Anonymous

κενόω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κενόω''': Ἰων. [[κεινόω]], Εὐρ., Πλάτ.: μέλλ. -ώσω, Εὐρ. Ἴων 447: ἐκένωσα, Εὐρ.: πρκμ. κεκένωκα, Ἀππ.- Παθ., μέλλ. κενωθήσομαι, Γαλην.· [[ὡσαύτως]] μέσ. μέλλ. μὲ παθ. σημασ. κεινώσομαι (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. ἐκενώθην, Θουκ.: πρκμ. κεκένωμαι, Ἰων. κεκείνωμαι. Ἡρόδ.· ([[κενός]]). Κενώνω, κενόν τι ποιῶ, «[[ἀδειάζω]]», ἀντίθετον τῷ [[πληρόω]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 718, Εὐρ. Ἴων 447, κτλ.· [[μετὰ]] γεν., κενώνω ἀπό τινος πράγματος, ἀνδρῶν τήνδε πόλιν κενῶσαι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 660, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 914· χέρας δὼρων ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 959· ἀντίθετ. τῷ πληροῦν τινά τινος Πλάτ. Συμπ. 197C, Πολ. 560D.- Παθ., κενοῦμαι, [[γίνομαι]] ἢ ἀφίνομαι [[κενός]], ἐν τῷ πληροῦσθαι καὶ κενοῦσθαι Πλάτ. Φίληβ. 35Ε, Σοφ. Ο. Τ. 29· ἐς τὸ κενούμενον, εἰς τὸ [[μέρος]] τὸ συνεχῶς ἀφιέμενον κενόν, Θουκ. 2. 70· οἰκίαι πολλαί ἐκενώθησαν [[αὐτόθι]] 51· [[μετὰ]] γεν., τούτων κεινώσεται... αἰών, θὰ μείνῃ [[ἄνευ]] αὐτῶν, Ἐμπεδ. 146· κεκεινωμένου τοῦ τείχεος πάντων, γυμνωθέντος ἀπὸ πάντων, Ἡρόδ. 4. 123. 2) [[κάμνω]] [[μέρος]] τι κενὸν ἀναχωρῶν ἀπ’ [[αὐτοῦ]], [[ἐγκαταλείπω]], βωμὸν Εὐρ. Ἀνδρ. 1138, λόχμην κενώσας ἔνθ’ ἐκρυπτόμην [[δέμας]] Βάκχ. 730.- Παθ., κενωθεισῶν τῶν νεῶν Θουκ. 8. 57. 3) παρ’ ἰατρ., κενῶ δι’ ἐλαττώσεως, Ἱππ. Ἀφ. 1246· ἀφαιρῶ, [[αἷμα]] Λουκ. Ὠκύπ. 93· κ. [[φάρμακον]], [[ἐκχύνω]], Ἰάμβλ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 75, 28· [[ἀπορρίπτω]], [[ἐξαφανίζω]], τι Κυπρ. Ἀποσπ. 1. 4) κενώνω, δαπανῶ, μεταχειρίζομαι, εἴς με κένωσον πᾶν [[βέλος]] Ἀνθ. Π. 5. 58· κ. πάντα εἰς τοὺς πένητας Ἰω. Χρυσ.· τὴν ἰσχὺν ἔν τινι Γρηγ. Ναζ., κτλ. ΙΙ. μεταφορ., [[κάμνω]] τι κενόν, θεωρῶ τινα ὡς μηδενὸς ἄξιον, τι Ἐπιστ. πρ. Φιλιπ. β΄, 7· [[κάμνω]] τι μάταιον ἢ [[ἄνευ]] ἀποτελέσματος, τι Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. θ΄, 15.- Παθ., [[εἷμαι]] ἢ [[γίνομαι]] [[μάταιος]], Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. δ΄, 14, κτλ.
|lstext='''κενόω''': Ἰων. [[κεινόω]], Εὐρ., Πλάτ.: μέλλ. -ώσω, Εὐρ. Ἴων 447: ἐκένωσα, Εὐρ.: πρκμ. κεκένωκα, Ἀππ.- Παθ., μέλλ. κενωθήσομαι, Γαλην.· [[ὡσαύτως]] μέσ. μέλλ. μὲ παθ. σημασ. κεινώσομαι (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. ἐκενώθην, Θουκ.: πρκμ. κεκένωμαι, Ἰων. κεκείνωμαι. Ἡρόδ.· ([[κενός]]). Κενώνω, κενόν τι ποιῶ, «[[ἀδειάζω]]», ἀντίθετον τῷ [[πληρόω]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 718, Εὐρ. Ἴων 447, κτλ.· μετὰ γεν., κενώνω ἀπό τινος πράγματος, ἀνδρῶν τήνδε πόλιν κενῶσαι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 660, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 914· χέρας δὼρων ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 959· ἀντίθετ. τῷ πληροῦν τινά τινος Πλάτ. Συμπ. 197C, Πολ. 560D.- Παθ., κενοῦμαι, [[γίνομαι]] ἢ ἀφίνομαι [[κενός]], ἐν τῷ πληροῦσθαι καὶ κενοῦσθαι Πλάτ. Φίληβ. 35Ε, Σοφ. Ο. Τ. 29· ἐς τὸ κενούμενον, εἰς τὸ [[μέρος]] τὸ συνεχῶς ἀφιέμενον κενόν, Θουκ. 2. 70· οἰκίαι πολλαί ἐκενώθησαν [[αὐτόθι]] 51· μετὰ γεν., τούτων κεινώσεται... αἰών, θὰ μείνῃ [[ἄνευ]] αὐτῶν, Ἐμπεδ. 146· κεκεινωμένου τοῦ τείχεος πάντων, γυμνωθέντος ἀπὸ πάντων, Ἡρόδ. 4. 123. 2) [[κάμνω]] [[μέρος]] τι κενὸν ἀναχωρῶν ἀπ’ [[αὐτοῦ]], [[ἐγκαταλείπω]], βωμὸν Εὐρ. Ἀνδρ. 1138, λόχμην κενώσας ἔνθ’ ἐκρυπτόμην [[δέμας]] Βάκχ. 730.- Παθ., κενωθεισῶν τῶν νεῶν Θουκ. 8. 57. 3) παρ’ ἰατρ., κενῶ δι’ ἐλαττώσεως, Ἱππ. Ἀφ. 1246· ἀφαιρῶ, [[αἷμα]] Λουκ. Ὠκύπ. 93· κ. [[φάρμακον]], [[ἐκχύνω]], Ἰάμβλ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 75, 28· [[ἀπορρίπτω]], [[ἐξαφανίζω]], τι Κυπρ. Ἀποσπ. 1. 4) κενώνω, δαπανῶ, μεταχειρίζομαι, εἴς με κένωσον πᾶν [[βέλος]] Ἀνθ. Π. 5. 58· κ. πάντα εἰς τοὺς πένητας Ἰω. Χρυσ.· τὴν ἰσχὺν ἔν τινι Γρηγ. Ναζ., κτλ. ΙΙ. μεταφορ., [[κάμνω]] τι κενόν, θεωρῶ τινα ὡς μηδενὸς ἄξιον, τι Ἐπιστ. πρ. Φιλιπ. β΄, 7· [[κάμνω]] τι μάταιον ἢ [[ἄνευ]] ἀποτελέσματος, τι Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. θ΄, 15.- Παθ., [[εἷμαι]] ἢ [[γίνομαι]] [[μάταιος]], Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. δ΄, 14, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly