Anonymous

κάρτα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κάρτᾰ''': (ἴδε ἐν τέλει):―Ἐπίρρ., [[συχνάκις]] ἐν χρήσει ἐν τῷ Ἰωνικῷ πεζῷ λόγῳ τοῦ Ἡροδ. καὶ Ἱππ., καὶ παρὰ Τραγ., ἀλλὰ σπάνιον παρὰ Κωμ. καὶ τοῖς Ἀττ. πεζογράφοις (ἴδε κατωτ.):― [[μάλα]], [[πάνυ]], Λατ. valde admodum· καὶ [[μετὰ]] ῥημάτων, [[σφόδρα]], Λατ. vehementer· [[κάρτα]] οὐκ [[οἰκός]], [[σφόδρα]] ἀπίθανον, Ἡρόδ. 2. 27· κάρ. θεραπεύειν τινά, ἀντίθετον τῷ μετρίως, 3. 80· κ. δεόμενος 8. 59·―οὕτω, κ. πρευμενεῖς Αἰσχύλ. Ἀγ. 840· κ. [[ἰδεῖν]] [[ὁμόπτερος]] ὁ αὐτ. ἐν Χο. 174· εἰ καὶ μακρὰ κ. ἐστὶν Σοφ. Τρ. 1218· ὥς σου κ. νῦν μνείαν ἔχω Εὐρ. Μήδ. 328, πρβλ. 222, κτλ.· [[ἅπαξ]] παρὰ Πλάτ. πηλοῦ κ. βαθέος Τίμ. 25D· ληρεῖς ἔχων κ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 342. 2) [[συχνάκις]] λαμβάνει τὴν σημασίαν τοῦ Nel maxim, [[ὑπὲρ]] πᾶν [[μέτρον]], «σωστά», ἐντελῶς, [[μάλιστα]], [[κάρτα]] δ’ ἔστ’ [[ἐγχώριος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 413· [[κάρτα]] δ᾽ ὢν [[ἐπώνυμος]] ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 90, πρβλ. Θήβ. 658· κ. δ’ [[εἰμὶ]] τοῦ πατρός, ἐντελῶς μὲ τὸ [[μέρος]] τοῦ πατρός μου, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 738· κ. δ’ εἴσ’ ὅμαιμοι ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 940:―οὕτω καί, ἦ [[κάρτα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 592, 1252, Σοφ. Ἠλ. 312, 1278, κτλ.· σὺ δὲ κ. φείδῃ Ἀμειψίας ἐν Ἀδήλ. 1. 5. 3) καὶ [[κάρτα]], ἐνισχύει τὴν δύναμιν τοῦ [[προηγουμένως]] ῥηθέντος, τὰ [[ἀνέκαθεν]] λαμπροί, ἀπὸ δὲ τούτου… καὶ [[κάρτα]] λαμπροὶ Ἡρόδ. 6. 125· ἰδίως ἐν διαλόγῳ, ἦ γάρ τινες ναίουσι…;―’Aπόκρισις, καὶ [[κάρτα]]…, Σοφ. Ο.Κ. 65· ἆρ’ ἄν τι μου δέξαιο…; - Ἀπόκρισις καὶ [[κάρτα]] γ’ Εὐρ. Ἱππ. 90· [[ἅπαξ]] παρ’ Ἀριστοφ. καὶ κ. μεντἂν… καθείλκετε Ἀχ. 544: -ὁ Ἡρόδ. ἀείποτε χρῆται τῷ: τὸ [[κάρτα]] ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας μετ’ ἐλαφρᾶς εἰρωνείας, ἐς ὃ δὴ καὶ τὸ κ. ἐπύθοντο 1. 191, πρβλ. 71., 3. 104., 4. 181. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ αἱ λέξεις [[κάρτος]], [[κράτος]], κράτιστα, πρβλ. Ἀρχ. Ὑψηλ Γερμ. harto, πολύ).- Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κάρτα]]· [[πάνυ]], [[λίαν]], [[μεγάλως]]».
|lstext='''κάρτᾰ''': (ἴδε ἐν τέλει):―Ἐπίρρ., [[συχνάκις]] ἐν χρήσει ἐν τῷ Ἰωνικῷ πεζῷ λόγῳ τοῦ Ἡροδ. καὶ Ἱππ., καὶ παρὰ Τραγ., ἀλλὰ σπάνιον παρὰ Κωμ. καὶ τοῖς Ἀττ. πεζογράφοις (ἴδε κατωτ.):― [[μάλα]], [[πάνυ]], Λατ. valde admodum· καὶ μετὰ ῥημάτων, [[σφόδρα]], Λατ. vehementer· [[κάρτα]] οὐκ [[οἰκός]], [[σφόδρα]] ἀπίθανον, Ἡρόδ. 2. 27· κάρ. θεραπεύειν τινά, ἀντίθετον τῷ μετρίως, 3. 80· κ. δεόμενος 8. 59·―οὕτω, κ. πρευμενεῖς Αἰσχύλ. Ἀγ. 840· κ. [[ἰδεῖν]] [[ὁμόπτερος]] ὁ αὐτ. ἐν Χο. 174· εἰ καὶ μακρὰ κ. ἐστὶν Σοφ. Τρ. 1218· ὥς σου κ. νῦν μνείαν ἔχω Εὐρ. Μήδ. 328, πρβλ. 222, κτλ.· [[ἅπαξ]] παρὰ Πλάτ. πηλοῦ κ. βαθέος Τίμ. 25D· ληρεῖς ἔχων κ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 342. 2) [[συχνάκις]] λαμβάνει τὴν σημασίαν τοῦ Nel maxim, [[ὑπὲρ]] πᾶν [[μέτρον]], «σωστά», ἐντελῶς, [[μάλιστα]], [[κάρτα]] δ’ ἔστ’ [[ἐγχώριος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 413· [[κάρτα]] δ᾽ ὢν [[ἐπώνυμος]] ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 90, πρβλ. Θήβ. 658· κ. δ’ [[εἰμὶ]] τοῦ πατρός, ἐντελῶς μὲ τὸ [[μέρος]] τοῦ πατρός μου, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 738· κ. δ’ εἴσ’ ὅμαιμοι ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 940:―οὕτω καί, ἦ [[κάρτα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 592, 1252, Σοφ. Ἠλ. 312, 1278, κτλ.· σὺ δὲ κ. φείδῃ Ἀμειψίας ἐν Ἀδήλ. 1. 5. 3) καὶ [[κάρτα]], ἐνισχύει τὴν δύναμιν τοῦ [[προηγουμένως]] ῥηθέντος, τὰ [[ἀνέκαθεν]] λαμπροί, ἀπὸ δὲ τούτου… καὶ [[κάρτα]] λαμπροὶ Ἡρόδ. 6. 125· ἰδίως ἐν διαλόγῳ, ἦ γάρ τινες ναίουσι…;―’Aπόκρισις, καὶ [[κάρτα]]…, Σοφ. Ο.Κ. 65· ἆρ’ ἄν τι μου δέξαιο…; - Ἀπόκρισις καὶ [[κάρτα]] γ’ Εὐρ. Ἱππ. 90· [[ἅπαξ]] παρ’ Ἀριστοφ. καὶ κ. μεντἂν… καθείλκετε Ἀχ. 544: -ὁ Ἡρόδ. ἀείποτε χρῆται τῷ: τὸ [[κάρτα]] ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας μετ’ ἐλαφρᾶς εἰρωνείας, ἐς ὃ δὴ καὶ τὸ κ. ἐπύθοντο 1. 191, πρβλ. 71., 3. 104., 4. 181. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ αἱ λέξεις [[κάρτος]], [[κράτος]], κράτιστα, πρβλ. Ἀρχ. Ὑψηλ Γερμ. harto, πολύ).- Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κάρτα]]· [[πάνυ]], [[λίαν]], [[μεγάλως]]».
}}
}}
{{bailly
{{bailly