3,274,159
edits
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἴκω''': Ἰλ., Ἀττ.: παρατ. εἶκον Ἡρόδ., Ἀττ.: μέλλ. εἴξω Θουκ., κτλ.: ἀόρ. α΄ εἶξα Ἰλ., Ἀττ., ποιητ. ἔειξα ἢ ἔϝειξα Ἀλκμὰν 40, Ἰων. εἴξασκε Ὀδ.· πρβλ. [[εἰκαθεῖν]]. (Πρὸς τὴν √ ϝΙΚ πρβλ. Σανσκρ. vik, vinak-mi ([[χωρίζω]]), καὶ [[ἴσως]] Λατ. vi-to (ὅ ἐ. vic-ito)· Ἀγγλο Σαξον. wîc-an, Γερμ. weich-en, Ἀγγλ. weak.) Ὑπείκω, ἐνδίδω, ὑποχωρῶ, ὀπισθοχωρῶ, ἀποσύρομαι, [[ὀπίσσω]] εἴκετε Ἰλ. Ε. 606, κτλ. 2) | |lstext='''εἴκω''': Ἰλ., Ἀττ.: παρατ. εἶκον Ἡρόδ., Ἀττ.: μέλλ. εἴξω Θουκ., κτλ.: ἀόρ. α΄ εἶξα Ἰλ., Ἀττ., ποιητ. ἔειξα ἢ ἔϝειξα Ἀλκμὰν 40, Ἰων. εἴξασκε Ὀδ.· πρβλ. [[εἰκαθεῖν]]. (Πρὸς τὴν √ ϝΙΚ πρβλ. Σανσκρ. vik, vinak-mi ([[χωρίζω]]), καὶ [[ἴσως]] Λατ. vi-to (ὅ ἐ. vic-ito)· Ἀγγλο Σαξον. wîc-an, Γερμ. weich-en, Ἀγγλ. weak.) Ὑπείκω, ἐνδίδω, ὑποχωρῶ, ὀπισθοχωρῶ, ἀποσύρομαι, [[ὀπίσσω]] εἴκετε Ἰλ. Ε. 606, κτλ. 2) μετὰ δοτ. προσώπ. καὶ γεν. τόπου, μηδ’ εἴκετε χάρμης Ἀργείοις, «[[μηδὲ]] ὑποχωρεῖτε μάχης τοῖς Ἕλλησιν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Δ. 509· εἴκειν τινὶ τῆς ὁδοῦ, ἀποσύρεσθαι ἐκ τῆς ὁδοῦ πρό τινος, Λατ. concedere alicui de via, οἱ νεώτεροι αὐτῶν τοῖσι πρεσβυτέροισι συντυγχάνοντες εἴκουσι τῆς ὁδοῦ καὶ ἐκτράπονται Ἡρόδ. 2. 80· [[ἄνευ]] τῆς δοτ., εἴκειν πολέμου καὶ δηϊοτῆτος, ἀποσύρισθαι ἐκ τοῦ πολέμου καὶ τῆς μάχης, Ἰλ. Ε. 348· εἶκε, γέρον, προθύρου, ἀποσύρθητι ἀπὸ τῶν προθύρων, Ὀδ. Σ. 10. 3) μετὰ δοτ. προσώπου μόνον, ἐνδίδω, [[ὑπείκω]], ὑποχωρῶ, [[εἴτε]] ἐν μάχῃ, Ἰλ. Μ. 48, κτλ.· [[εἴτε]] πρὸς ἔνδειξιν [[τιμῆς]], Ἰλ. Ω. 100, Ὀδ. Β. 14 - ἀκολούθως, παραδίδομαι, ἐνδίδω, εἰς οἱονδήποτε [[πάθος]] ἢ ψυχικὴν ὁρμήν, ᾧ θυμὸς εἴξας Ἰλ. Ι. 598· ὄκνῳ καὶ ἀφραδίῃσι Κ. 122· αἰδοῖ Ὀδ. Ξ. 262· βίῃ καὶ κάρτει εἴκων, «νικώμενος ὑπὸ τῆς [[ἑαυτοῦ]] βίας καὶ ἰσχύος, [[ὥστε]] διὰ τοῦτο ἐξυβρίζων» (Σχόλ.), Ν. 143· ὀργῇ δ’ εἶξα [[μᾶλλον]] ἢ μ’ ἐχρῆν Εὐρ. Ἑλ. 80· τῇ ἡλικίῃ εἴκειν Ἡρόδ. 7. 18· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ περιστάσεων, πενίῃ εἴκων Ὀδ. Ξ. 157· κακοῖς Αἰσχύλ. Πρ. 320· ἀνάγκῃ ὁ αὐτ. Ἀγ. 1071· ταῖς ξυμφοραῖς Θουκ. 1. 84· ζημίαις, εἰς τὴν βίαν τῆς τιμωρίας, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 21· - Ἐν Σοφ. Ἀντ. 718, [[ἴσως]] ὁ [[στίχος]] ἔπρεπε νὰ ἀναγνωσθῇ (κατὰ τὸν Gaisf.) [[οὕτως]]: ἀλλ’ εἶκε, θυμῷ καὶ μετάστασιν δίδου, [[διότι]] ἂν συνάψωμεν τὸ εἶκε τῷ θυμῷ, εἶκε θυμῷ, ἡ [[ἔννοια]] θὰ [[εἶναι]] ἐναντία τῆς ἀπαιτουμένης ἐν τῷ χωρίῳ· ἀλλ’ ὁ Jebb κατὰ τὰ πλεῖστα χειρόγρ. ἔχει: ἀλλ’ εἶκε θυμοῦ.., ἴδε σημ. Jebb καὶ [[παράρτημα]] ἐν σελίδι 254. 4) εἴκειν τινί τι, ὑποχωρείν εἴς τινα, ἔν τινι, [[ἔνθα]] ἡ αἰτ. κεῖται ὡς προσδιορισμὸς τοῦ κατά τι, τὸ ὃν [[μένος]] οὐδενὶ εἴκων, οὐδενὸς [[κατώτερος]] κατὰ..., Ἰλ. Χ. 459, Ὀδ. Λ. 515· [[ὡσαύτως]], εἴκειν τινί τινι, ὡς ἕλεσκον ἀνδρῶν..., ὅ τέ μοι εἴξειε πόδεσσιν, πάντα [[ὅστις]] ἦτο ὑποδεέστερος ἐμοῦ κατὰ τὴν ταχύτητα τῶν ποδῶν, Ξ. 221: - οὕτω, μετὰ συστοίχου αἰτ., εἴκοντας ἃ δεῖ, ὑπείκοντας εἰς ὅσα πρέπει, Σοφ. Ο. Κ. 172, πρβλ. Αἴ. Ι243 ΙΙ. μεταβ., [[παραδίδω]], ἀφίνω, εἶξαί τέ οἱ [[ἡνία]], «ἐπιδοῦναι, χαλᾶσαι. εἶξαι, ἀντὶ τοῦ εἶξον» (Σχόλ.). «χάλασον δὲ αὐτῷ τὰς ἡνίας ταῖς χερσὶ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 337· [[ἄλλοτε]] δ’ αὖτ’ [[Εὖρος]] Ζεφύρῳ εἴξασκε διώκειν, [[ἄλλοτε]] δὲ [[πάλιν]] ὁ [[Εὖρος]] παρέδιδεν αὐτὸ (τὸ [[πλοῖον]]) εἰς τὸν Ζέφ. διὰ νὰ τὸ διώκῃ, Ὀδ. Ε. 332. 2) παραχωρῶ, [[ἐπιτρέπω]], Λατ. concedere, ὡς ὁπηνίκ’ ἂν θεὸς πλοῦν ἡμὶν εἴκῃ Σοφ. Φ. 465. ΙΙΙ. ἀπροσώπως ὡς τὸ παρείκει, ἐπιτρέπεται ἢ [[εἶναι]] δυνατόν, ὅπῃ εἴξειε [[μάλιστα]], «[[ὅπου]] [[μάλιστα]] ἐνδοίη καὶ τρωθείη» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Χ. 321· μετ’ ἀπαρ., ὅθι σφίσιν εἶκε λοχῆσαι, «ἐνεχώρει, [[ὥστε]] ἐνεδρεῦσαι» (Σχόλ.), Σ. 520.<br />[[ὁμοιάζω]], ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἔοικα]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |