Anonymous

κατασταλτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασταλτικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς καταστολήν, περιορισμὸν ἢ ἀναχαίτισιν, ἀντίθετον τῷ [[ἐγερτικός]], [[μετὰ]] γεν., [[μέλη]] κατ. ἢ ἐγερτικὰ τῆς ψυχῆς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 19· κ. φάρμακα, [[ἅπερ]] καὶ ἀνασταλκτικὰ καὶ σταλτικὰ λέγονται Γαλην., Φώτ.
|lstext='''κατασταλτικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς καταστολήν, περιορισμὸν ἢ ἀναχαίτισιν, ἀντίθετον τῷ [[ἐγερτικός]], μετὰ γεν., [[μέλη]] κατ. ἢ ἐγερτικὰ τῆς ψυχῆς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 19· κ. φάρμακα, [[ἅπερ]] καὶ ἀνασταλκτικὰ καὶ σταλτικὰ λέγονται Γαλην., Φώτ.
}}
}}
{{grml
{{grml