Anonymous

δύναμαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δύναμαι''': ἀποθ.· κλίνεται ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. κατὰ τὸ ἵσταμαι· β΄ ἑνικ. δύνασαι Ἰλ. Α. 393, Ὀδ. Δ. 374, Σοφ. Αἴ. 1164 (ἐν ἀναπαιστ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 811 (ἐν χοριαμβ.), Ξεν. Ἀν. 7. 7, 8, κτλ., ἀλλ’ ἐν τῇ παλαιᾷ Ἀτθίδι καὶ δύνᾳ Σοφ. Φ. 798, Εὐρ. Ἑκ. 253, Ἀνδρ. 239· Ἰων. δύνῃ, [[ὅπερ]] χρησιμεύει [[ὡσαύτως]] ὡς ὑποτακτ. παρὰ τοῖς δοκίμοις, Πόρσ. Ἑκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· Ἰων. γ΄ πληθ. δυνέαται Ἡρόδ.· ὑποτακτ. δύνωμαι, Ἰων. β΄ ἑνικ. δύνηαι Ἰλ. Ζ. 229· παρατ. β΄ ἑνικ. ἐδύνω Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 405, Ξεν. Ἀν. 1. 6, 7· Ἰων. γ΄ πληθ. ἐδυνέατο Ἡρόδ.· ― μέλλ. δυνήσομαι Ἰλ., Ἀττ.· Δωρ. δυνᾱσοῦμαι Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. Ἀνθ. 46, 61· μεταγεν. [[ὡσαύτως]] δυνηθήσομαι Δίων Κ., δεδυνήσομαι Σώπατ. ἐν Walz Ρήτ. 8. σ. 97· ― ἀόρ. ἐδυνησάμην Ἰλ. Ξ. 33, Ἐπικ. δυν- Ε. 621, κτλ., ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. ([[ἐπειδὴ]] τὸ τοῦ Δημ. 445. 1 ἔχει διορθωθῆ ἐκ χφων)· ὁ παθ. [[τύπος]] ἐδυνάσθην. Ἐπ. δυνάσθην, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡροδ. ([[ὡσαύτως]] ἐν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 24, Ἀν. 7. 6, 20, κτλ.), ὁ δὲ αὐστηρῶς Ἀττ. [[τύπος]] [[εἶναι]] ἐδυνήθην Σοφ. Αἴ. 1067, Ο. Τ. 1212, Εὐρ. Ἴωνι 867, Δημ. 540. 25., 574. 28· ― πρκμ. δεδύνημαι Δείναρχ. 106. 35, Δημ. 48. 16· ― ῥημ. ἐπίθ. [[δυνατός]]. ― Ἡ [[διπλῆ]] [[αὔξησις]] ἠδυνάμην, ἠδυνήθην ἀπαντᾷ ἐν χειρογράφοις τοῦ Ἡροδ. καὶ πολλῶν Ἀττ. συγγραφέων καὶ [[ἐνίοτε]] ἀπαιτεῖται ὑπὸ τοῦ μέτρου, ἠδύνω Φιλιππίδ. Συμπλ. 1, ἠδυνήθην Αἰσχύλ. Πρ. 206. Ἐν ταῖς ἀττικ. ἐπιγρ. ἡ [[αὔξησις]] τοῦ [[δύναμαι]] γίνεται διὰ τοῦ ε, μόνον δὲ ἀπὸ τοῦ 300 π. Χ. διὰ τοῦ η, Meisterh. σ. 169. [ῠ, πλὴν ἐν τῷ δῡναμένοιο Ὀδ. Α. 276, Λ. 414, Ἐπ. Ὁμ. 15. 1, καὶ ἐν τῷ κυρ. ὀνόματι Δῡναμένη, [[χάριν]] τοῦ μέτρου]. Ι. εἶμαι [[ἱκανός]], [[δυνατός]], ἔχω τὴν δύναμιν νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ. ἐνεστ., καὶ ἀορ. Ὅμ., κτλ.· ἡ ἀπαρέμφ. τοῦ μέλλοντος, σπανίως ἀπαντῶσα παρὰ δοκίμοις, [[εἶναι]] πιθανῶς [[σφάλμα]] (πείσειν ἀντὶ πείθειν) ἐν Σοφ. Φ. 1394· [[ὁπόταν]] δὲ κεῖται ἀπολύτως, δυνάμεθα εὐκόλως νὰ ἐννοήσωμεν ἀπαρέμφατον ἐκ τῶν συμφραζομένων, εἰ δύνασαί γε, ἐὰν τουλάχιστον δύνασαι [ἐνν. περισχέσθαι] Ἰλ. Α. 393· ὅσσον… [[δύναμαι]] χερσίν τε ποσίν τε [ἐνν. ποιεῖν τι] Ἰλ. Υ. 360· [[Ζεὺς]] δύναται ἅπαντα [ἐνν. ποιεῖν] Ὀδ. Δ. 237· οὕτω καί, μέγα δυνάμενος, [[λίαν]] ίσχυρός, [[πανίσχυρος]], Ὀδ. Α. 276, πρβλ. Λ. 414, Ἡρόδ. 9. 9, κτλ· μέγα δύναται, multun valet, Αἰσχύλ. Εὐμ. 950· δ. Διὸς ἄγχιστα ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 1036· οἱ δυνάμενοι, ἄνδρες ἔχοντες δύναμιν, ἰσχύν, Εὐρ. Ὀρ. 889, Θουκ. 6, 39, κτλ· δυνάμενος [[παρά]] τινι, ἔχων δύναμιν, ῥοπὴν [[παρά]] τινι, Ἡρόδ. 7. 5, Ἀνδοκ. 32. 31, κτλ· δύνασθαι ἐν τοῖς πρώτοις Θουκ. 4. 105· δύν. χρήμασι, τῷ σώματι Λυσ. 107. 26, 168. 26· ὁ δυνάμενος, [[ὅστις]] δύναται νὰ διατηρήσῃ ἑαυτόν, ὁ αὐτ. 169. 19. 2) ἐπὶ τοῦ ἠθικῶς δυνατοῦ, εἶμαι [[ἱκανός]], τολμῶ ἢ ἀνέχομαι νὰ πράξω τι, κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, οὐδὲ τελευτὴν ποιήσειν δύναται Ὀδ. Α. 250· σε… οὐ [[δύναμαι]] προλιπεῖν Ν. 331, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 455· Βεργ. Αἰν. 9. 482, Ὁρ. ᾨδ. 3. 11. 30. 3) [[μετὰ]] τοῦ ὡς καὶ ὑπερθ., ὡς ἐδύναντο ἀδηλότατα Θουκ. 7. 50· ὡς [[δύναμαι]] [[μάλιστα]] Πλάτ. Πολ. 367Β· ὡς δύναιτο κάλλιστον ὁ αὐτ. Συμπ. 214C· ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων Δημ. 814. 4, κτλ.· ἢ [[ἁπλῶς]], ὡς ἐδύνατο Ξεν. Ἀν. 2. 6, 2· οὕτω καὶ, ὅσους ἐδύνατο πλείστους ἁθροίσας Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 9· λαβεῖν.., οὓς ἂν σοφωτάτους δύνωμαι Ἄλεξ. Συντρ. 1. ΙΙ. ἰσοδυναμῶ, [[λογίζομαι]] ἢ εἶμαι [[ἰσοδύναμος]] [[πρός]] τι, «περνῶ ὡς…», καὶ [[ταῦτα]], 1) ἐπὶ νομισμάτων, ἀξίζω, ἰσοδυναμῶ πρὸς…, μετ’ αἰτ. ὁ [[σίγλος]] δύναται ἑπτὰ ὀβολοὺς Ξεν. Ἀν. 1. 5, 6, πρβλ. Δημ. 914. 11· ἀπολ., [[ἰσχύω]], «περνῶ», Λουκ. Πένθ. 10. 2) ἐπὶ ἀριθμοῦ, [[ἰσοδύναμος]] εἶμαι πρὸς..., τριηκόσιαι γενεαὶ δυνέαται μύρια ἔτεα Ἡρόδ. 2. 142· λόγοι ἔργα δυνάμενοι, λόγοι ἰσοδυναμοῦντες πρὸς ἔργα, Θουκ. 6. 40. 3) ἐπὶ λέξεων, [[σημαίνω]], δηλῶ, ὡς τὸ Λατ. valere ἀντὶ τοῦ significare, Ἡρόδ. 4. 110, 1 κ. ἀλλ.· ἴσον δύναται, Λατ. idem valet, ὁ αὐτ. 6. 86, 3, πρβλ. 2. 30., 4. 192, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 553· τὸ νεοδαμῶδες δύναται ἐλεύθερον [[εἶναι]] Θουκ. 7. 58· ταὐτὸν δ. Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 6·- [[ὡσαύτως]], [[τείνω]], [[χρησιμεύω]], [[ἰσχύω]] [[πρός]] τι, «[[σημαίνω]]» τι, οὐδένα καιρὸν δύναται, δὲν χρησιμεύει διὰ [[τίποτε]], δὲν ἰσχύει διὰ [[τίποτε]] Εὐρ. Μηδ. 128, πρβλ. Πλάτ. Φίληβ. 23D· τὸ [[τριβώνιον]] τι δύναται; Ἀριστοφ. Πλ. 842· τοῦτο δύνανται αἱ ἀγγελίαι, τοῦτο σημαίνουσιν αἱ ἀγγ., τόσην σημασίαν ἔχουσι, Θουκ. 6. 36· τὴν αὐτὴν δ. δούλωσιν ὁ αὐτ. 1. 141. 4) ὡς μαθηματ. ὅρος, δύνασθαί τι, = ὑψοῦσθαι εἰς τὸ τετράγωνον καὶ ἰσοῦσθαι, τοῖς ἐπιπέδοις ἃ δύνανται Πλάτ. Θεαίτ. 148Β· αἱ δυνάμεναι αὐτά [τὰ μεγέθη] Εὐκλ. 10, Ὀρ. 11, 22· αὐξήσεις δυνάμεναί τε καὶ δυναστευόμεναι, Πλάτ. Πολ. 546Β· - ἴδε ἐν λ. [[δύναμις]] V. ΙΙΙ. ἀπροσ. οὐ δύναται, μετ’ ἀπαρ. ἀορ., δὲν [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ [[εἶναι]], Valck. Ἡρόδ. 7.134., 9.45· πρβλ. [[ἐθέλω]] Ι. 2.
|lstext='''δύναμαι''': ἀποθ.· κλίνεται ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. κατὰ τὸ ἵσταμαι· β΄ ἑνικ. δύνασαι Ἰλ. Α. 393, Ὀδ. Δ. 374, Σοφ. Αἴ. 1164 (ἐν ἀναπαιστ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 811 (ἐν χοριαμβ.), Ξεν. Ἀν. 7. 7, 8, κτλ., ἀλλ’ ἐν τῇ παλαιᾷ Ἀτθίδι καὶ δύνᾳ Σοφ. Φ. 798, Εὐρ. Ἑκ. 253, Ἀνδρ. 239· Ἰων. δύνῃ, [[ὅπερ]] χρησιμεύει [[ὡσαύτως]] ὡς ὑποτακτ. παρὰ τοῖς δοκίμοις, Πόρσ. Ἑκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· Ἰων. γ΄ πληθ. δυνέαται Ἡρόδ.· ὑποτακτ. δύνωμαι, Ἰων. β΄ ἑνικ. δύνηαι Ἰλ. Ζ. 229· παρατ. β΄ ἑνικ. ἐδύνω Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 405, Ξεν. Ἀν. 1. 6, 7· Ἰων. γ΄ πληθ. ἐδυνέατο Ἡρόδ.· ― μέλλ. δυνήσομαι Ἰλ., Ἀττ.· Δωρ. δυνᾱσοῦμαι Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. Ἀνθ. 46, 61· μεταγεν. [[ὡσαύτως]] δυνηθήσομαι Δίων Κ., δεδυνήσομαι Σώπατ. ἐν Walz Ρήτ. 8. σ. 97· ― ἀόρ. ἐδυνησάμην Ἰλ. Ξ. 33, Ἐπικ. δυν- Ε. 621, κτλ., ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. ([[ἐπειδὴ]] τὸ τοῦ Δημ. 445. 1 ἔχει διορθωθῆ ἐκ χφων)· ὁ παθ. [[τύπος]] ἐδυνάσθην. Ἐπ. δυνάσθην, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡροδ. ([[ὡσαύτως]] ἐν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 24, Ἀν. 7. 6, 20, κτλ.), ὁ δὲ αὐστηρῶς Ἀττ. [[τύπος]] [[εἶναι]] ἐδυνήθην Σοφ. Αἴ. 1067, Ο. Τ. 1212, Εὐρ. Ἴωνι 867, Δημ. 540. 25., 574. 28· ― πρκμ. δεδύνημαι Δείναρχ. 106. 35, Δημ. 48. 16· ― ῥημ. ἐπίθ. [[δυνατός]]. ― Ἡ [[διπλῆ]] [[αὔξησις]] ἠδυνάμην, ἠδυνήθην ἀπαντᾷ ἐν χειρογράφοις τοῦ Ἡροδ. καὶ πολλῶν Ἀττ. συγγραφέων καὶ [[ἐνίοτε]] ἀπαιτεῖται ὑπὸ τοῦ μέτρου, ἠδύνω Φιλιππίδ. Συμπλ. 1, ἠδυνήθην Αἰσχύλ. Πρ. 206. Ἐν ταῖς ἀττικ. ἐπιγρ. ἡ [[αὔξησις]] τοῦ [[δύναμαι]] γίνεται διὰ τοῦ ε, μόνον δὲ ἀπὸ τοῦ 300 π. Χ. διὰ τοῦ η, Meisterh. σ. 169. [ῠ, πλὴν ἐν τῷ δῡναμένοιο Ὀδ. Α. 276, Λ. 414, Ἐπ. Ὁμ. 15. 1, καὶ ἐν τῷ κυρ. ὀνόματι Δῡναμένη, [[χάριν]] τοῦ μέτρου]. Ι. εἶμαι [[ἱκανός]], [[δυνατός]], ἔχω τὴν δύναμιν νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ. ἐνεστ., καὶ ἀορ. Ὅμ., κτλ.· ἡ ἀπαρέμφ. τοῦ μέλλοντος, σπανίως ἀπαντῶσα παρὰ δοκίμοις, [[εἶναι]] πιθανῶς [[σφάλμα]] (πείσειν ἀντὶ πείθειν) ἐν Σοφ. Φ. 1394· [[ὁπόταν]] δὲ κεῖται ἀπολύτως, δυνάμεθα εὐκόλως νὰ ἐννοήσωμεν ἀπαρέμφατον ἐκ τῶν συμφραζομένων, εἰ δύνασαί γε, ἐὰν τουλάχιστον δύνασαι [ἐνν. περισχέσθαι] Ἰλ. Α. 393· ὅσσον… [[δύναμαι]] χερσίν τε ποσίν τε [ἐνν. ποιεῖν τι] Ἰλ. Υ. 360· [[Ζεὺς]] δύναται ἅπαντα [ἐνν. ποιεῖν] Ὀδ. Δ. 237· οὕτω καί, μέγα δυνάμενος, [[λίαν]] ίσχυρός, [[πανίσχυρος]], Ὀδ. Α. 276, πρβλ. Λ. 414, Ἡρόδ. 9. 9, κτλ· μέγα δύναται, multun valet, Αἰσχύλ. Εὐμ. 950· δ. Διὸς ἄγχιστα ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 1036· οἱ δυνάμενοι, ἄνδρες ἔχοντες δύναμιν, ἰσχύν, Εὐρ. Ὀρ. 889, Θουκ. 6, 39, κτλ· δυνάμενος [[παρά]] τινι, ἔχων δύναμιν, ῥοπὴν [[παρά]] τινι, Ἡρόδ. 7. 5, Ἀνδοκ. 32. 31, κτλ· δύνασθαι ἐν τοῖς πρώτοις Θουκ. 4. 105· δύν. χρήμασι, τῷ σώματι Λυσ. 107. 26, 168. 26· ὁ δυνάμενος, [[ὅστις]] δύναται νὰ διατηρήσῃ ἑαυτόν, ὁ αὐτ. 169. 19. 2) ἐπὶ τοῦ ἠθικῶς δυνατοῦ, εἶμαι [[ἱκανός]], τολμῶ ἢ ἀνέχομαι νὰ πράξω τι, κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, οὐδὲ τελευτὴν ποιήσειν δύναται Ὀδ. Α. 250· σε… οὐ [[δύναμαι]] προλιπεῖν Ν. 331, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 455· Βεργ. Αἰν. 9. 482, Ὁρ. ᾨδ. 3. 11. 30. 3) μετὰ τοῦ ὡς καὶ ὑπερθ., ὡς ἐδύναντο ἀδηλότατα Θουκ. 7. 50· ὡς [[δύναμαι]] [[μάλιστα]] Πλάτ. Πολ. 367Β· ὡς δύναιτο κάλλιστον ὁ αὐτ. Συμπ. 214C· ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων Δημ. 814. 4, κτλ.· ἢ [[ἁπλῶς]], ὡς ἐδύνατο Ξεν. Ἀν. 2. 6, 2· οὕτω καὶ, ὅσους ἐδύνατο πλείστους ἁθροίσας Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 9· λαβεῖν.., οὓς ἂν σοφωτάτους δύνωμαι Ἄλεξ. Συντρ. 1. ΙΙ. ἰσοδυναμῶ, [[λογίζομαι]] ἢ εἶμαι [[ἰσοδύναμος]] [[πρός]] τι, «περνῶ ὡς…», καὶ [[ταῦτα]], 1) ἐπὶ νομισμάτων, ἀξίζω, ἰσοδυναμῶ πρὸς…, μετ’ αἰτ. ὁ [[σίγλος]] δύναται ἑπτὰ ὀβολοὺς Ξεν. Ἀν. 1. 5, 6, πρβλ. Δημ. 914. 11· ἀπολ., [[ἰσχύω]], «περνῶ», Λουκ. Πένθ. 10. 2) ἐπὶ ἀριθμοῦ, [[ἰσοδύναμος]] εἶμαι πρὸς..., τριηκόσιαι γενεαὶ δυνέαται μύρια ἔτεα Ἡρόδ. 2. 142· λόγοι ἔργα δυνάμενοι, λόγοι ἰσοδυναμοῦντες πρὸς ἔργα, Θουκ. 6. 40. 3) ἐπὶ λέξεων, [[σημαίνω]], δηλῶ, ὡς τὸ Λατ. valere ἀντὶ τοῦ significare, Ἡρόδ. 4. 110, 1 κ. ἀλλ.· ἴσον δύναται, Λατ. idem valet, ὁ αὐτ. 6. 86, 3, πρβλ. 2. 30., 4. 192, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 553· τὸ νεοδαμῶδες δύναται ἐλεύθερον [[εἶναι]] Θουκ. 7. 58· ταὐτὸν δ. Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 6·- [[ὡσαύτως]], [[τείνω]], [[χρησιμεύω]], [[ἰσχύω]] [[πρός]] τι, «[[σημαίνω]]» τι, οὐδένα καιρὸν δύναται, δὲν χρησιμεύει διὰ [[τίποτε]], δὲν ἰσχύει διὰ [[τίποτε]] Εὐρ. Μηδ. 128, πρβλ. Πλάτ. Φίληβ. 23D· τὸ [[τριβώνιον]] τι δύναται; Ἀριστοφ. Πλ. 842· τοῦτο δύνανται αἱ ἀγγελίαι, τοῦτο σημαίνουσιν αἱ ἀγγ., τόσην σημασίαν ἔχουσι, Θουκ. 6. 36· τὴν αὐτὴν δ. δούλωσιν ὁ αὐτ. 1. 141. 4) ὡς μαθηματ. ὅρος, δύνασθαί τι, = ὑψοῦσθαι εἰς τὸ τετράγωνον καὶ ἰσοῦσθαι, τοῖς ἐπιπέδοις ἃ δύνανται Πλάτ. Θεαίτ. 148Β· αἱ δυνάμεναι αὐτά [τὰ μεγέθη] Εὐκλ. 10, Ὀρ. 11, 22· αὐξήσεις δυνάμεναί τε καὶ δυναστευόμεναι, Πλάτ. Πολ. 546Β· - ἴδε ἐν λ. [[δύναμις]] V. ΙΙΙ. ἀπροσ. οὐ δύναται, μετ’ ἀπαρ. ἀορ., δὲν [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ [[εἶναι]], Valck. Ἡρόδ. 7.134., 9.45· πρβλ. [[ἐθέλω]] Ι. 2.
}}
}}
{{bailly
{{bailly