3,274,216
edits
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθυφίημι''': ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ [[ὑφίημι]], ἀφίνω, παραμελῶ δολίως, καιρὸν ἐάν τις ἑκὼν καθυφῇ τοῖς ἐναντίοις καὶ προδῷ Δημ. 343. 3, πρβλ. 206. 17., 854. 29, Λουκ. Προμ. 5: - ἰδίως ἐν δίκῃ, καθ. τὸν ἀγῶνα, δολίως [[διεξάγω]], [[διακινδυνεύω]] τὴν δίκην, Λατ. praevaricari, Δημ. 563. 20· οὐ τῷ μὴ καθυφιέναι [[ταῦτα]] σεμνύνομαι ὁ αὐτ. 262. 12· ἀπολ., καθυφέντων τῶν κατηγόρων, ἐγκαταλιπόντων τὴν ἀγωγήν, ὁ αὐτ. 652. 22: - [[ὡσαύτως]] ἀμεταβ., ἀποσύρομαι, | |lstext='''καθυφίημι''': ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ [[ὑφίημι]], ἀφίνω, παραμελῶ δολίως, καιρὸν ἐάν τις ἑκὼν καθυφῇ τοῖς ἐναντίοις καὶ προδῷ Δημ. 343. 3, πρβλ. 206. 17., 854. 29, Λουκ. Προμ. 5: - ἰδίως ἐν δίκῃ, καθ. τὸν ἀγῶνα, δολίως [[διεξάγω]], [[διακινδυνεύω]] τὴν δίκην, Λατ. praevaricari, Δημ. 563. 20· οὐ τῷ μὴ καθυφιέναι [[ταῦτα]] σεμνύνομαι ὁ αὐτ. 262. 12· ἀπολ., καθυφέντων τῶν κατηγόρων, ἐγκαταλιπόντων τὴν ἀγωγήν, ὁ αὐτ. 652. 22: - [[ὡσαύτως]] ἀμεταβ., ἀποσύρομαι, μετὰ γεν., Κλήμ. Ἀλ. 287. ΙΙ. Μέσ., καθυφίεσθαί τινι, ὑποχωρεῖν, Ξεν. Ἑλ. 2. 4, 23· καθυφίεσθαι ἔν τινι, γίνεσθαι νωθρόν, ἀμελεῖν, π.χ. ἐν μάχαις, Πολύαιν. 8. 24, 1, πρβλ. Λουκ. ἐν Ἀποκηρυττ. 7. 2) εὑρίσκομεν [[ὡσαύτως]] τὸ μέσ. μετὰ παθ. πρκμ., ἐν χρήσει ἐπὶ ἐνεργείας ὡς τὸ ἐνεργ., εἰ καθυφείμεθά τι τῶν πραγμάτων Δημ. 30. 25· καθυφίεσθαι ἑαυτὸν Πολύβ. 3. 60, 4· ἐπ’ ἀργυρίῳ τὸ [[τίμημα]] καθυφειμένος Πλουτ. Κικ. 8· οὐδέν... καθυφηκάμην Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 2. 16, 4· ἐπὶ ἰατροῦ, ἀμελῶς [[θεραπεύω]], Λουκ. Ἀποκηρυττ. 7. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |