Anonymous

θέω: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  20 April 2021
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θέω''': Ἐπ. [[ὡσαύτως]] [[θείω]], Ἰλ. Ζ. 507, Κ. 437 (παρ’ Ἀττ. αἱ συλλαβαὶ εο, εου, εω δὲν συναιροῦνται)· Ἐπικ. ὑποτακτ. θέῃσι Ἰλ. Χ. 23· γ΄ ἐν. παρατ. ἔθει ἔτι καὶ ἐν Ὀδ. Μ. 407, ἔθεε παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Λοβ. Φρύν. 221· Ἰων. παρατ. θέεσκον Ἰλ. Υ. 229: μέλλ. θεύσομαι Ὅμηρ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 485, Ὄρν. 205, (ἀντι-) Ἡρόδ. 5. 22, (μετα) Ξεν. Κυν. 6, 22· θεύσω μόνον ἐν Λυκόφρ. 119· - οἱ λοιποὶ χρόνοι παραλαμβάνονται ἐκ τῶν ῥιζῶν τρεχ- καὶ δραμ-. (Ἐκ √ΘΕF (ὡς φαίνεται ἐν τῷ θεύσομαι), ἐξ ἧς [[ὡσαύτως]] τὰ [[θοός]], [[θοάζω]], [[βοηθόος]], κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. dhâv, dhâvâmi (curro).) Τρέχω, ποσί, πόδεσσι θέειν Ὀδ. Θ. 247, Ἰλ. Ψ. 623· βῆ δὲ θέειν Ἰλ. Ρ. 698 (ἴδε βαίνω Α. Ι)· θέειν πεδίοιο, τρέχειν ἐν τῷ πεδίῳ, Χ. 23 [[ἄκρον]] ἐπ’ ἀνθερίκων καρπὸν θέον, ἔτρεχον [[ὑπεράνω]] τῶν σταχύων τοῦ σίτου, Υ. 227· [[ἄκρον]] ἐπὶ ῥηγμῖνος ἁλὸς... θέεσκον [[αὐτόθι]] 229· θᾶττον θανάτου θεῖ ἡ [[πονηρία]] Πλάτ. Ἀπολ. 39 Α· ὁ βραδέως θέων ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλ. 373Β· ἐπὶ ἵππων, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 423 Α· ἐν Ὀλυμπίᾳ θεόντων, τρεχόντων ἐν Ὀλ. (ἐν τοῖς ἀγῶσι), ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 822Β. - ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ [[ῥῆμα]] κατὰ μετοχ. μεθ’ ἑτέρου ῥήματος, ἦλθε θέων, ἦλθε θέουσα Ἰλ. Ζ. 54, 394, κτλ.· ἷξε θέων, ἐπὶ ἐπιβάτου πλοίου, Ὀδ. Γ. 288· θέων Αἴαντα κάλεσσον, «φώναξε τρεχᾶτα τὸν...», Ἰλ. Μ. 343, κτλ. 2) περὶ τρίποδος μὲν ἔμελλον θεύσεσθαι, νὰ ἀγωνισθῶσι τρέχοντες διὰ..., Λ. 701· μεταφ. (πρβλ. [[τρέχω]] ΙΙ. 2), περὶ ψυχῆς θέον Ἕκτορος, ἔτρεχον διὰ τὴν ζωὴν τοῦ Ἕκτορος, Χ. 161· θ. περὶ ὑμέων αὐτῶν Ἡρόδ. 8. 140, 1· θ. περὶ τοῦ παντὸς δρόμον [[αὐτόθι]] 74· καὶ ἐλλειπτικῶς, τὸν περὶ ψυχῆς θ. Συνέσ., κλ.· περὶ γυναικῶν καὶ παίδων Παυσ. 6. 18, 2, πρβλ. Valck. Ἡρόδ. 7. 57. 3) μεταφ. [[ὡσαύτως]], θ. ἐς νόσους Πλάτ. Νόμ. 691C· θ. ἐγγύτατα ὀλέθρου ὁ αὐτ. Πολ. 417Β· θέειν κίνδυνον Πλούτ. Φαβ. 26. ΙΙ. ἐπὶ ἄλλων εἰδῶν κινήσεως, ὡς, 1) ἐπὶ πτηνῶν, θεύσονται δρόμῳ Ἀριστοφ. Ὄρν. 205, πρβλ. Θουκ. 3. 111, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 18· - σημειωτέον ὅτι [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται τὸ τρέχειν δρόμῳ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[τρέχω]]· ἐπὶ πλοίων, ἡ δ’ ἔθεε κατὰ [[κῦμα]] Ἰλ. Α. 483, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 29· ἐπὶ τοῦ τροχοῦ τοῦ κεραμέως, Ἰλ. Σ. 601· ἐπὶ κυλινδουμένου λίθου, Ν. 141· ἐπὶ δίσκου, [[ῥίμφα]] θέων ἀπὸ χειρός, τρέχων ἐλαφρῶς, ὑψηλὰ..., Ὀδ. Θ. 193. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων τὰ ὁποῖα, [[καίπερ]] καθ’ ἑαυτὰ ἀκίνητα, [[εἶναι]] ἐκτεταμένα εἰς μεγάλας διαστάσεις ἐν συνεχεῖ γραμμῇ, [[φλέψ]] ἀνὰ νῶτα θέουσα διαμπερὲς Ἰλ. Ν. 547· ἰδίως ἐπὶ παντὸς κυκλοτεροῦς πράγματος, [[ὅπερ]] φαίνεται ὡς περιτρέχον καὶ εἰς ἑαυτὸ ἐπανερχόμενον, [[ἄντυξ]] ἢ πυμάτη θέεν ἀσπίδος Ἰλ. Ζ. 118· ὀδόντες λευκὰ θέοντες, ἀποτελοῦντες λευκὴν γραμμήν, Heinr. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 146· ἀμφὶ δὲ μιν [[κίβισις]] θέε [[αὐτόθι]] 224. IV. Μετ’ αἰτ. τόπου, [[τρέχω]] ἀνὰ..., τὰ ὄρη Ξεν. Κυν. 4, 6., 5, 17· θάλασσαν, [[πέλαγος]], [[κῦμα]] Jac. Ἀνθ. Π. σελ. 282, 642. - Τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] εὕρηται παρὰ Τραγ. μόνον ἐν Εὐρ. Ἴωνι 1217 (πρβλ. [[ὑπερθέω]]), ἀλλ’ οὐχὶ σπανίως παρ’ Ἀριστοφ. καὶ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., ἰδίως ἐν συνθέσει [[μετὰ]] προθέσ.
|lstext='''θέω''': Ἐπ. [[ὡσαύτως]] [[θείω]], Ἰλ. Ζ. 507, Κ. 437 (παρ’ Ἀττ. αἱ συλλαβαὶ εο, εου, εω δὲν συναιροῦνται)· Ἐπικ. ὑποτακτ. θέῃσι Ἰλ. Χ. 23· γ΄ ἐν. παρατ. ἔθει ἔτι καὶ ἐν Ὀδ. Μ. 407, ἔθεε παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Λοβ. Φρύν. 221· Ἰων. παρατ. θέεσκον Ἰλ. Υ. 229: μέλλ. θεύσομαι Ὅμηρ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 485, Ὄρν. 205, (ἀντι-) Ἡρόδ. 5. 22, (μετα) Ξεν. Κυν. 6, 22· θεύσω μόνον ἐν Λυκόφρ. 119· - οἱ λοιποὶ χρόνοι παραλαμβάνονται ἐκ τῶν ῥιζῶν τρεχ- καὶ δραμ-. (Ἐκ √ΘΕF (ὡς φαίνεται ἐν τῷ θεύσομαι), ἐξ ἧς [[ὡσαύτως]] τὰ [[θοός]], [[θοάζω]], [[βοηθόος]], κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. dhâv, dhâvâmi (curro).) Τρέχω, ποσί, πόδεσσι θέειν Ὀδ. Θ. 247, Ἰλ. Ψ. 623· βῆ δὲ θέειν Ἰλ. Ρ. 698 (ἴδε βαίνω Α. Ι)· θέειν πεδίοιο, τρέχειν ἐν τῷ πεδίῳ, Χ. 23 [[ἄκρον]] ἐπ’ ἀνθερίκων καρπὸν θέον, ἔτρεχον [[ὑπεράνω]] τῶν σταχύων τοῦ σίτου, Υ. 227· [[ἄκρον]] ἐπὶ ῥηγμῖνος ἁλὸς... θέεσκον [[αὐτόθι]] 229· θᾶττον θανάτου θεῖ ἡ [[πονηρία]] Πλάτ. Ἀπολ. 39 Α· ὁ βραδέως θέων ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλ. 373Β· ἐπὶ ἵππων, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 423 Α· ἐν Ὀλυμπίᾳ θεόντων, τρεχόντων ἐν Ὀλ. (ἐν τοῖς ἀγῶσι), ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 822Β. - ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ [[ῥῆμα]] κατὰ μετοχ. μεθ’ ἑτέρου ῥήματος, ἦλθε θέων, ἦλθε θέουσα Ἰλ. Ζ. 54, 394, κτλ.