Anonymous

δυσπρόσοδος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσπρόσοδος''': -ον, [[δυσπρόσιτος]], [[μετὰ]] δυσκολίας πλησιαζόμενος, [[χωρίον]] Θουκ. 5. 65· δ. τοῖς ἐναντίοις [[πόλις]] Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 3· δυσκόλως προσβαλλόμενος, [[τάξις]], [[πόλις]] Πολύβ. 1. 26, 10, κτλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ἀκοινώνητος]], Θουκ. 1. 130, Ξεν. Ἀγησ. 9, 2, Λουκ. Σκύθ. 6.
|lstext='''δυσπρόσοδος''': -ον, [[δυσπρόσιτος]], μετὰ δυσκολίας πλησιαζόμενος, [[χωρίον]] Θουκ. 5. 65· δ. τοῖς ἐναντίοις [[πόλις]] Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 3· δυσκόλως προσβαλλόμενος, [[τάξις]], [[πόλις]] Πολύβ. 1. 26, 10, κτλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ἀκοινώνητος]], Θουκ. 1. 130, Ξεν. Ἀγησ. 9, 2, Λουκ. Σκύθ. 6.
}}
}}
{{bailly
{{bailly