Anonymous

καταπίμπλημι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπίμπλημι''': μέλλ. -πλήσω, ἐντελῶς [[γεμίζω]] (κατέπλησα τὸ [[χεῖλος]], οὐκ ἐνέπλησα δέ, [[ἔνθα]] τὸ ἐνέπλησα ἰσχυρότερον, [[μέχρι]] κόρου ἐπλήρωσα), Ἀθήν. 132Β· τινά τινος, κ. τινα φρονήματος Πλουτ. Ἠθ. 715Α· μέσ. καταπιμπλάμενοι ἀνομίας Πλάτ. Πολ. 496Β· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., ἡδύσμασιν καταπεπλησμένα Ἀντιφ. ἐν «Παρασ.» 5. 4, κατεπίμπλαντο πηλοῦ τὰς σκηνὰς τὰς ἑαυτῶν σκηνάς.
|lstext='''καταπίμπλημι''': μέλλ. -πλήσω, ἐντελῶς [[γεμίζω]] (κατέπλησα τὸ [[χεῖλος]], οὐκ ἐνέπλησα δέ, [[ἔνθα]] τὸ ἐνέπλησα ἰσχυρότερον, [[μέχρι]] κόρου ἐπλήρωσα), Ἀθήν. 132Β· τινά τινος, κ. τινα φρονήματος Πλουτ. Ἠθ. 715Α· μέσ. καταπιμπλάμενοι ἀνομίας Πλάτ. Πολ. 496Β· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ., ἡδύσμασιν καταπεπλησμένα Ἀντιφ. ἐν «Παρασ.» 5. 4, κατεπίμπλαντο πηλοῦ τὰς σκηνὰς τὰς ἑαυτῶν σκηνάς.
}}
}}
{{bailly
{{bailly