Anonymous

κιχάνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κῐχάνω''': ᾱ, Ἰλ., προστ. κιχάνετε Ἰλ. Ψ. 407, ἀπαρ. κιχάνειν, Μόσχ. 2. 112. Παρατ. ἐκίχᾱνον, Ἰλ. Γ. 383· αἱ λοιπαὶ ἐγκλίσεις σχηματίζονται ἐκ τοῦ *κίχημι, ὑποτ. κιχείω, κιχείομεν Α. 26., Φ. 128· εὐκτ. κιχείην Β. 188· ἀπαρ. κιχῆναι Ὀδ. Π. 357· μετοχ. κιχεὶς Ἰλ. Π. 342· ― παρατ. ἐκίχην ῐ, βϳ ἑνικ. ἐκίχεις, ὡς τὸ ἐτίθεις ἐκ τοῦ [[τίθημι]], Ὀδ. Ω. 284· αϳ πληθ. κίχημεν ἢ ἐκ- ΙΙ. 379· γϳ δυϊκ. κιχήτην Ἰλ. Κ. 376· ― ὁ ἐνεστ. [[κυρίως]] ἐν χρήσει μεθ’ Ὅμ. [[κιγχάνω]] ᾰ, (μνημονευόμ. ὑπὸ τοῦ Εὐστ. 1525. 16, Ἡσύχ., Φώτ.) κατὰ πρῶτον εὕρηται παρὰ Σόλωνι 42, καὶ ἤδη ἀποκαθίσταται ἁπανταχοῦ παρὰ τραγ., Αἰσχύλ. Χο. 622, Σοφ. Ο. Κ. 1450, Αἴ. 657, Εὐρ. Ἱππ. 1444, Ἄλκ. 22, Ἑλ. 597· [[ὡσαύτως]] ἀόρ. ἔκῐχον Εὐρ. Βάκχ. 903 (λυρ.), κίχον Πίνδ. Π. 9. 45, ὑποτακτ. κίχω Εὐρ. Ἱκέτ. 1069· ἀόρ. αϳ ἐκίχησα Ὀππ. Ἀλ. 5. 116, Μουσαῖ. 149. ― Μέσ. (ἐπὶ ἐνεργ. σημασ.), κιχάνομαι Ἰλ. Λ. 441, Ὀδ. Ι. 266· μετοχ. κιχήμενος (ἐκ τοῦ *κίχημι) Ἰλ.· μέλλ. κιχήσομαι Ὅμ., Σοφ., (μεταγεν. κιχήσω, Ἀπολλ. Ρόδ.)· ἀόρ. κιχήσατο Ἰλ. Κ. 494, Ὀδ. Ζ. 51. Ποιητ. ῥῆματ., [[τυγχάνω]], [[ἐντυγχάνω]], συναντῶ, [[εὑρίσκω]], μή σε... παρὰ νηυσὶ κιχείω Ἰλ. Α. 26, πρβλ. Ὀδ. Ν. 228· ― [[φθάνω]], [[προφθάνω]], [[καταφθάνω]], ὃν κε... ποσσὶ κιχείω Ἰλ. Ζ. 228· κιχήσεσθαι δέ σ’ ὀΐω [[αὐτόθι]] 341, πρβλ. Φ. 605, Πινδ. Π. 2. 92· ἵππους δ’ Ἀτρείδαο κιχάνετε Ἰλ. Ψ. 407· σε δουρὶ κιχήσομαι, θά σε φθάσω μὲ τὸ [[δόρυ]], Κ. 370· εἰσόκεν ἄστυ κιχείομεν, ἕως οὗ ἐκπορθήσωμεν αὐτό, Φ. 128. [[εἵως]] κε [[τέλος]] πολέμοιο κιχείω, φθάσω εἰς..., Γ 291· ― [[ἐνίοτε]] ἐπὶ πραγμάτων, [[βέλος]] ὠκὺ κιχήμενον, [[βέλος]] ταχὺ ὅτε ἔμελλε νὰ ἐπιτύχῃ αὐτόν, νὰ τὸν κτυπήσῃ, Ε. 187· φθῆσε [[τέλος]] θανάτοιο κιχήμενον, «ἔφθη καταλαβόν σε τὸ [[τέλος]] τοῦ θανάτου» (Γαζῆς), Λ. 451· οὕτω καὶ παρὰ Τραγ. 2) σπανίως [[μετὰ]] γεν. ὡς τὸ [[τυγχάνω]], Σοφ. Ο. Κ. 1487.
