ., εὐχ. θάνατον φυγεῖν, Ἰλ. Β. 401· τί δοκέεις εὔχεσθαι [[ἄλλο]], ἢ... λαβεῖν; Ἡρόδ. 1. 25· οἶκον [[ἰδεῖν]] Πινδ. Π. 4. 521, κτλ.· [[ὡσαύτως]], [[εὔχομαι]] τοὺς θεοὺς δοῦναί μοι, [[ἱκετεύω]] νά μοι δώσωσιν οἱ θεοί, Ἀριστοφ. Θεσμ. 351, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 26· πρὸς τοὺς θεοὺς διδόναι Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 2· ταῖς Μούσαις εἰπεῖν Πλάτ. Πολ. 545D, κτλ.: - ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1512 ([[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι, νῦν δὲ τοῦτ’ εὔχεσθέ μοι, οὗ καιρὸς ἀεὶ ζῆν, τοῦ βίου δὲ λῴονος ὑμᾶς κυρῆσαι), [[δέον]] νὰ ἀναγνώσωμεν, οὗ καιρὸς ἐᾷ (ὡς μονοσύλλαβον) ζῆν, ὡς ὁ Δινδ., ἢ οὗ καιρὸς ᾖ ζῆν ὡς ὁ Meineke, ἀλλ’ ἡ γενικῶς παραδεδεγμένη [[διόρθωσις]] [[εἶναι]] ἡ τοῦ Δινδορφίου, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ. 3) μετ’ αἰτ. ἀντικειμ., [[εὔχομαι]] νὰ ἔχω τι, ἐπιθυμῶ, χρυσὸν εὔχονται, «χρυσὸν εὔχονται κτήσασθαι» (Σχόλ.). Πινδ. Ν. 8. 63, οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., εὐχόμενος τοῦτ’ ἂν εὔξαιτο Ἀντιφῶν 144. 16· εὔχ. τινί τι, [[εὔχομαι]] νὰ συμβῇ τι εἴς τινα, ὄλοιο καὶ σοὶ [[πολλάκις]] τόδ’ ηὐξάμην Σοφ. Φιλ. 1019· [[ὡσαύτως]], εὔχομαί τινι ὑπέρ τινος, πολλὰ τοῖς θεοῖς εὐχομένη ἀγαθὰ [[ὑπὲρ]] σοῦ Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 10, πρβλ. 3. 14, 3, Κύρ. 2. 3, 1. II. ὑπισχνοῦμαι, μετ’ ἀπαρ. μέλλ., [[εὔχομαι]] ἐλπόμενος Διί.. [[ἐξελάαν]] κύνας Ἰλ. Θ 526· θεοῖσι... ἑκατόμβας ῥέξειν Ὀδ. Ρ. 50, πρβλ. Ἰλ. Δ. 101, Πλάτ. Φαίδωνα 58C· μετ’ ἀπαρ. ἀορ., εὔχετο παντ’ ἀποδοῦναι· Ἰλ. Σ. 499, καὶ οὕτω παρ’ Ἀττ., παρ’ οἷς μετ’ ἀπαρ. ἐνεστῶτος, ηὔξω θεοῖς... ἂν ὧδ’ ἔρδειν τάδε Αἰσχύλ. Ἀγ. 933, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1033. 2) μετ’ αἰτ. πράγματος μόνον, ὡς τὸ Λατ. vovere, «τάζω τι», πολλῶν πατησμὸν εἱμάτων Αἰσχύλ. Ἀγ. 963· [[ἱερεῖον]], θυσίας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1619, κτλ.· [[λύχνον]] περὶ παιδὸς Καλλ. Ἐπιγράμ. 56. 3. 3) τὸ [[πρᾶγμα]] ὃ ὑπισχνεῖταί τις ἐν τῇ εὐχῇ, ἐκφέρεται [[πολλάκις]] διὰ τῆς προθ. κατά, ὡς εἰ τὸ διὰ τῆς εὐχῆς προσφερόμενον ἦν ἤδη ἐπὶ τοῦ βωμοῦ, εὐχ. τοῖς θεοῖς κατὰ ἑκατόμβης Πλουτ. Μάρ. 26., 2, 294Β· κατὰ νικητηρίων Δημ. Ἐπιστ. 1, πρβλ. ἑρμηνευτ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 660. III. ἐκ τῆς ἐννοίας τοῦ: ὑπισχνοῦμαι νὰ πράξω τι, προκύπτει [[ἔννοια]] οἵα ἡ τοῦ [[αὐχέω]], μεγαλοφώνως ὑπισχνοῦμαι, καυχῶμαι, μεγαλαυχῶ, κομπορρημονῶ, ἀλλ’ ὁ μὲν οὕτω φησὶ καὶ εὔχεται, οὕνεκ’ Ἀχιλλεὺς νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσι μένει κεχολωμένος [[ἦτορ]] Ἰλ. Ξ. 366: - τὸ πλεῖστον οὐχὶ ἐπὶ κενῆς καυχήσεως, ἀλλὰ περὶ πράγματος περὶ οὗ δικαιοῦταί τις νὰ καυχᾶται, ταύτης τοι γενεῆς τε καὶ αἵματος [[εὔχομαι]] [[εἶναι]] Ἰλ. Ζ. 211, πρβλ. Θ. 190· πατρὸς δ’ ἐξ ἀγαθοῦ καὶ ἐγὼ γένος [[εὔχομαι]] [[εἶναι]] Ξ. 113, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 449Α· σπανίως [[ἄνευ]] ἀπαρεμφ., ἐκ Κρητάων γένος [[εὔχομαι]] (ἐξυπ. [[εἶναι]]) Ὀδ. Κ. 199· τὸ [[πατρόθεν]] ἐκ Διὸς εὔχονται Πινδ. Π. 4. 173· [[πόρτις]] εὔχεται βοὸς (ἐξυπ. [[εἶναι]]) Αἰσχύλ. Ἱκ. 313, πρβλ. Τ. 536· [[ἔνθεν]] [[εὔχομαι]] γένος Εὐρ. Ἀποσπ. 697: - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]]. 2) καυχῶμαι ματαιοφρόνως, μεγαλαυχῶ, εὔχεαι [[αὔτως]], Ἰλ. Λ. 388· μετ’ ἀπαρ., εὔχ. δῃώσειν Σοφ. Ο. Κ. 1318. 3) [[ἁπλῶς]], ὁμολογῶ ἢ [[διακηρύττω]], [[ἱκέτης]] δέ τοι εὔχ. [[εἶναι]] Ὀδ. Ε. 450, πρβλ. Πινδ. Ο. 6. 88· τίς χθὼν εὔχεται ἥδε [[εἶναι]]; τί [[τόπος]] ἆρά γε νὰ [[εἶναι]] [[οὗτος]]; Α’πολλ. Ρόδ. Δ. 1251: - πρβλ. [[εὐχετάομαι]] II. IV. ὡς Παθ., ἐμοὶ μετρίως εὖκται, ὑπ’ ἐμοῦ ἐγένετο ἐπαρκὴς [[δέησις]], Πλάτ. Φαῖδρ. 279C· ἡ [[πανήγυρις]] ἡ... εὐχθεῖσα, ἡ «ταμμένη», Δίων Κ. 47. 32: - ἀλλ’ ὁ Σοφ. Μεταχειρίζεται ὑπερσ., ηὔγμην μετὰ ἐνεργ. σημασ. ἐν Τρ. 610. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |