Anonymous

διασπάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διασπάω''': μέλλ. -σπάσομαι [ᾰ] Ἀριστοφ. Βατρ. 477, Ἐκκλ. 1076, ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]] -σπάσω Ἡρόδ. 7. 236· ἀόρ. -έσπᾰσα, ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]] -εσπασάμην Εὐρ. Ἑκ. 1126, Βάκχ. 339. ‒ Παθ., ἀόρ. -εσπάσθην, πρκμ. -έσπασμαι. Διαχωρίζω [[μετὰ]] βίας, μεθ᾿ ὁρμῆς, Λατ. divellere, τοὺς ἄνδρας κρεουργηδὸν δ. Ἡρόδ. 3. 13, πρβλ. 7. 236, Εὐρ. καὶ Ἀριστοφ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., κτλ.· ἐμὲ καὶ τὸν ἄνδρα δ. Ξεν. Κύρ. 6. 1. 45· δ. τὸ [[σταύρωμα]], [[κατακρημνίζω]] ἢ [[διασχίζω]], [[καταστρέφω]], ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 4, 10· δ. τὴν γέφυραν, τὸ [[ἔδαφος]] Πολύβ. 6. 55, 1, Πλούτ. Καμίλλ. 5, κτλ. ‒ Παθ., τὸ Ἀττικὸν [[ἔθνος]]… διεσπασμένον Ἡρόδ. 1. 59· μόνον οὐ διεσπάσθην Δημ. 58. 8· δ. ἀπὸ τῶν φίλων, ἀποσπῶμαι ἀπὸ τῶν…, Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 10. 2) ἐπὶ στρατιωτικῆς ἐννοίας, ἀποσπῶ, [[ἀποχωρίζω]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] τοῦ στρατεύματος, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 19· δ. τὰς φάλαγγας, [[διαλύω]], κατα-[[στρέφω]], Ἀριστ. Πολ. 5. 3, 16. ‒ Παθ., [[στράτευμα]] διεσπασμένον, στρατὸς διεσκορπισμένος καὶ ἄτακτος, Θουκ. 6. 98, πρβλ. 7. 44., 8. 104· πρβλ. διάβασις· ‒ ἐπὶ στρατιωτῶν, [[ὡσαύτως]], διαμοιραζόμεθα εἰς καταλύματα, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 9. 3) μεταφ., [[σύρω]] κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, ταράττω, Λατ. distrahere δ. τὴν πόλιν, ταράττω τὴν πόλιν ἢ πολιτείαν, Πλάτ. Πολ. 462Α· τὰς πολιτείας Δημ. 54. 5· τοὺς νόμους Ξεν. Κύρ. 8. 5, 25. - Παθ., διασπώμενος, ἀπασχολούμενος, Λατ. negotiis distractus, Λουκ. Θ. Διαλ. 24. 1.
|lstext='''διασπάω''': μέλλ. -σπάσομαι [ᾰ] Ἀριστοφ. Βατρ. 477, Ἐκκλ. 1076, ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]] -σπάσω Ἡρόδ. 7. 236· ἀόρ. -έσπᾰσα, ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]] -εσπασάμην Εὐρ. Ἑκ. 1126, Βάκχ. 339. ‒ Παθ., ἀόρ. -εσπάσθην, πρκμ. -έσπασμαι. Διαχωρίζω μετὰ βίας, μεθ᾿ ὁρμῆς, Λατ. divellere, τοὺς ἄνδρας κρεουργηδὸν δ. Ἡρόδ. 3. 13, πρβλ. 7. 236, Εὐρ. καὶ Ἀριστοφ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., κτλ.· ἐμὲ καὶ τὸν ἄνδρα δ. Ξεν. Κύρ. 6. 1. 45· δ. τὸ [[σταύρωμα]], [[κατακρημνίζω]] ἢ [[διασχίζω]], [[καταστρέφω]], ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 4, 10· δ. τὴν γέφυραν, τὸ [[ἔδαφος]] Πολύβ. 6. 55, 1, Πλούτ. Καμίλλ. 5, κτλ. ‒ Παθ., τὸ Ἀττικὸν [[ἔθνος]]… διεσπασμένον Ἡρόδ. 1. 59· μόνον οὐ διεσπάσθην Δημ. 58. 8· δ. ἀπὸ τῶν φίλων, ἀποσπῶμαι ἀπὸ τῶν…, Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 10. 2) ἐπὶ στρατιωτικῆς ἐννοίας, ἀποσπῶ, [[ἀποχωρίζω]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] τοῦ στρατεύματος, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 19· δ. τὰς φάλαγγας, [[διαλύω]], κατα-[[στρέφω]], Ἀριστ. Πολ. 5. 3, 16. ‒ Παθ., [[στράτευμα]] διεσπασμένον, στρατὸς διεσκορπισμένος καὶ ἄτακτος, Θουκ. 6. 98, πρβλ. 7. 44., 8. 104· πρβλ. διάβασις· ‒ ἐπὶ στρατιωτῶν, [[ὡσαύτως]], διαμοιραζόμεθα εἰς καταλύματα, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 9. 3) μεταφ., [[σύρω]] κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, ταράττω, Λατ. distrahere δ. τὴν πόλιν, ταράττω τὴν πόλιν ἢ πολιτείαν, Πλάτ. Πολ. 462Α· τὰς πολιτείας Δημ. 54. 5· τοὺς νόμους Ξεν. Κύρ. 8. 5, 25. - Παθ., διασπώμενος, ἀπασχολούμενος, Λατ. negotiis distractus, Λουκ. Θ. Διαλ. 24. 1.
}}
}}
{{bailly
{{bailly