|lstext='''κῐχάνω''': ᾱ, Ἰλ., προστ. κιχάνετε Ἰλ. Ψ. 407, ἀπαρ. κιχάνειν, Μόσχ. 2. 112. Παρατ. ἐκίχᾱνον, Ἰλ. Γ. 383· αἱ λοιπαὶ ἐγκλίσεις σχηματίζονται ἐκ τοῦ *κίχημι, ὑποτ. κιχείω, κιχείομεν Α. 26., Φ. 128· εὐκτ. κιχείην Β. 188· ἀπαρ. κιχῆναι Ὀδ. Π. 357· μετοχ. κιχεὶς Ἰλ. Π. 342· ― παρατ. ἐκίχην ῐ, βϳ ἑνικ. ἐκίχεις, ὡς τὸ ἐτίθεις ἐκ τοῦ [[τίθημι]], Ὀδ. Ω. 284· αϳ πληθ. κίχημεν ἢ ἐκ- ΙΙ. 379· γϳ δυϊκ. κιχήτην Ἰλ. Κ. 376· ― ὁ ἐνεστ. [[κυρίως]] ἐν χρήσει μεθ’ Ὅμ. [[κιγχάνω]] ᾰ, (μνημονευόμ. ὑπὸ τοῦ Εὐστ. 1525. 16, Ἡσύχ., Φώτ.) κατὰ πρῶτον εὕρηται παρὰ Σόλωνι 42, καὶ ἤδη ἀποκαθίσταται ἁπανταχοῦ παρὰ τραγ., Αἰσχύλ. Χο. 622, Σοφ. Ο. Κ. 1450, Αἴ. 657, Εὐρ. Ἱππ. 1444, Ἄλκ. 22, Ἑλ. 597· [[ὡσαύτως]] ἀόρ. ἔκῐχον Εὐρ. Βάκχ. 903 (λυρ.), κίχον Πίνδ. Π. 9. 45, ὑποτακτ. κίχω Εὐρ. Ἱκέτ. 1069· ἀόρ. αϳ ἐκίχησα Ὀππ. Ἀλ. 5. 116, Μουσαῖ. 149. ― Μέσ. (ἐπὶ ἐνεργ. σημασ.), κιχάνομαι Ἰλ. Λ. 441, Ὀδ. Ι. 266· μετοχ. κιχήμενος (ἐκ τοῦ *κίχημι) Ἰλ.· μέλλ. κιχήσομαι Ὅμ., Σοφ., (μεταγεν. κιχήσω, Ἀπολλ. Ρόδ.)· ἀόρ. κιχήσατο Ἰλ. Κ. 494, Ὀδ. Ζ. 51. Ποιητ. ῥῆματ., [[τυγχάνω]], [[ἐντυγχάνω]], συναντῶ, [[εὑρίσκω]], μή σε... παρὰ νηυσὶ κιχείω Ἰλ. Α. 26, πρβλ. Ὀδ. Ν. 228· ― [[φθάνω]], [[προφθάνω]], [[καταφθάνω]], ὃν κε... ποσσὶ κιχείω Ἰλ. Ζ. 228· κιχήσεσθαι δέ σ’ ὀΐω [[αὐτόθι]] 341, πρβλ. Φ. 605, Πινδ. Π. 2. 92· ἵππους δ’ Ἀτρείδαο κιχάνετε Ἰλ. Ψ. 407· σε δουρὶ κιχήσομαι, θά σε φθάσω μὲ τὸ [[δόρυ]], Κ. 370· εἰσόκεν ἄστυ κιχείομεν, ἕως οὗ ἐκπορθήσωμεν αὐτό, Φ. 128. [[εἵως]] κε [[τέλος]] πολέμοιο κιχείω, φθάσω εἰς..., Γ 291· ― [[ἐνίοτε]] ἐπὶ πραγμάτων, [[βέλος]] ὠκὺ κιχήμενον, [[βέλος]] ταχὺ ὅτε ἔμελλε νὰ ἐπιτύχῃ αὐτόν, νὰ τὸν κτυπήσῃ, Ε. 187· φθῆσε [[τέλος]] θανάτοιο κιχήμενον, «ἔφθη καταλαβόν σε τὸ [[τέλος]] τοῦ θανάτου» (Γαζῆς), Λ. 451· οὕτω καὶ παρὰ Τραγ. 2) σπανίως μετὰ γεν. ὡς τὸ [[τυγχάνω]], Σοφ. Ο. Κ. 1487.
}}
}}
{{bailly
{{bailly