· ἷξε θέων, ἐπὶ ἐπιβάτου πλοίου, Ὀδ. Γ. 288· θέων Αἴαντα κάλεσσον, «φώναξε τρεχᾶτα τὸν...», Ἰλ. Μ. 343, κτλ. 2) περὶ τρίποδος μὲν ἔμελλον θεύσεσθαι, νὰ ἀγωνισθῶσι τρέχοντες διὰ..., Λ. 701· μεταφ. (πρβλ. [[τρέχω]] ΙΙ. 2), περὶ ψυχῆς θέον Ἕκτορος, ἔτρεχον διὰ τὴν ζωὴν τοῦ Ἕκτορος, Χ. 161· θ. περὶ ὑμέων αὐτῶν Ἡρόδ. 8. 140, 1· θ. περὶ τοῦ παντὸς δρόμον [[αὐτόθι]] 74· καὶ ἐλλειπτικῶς, τὸν περὶ ψυχῆς θ. Συνέσ., κλ.· περὶ γυναικῶν καὶ παίδων Παυσ. 6. 18, 2, πρβλ. Valck. Ἡρόδ. 7. 57. 3) μεταφ. [[ὡσαύτως]], θ. ἐς νόσους Πλάτ. Νόμ. 691C· θ. ἐγγύτατα ὀλέθρου ὁ αὐτ. Πολ. 417Β· θέειν κίνδυνον Πλούτ. Φαβ. 26. ΙΙ. ἐπὶ ἄλλων εἰδῶν κινήσεως, ὡς, 1) ἐπὶ πτηνῶν, θεύσονται δρόμῳ Ἀριστοφ. Ὄρν. 205, πρβλ. Θουκ. 3. 111, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 18· - σημειωτέον ὅτι [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται τὸ τρέχειν δρόμῳ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[τρέχω]]· ἐπὶ πλοίων, ἡ δ’ ἔθεε κατὰ [[κῦμα]] Ἰλ. Α. 483, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 29· ἐπὶ τοῦ τροχοῦ τοῦ κεραμέως, Ἰλ. Σ. 601· ἐπὶ κυλινδουμένου λίθου, Ν. 141· ἐπὶ δίσκου, [[ῥίμφα]] θέων ἀπὸ χειρός, τρέχων ἐλαφρῶς, ὑψηλὰ..., Ὀδ. Θ. 193. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων τὰ ὁποῖα, [[καίπερ]] καθ’ ἑαυτὰ ἀκίνητα, [[εἶναι]] ἐκτεταμένα εἰς μεγάλας διαστάσεις ἐν συνεχεῖ γραμμῇ, [[φλέψ]] ἀνὰ νῶτα θέουσα διαμπερὲς Ἰλ. Ν. 547· ἰδίως ἐπὶ παντὸς κυκλοτεροῦς πράγματος, [[ὅπερ]] φαίνεται ὡς περιτρέχον καὶ εἰς ἑαυτὸ ἐπανερχόμενον, [[ἄντυξ]] ἢ πυμάτη θέεν ἀσπίδος Ἰλ. Ζ. 118· ὀδόντες λευκὰ θέοντες, ἀποτελοῦντες λευκὴν γραμμήν, Heinr. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 146· ἀμφὶ δὲ μιν [[κίβισις]] θέε [[αὐτόθι]] 224. IV. Μετ’ αἰτ. τόπου, [[τρέχω]] ἀνὰ..., τὰ ὄρη Ξεν. Κυν. 4, 6., 5, 17· θάλασσαν, [[πέλαγος]], [[κῦμα]] Jac. Ἀνθ. Π. σελ. 282, 642. - Τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] εὕρηται παρὰ Τραγ. μόνον ἐν Εὐρ. Ἴωνι 1217 (πρβλ. [[ὑπερθέω]]), ἀλλ’ οὐχὶ σπανίως παρ’ Ἀριστοφ. καὶ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., ἰδίως ἐν συνθέσει μετὰ προθέσ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly