3,276,318
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρύπτω''': Ἰων. παρατ. [[κρύπτασκε]] (-εσκε;) Ἰλ. Θ. 272· μέλλ. κρύψω Ὀδ., κτλ.· ἀόρ. α΄ ἔκρυψα, Ἐπικ. κρύψα Ὀδ. Ξ. 357· μεταγεν. ἀόρ. β΄ ἔκρῠβον (ἐν-, κατ-, περι-) Ἀπολλόδ. 3. 13, 6, Πλουτ. Μάρ. 38, Καιν. Διαθ.· πρκμ. κέκρῠφα (συγ-) Διον. Ἀλ. Περὶ Συνθέσ. σ. 114. ― Μέσ., μέλλ. κρύψομαι Σοφ. Τ. 474, Εὐρ. Βάκχ. 955, πρβλ. ἀποκρ-· ἀόρ. ἐκρυψάμην Σοφ., κτλ.· [[μετέπειτα]] ἐκρῠβόμην (ἀπ-) Ἀπολλόδ. 3. 2, 1. ― Παθ., μέλλ. κρυφθήσομαι Disput. Mor. σ. 545 (Mullach.)· κρῠφήσομαι Εὐρ. Ἱκ. 543· κεκρύψομαι Ἱππ. 607. 25· ἀόρ. ἐκρύφθην, Ἐπικ. κρ-, Ἰλ., Ἀττ. ἐκρύβην ῠ Ἀπολλόδ. 3. 2, τέλ., (ἀπ-) Ἀλκίφρων 3. 47· μεταχ. κρυφεὶς (διάφ. γραφ. -βεὶς) Σοφ. Αἴ. 1145· κέκρυμμαι Ὀδ., Ἀττ., Ἰων. γ΄ πληθ. [[κεκρύφαται]] Ἡσ. Θ. 730, Ἱππ. 661. 28. (Ἐκ τῆς √ΚΡΥΒ ἢ ΚΡΥΦ, πρβλ. ἀόρ. β΄ ἔκρυβον, κρυβῆναι, κρύβδα, κρύβδην, κτλ., πρὸς τὰ κρυφήσομαι, κρυφῆναι, κρύφα, κρυφαῖος, κτλ.· συγγενὲς τῇ √ΚΑΛΥΒ ἢ ΚΑΛΥΦ, [[καλύπτω]]· ἀλλ’ ἡ [[ῥίζα]] τοῦ [[κεύθω]] [[εἶναι]] [[διάφορος]], ἴδε ἐν τέλ.). Κρύπτω, [[καλύπτω]], [[σκέπω]], [[σκεπάζω]], παρ’ Ὁμ., συνυπαρχούσης τῆς ἐννοίας τῆς προφυλάξεως κεφαλάς... κορύθεσσι κρύψαντες Ἰλ. Ξ. 373· ὁ δέ μιν σάκεϊ [[κρύπτασκε]] φαεινῷ Θ. 272, πρβλ. Ν. 405· κρ. με... [[πόδα]] Σοφ. Ο. Κ. 113· ἀκολούθως [[ἁπλῶς]], [[καλύπτω]], τινά τινι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 461, Εὐρ., κτλ.· ὑφ’ εἵματος κρ. χεῖρα Εὐρ. Ἑκ. 343, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1145· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[κάρα]] κρυψάμενος, καλύψας τὴν κεφαλὴν αὑτοῦ, [[αὐτόθι]] 245· (ἀλλὰ τὸ μέσ. κεῖται ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ., ὁ αὐτ. 647, φύει τ’ ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται)· κρύπτεσθαι [[φάος]] ὀμμάτων, [[ῥίπτω]] τὰ βλέμματά μου [[κάτω]], καὶ [[οὕτως]] [[ἀναγνωρίζω]] ὅτι εἶμαι [[κατώτερος]], Πινδ. Ν. 10. 75. ― Παθ., κρύπτομαι, [[κρύπτω]], ἐμαυτόν, [[μένω]] κεκρυμμένος, ἐπὶ ἀστέρων τοῦ Ζῳδιακοῦ, [[κεκρύφαται]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 384· ἐν οὐρανῷ κρύπτεται Εὐρ. Ἑλ. 606· ἐς σποδιὰν ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 613· ἐκρύπτετ’ οἴκου γωνίην (Haupt. ἔκυπτ’ ἐς...) Βαβρ. 5. 4. 2) [[κρύπτω]] ἐν τῇ γῇ, [[καλύπτω]] διὰ χώματος, [[θάπτω]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 137, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 621· [[ὡσαύτως]] γῇ κρ. Ἡρόδ. 1. 216., 2. 130., 5. 4, κτλ.· χθονὶ Σοφ. Ο. Κ. 1546· τάφῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 196, πρβλ. 285, 946· ἐν κατώρυχι [[αὐτόθι]] 774· κατὰ χθονὸς [[αὐτόθι]] 25· ὑπὸ γᾶν Πινδ. Π. 9. 141. ― Παθ., [[Τιτῆνες]] ὑπὸ ζόφῳ... [[κεκρύφαται]] Ἡσ. Θ. 730· οὕτω, ἐν βένθεσιν νᾶσον κεκρύφθαι Πινδ. Ο. 7. 105. 3) [[κρύπτω]], [[ἀποκρύπτω]], φυλάττω μυστικόν, οὐδέν τοι ἐγὼ κρύψω [[ἔπος]] Ὀδ. Δ. 350, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 74, κτλ.· κρ. τι, [[ἔνθα]] μή τις ὄψεται Σοφ. Αἴ. 658, πρβλ. Τρ. 903, Ἠλ. 436· ― Μέσ., κρύπτεσθαι τἀληθὲς Σοφ. Τρ. 474. ― Παθ., τὸ μὲν [[φάσθαι]], τὸ δὲ καὶ κεκρυμμένον [[εἶναι]] Ὀδ. Λ. 443· φάρμακα κεκρ., μυστικά, Εὐρ. Ἀνδρ. 32· [[νάπη]] κεκρ., κρυφία, Σοφ. Ο. Τ. 1398· κρυπτόμενα πράσσεται, ἐν κρυπτῷ, ἀντίθετ. τῷ ἐπὶ μαρτύρων, Ἀντιφῶν 119· 1, πρβλ. Θουκ. 6. 72. 4) | |lstext='''κρύπτω''': Ἰων. παρατ. [[κρύπτασκε]] (-εσκε;) Ἰλ. Θ. 272· μέλλ. κρύψω Ὀδ., κτλ.· ἀόρ. α΄ ἔκρυψα, Ἐπικ. κρύψα Ὀδ. Ξ. 357· μεταγεν. ἀόρ. β΄ ἔκρῠβον (ἐν-, κατ-, περι-) Ἀπολλόδ. 3. 13, 6, Πλουτ. Μάρ. 38, Καιν. Διαθ.· πρκμ. κέκρῠφα (συγ-) Διον. Ἀλ. Περὶ Συνθέσ. σ. 114. ― Μέσ., μέλλ. κρύψομαι Σοφ. Τ. 474, Εὐρ. Βάκχ. 955, πρβλ. ἀποκρ-· ἀόρ. ἐκρυψάμην Σοφ., κτλ.· [[μετέπειτα]] ἐκρῠβόμην (ἀπ-) Ἀπολλόδ. 3. 2, 1. ― Παθ., μέλλ. κρυφθήσομαι Disput. Mor. σ. 545 (Mullach.)· κρῠφήσομαι Εὐρ. Ἱκ. 543· κεκρύψομαι Ἱππ. 607. 25· ἀόρ. ἐκρύφθην, Ἐπικ. κρ-, Ἰλ., Ἀττ. ἐκρύβην ῠ Ἀπολλόδ. 3. 2, τέλ., (ἀπ-) Ἀλκίφρων 3. 47· μεταχ. κρυφεὶς (διάφ. γραφ. -βεὶς) Σοφ. Αἴ. 1145· κέκρυμμαι Ὀδ., Ἀττ., Ἰων. γ΄ πληθ. [[κεκρύφαται]] Ἡσ. Θ. 730, Ἱππ. 661. 28. (Ἐκ τῆς √ΚΡΥΒ ἢ ΚΡΥΦ, πρβλ. ἀόρ. β΄ ἔκρυβον, κρυβῆναι, κρύβδα, κρύβδην, κτλ., πρὸς τὰ κρυφήσομαι, κρυφῆναι, κρύφα, κρυφαῖος, κτλ.· συγγενὲς τῇ √ΚΑΛΥΒ ἢ ΚΑΛΥΦ, [[καλύπτω]]· ἀλλ’ ἡ [[ῥίζα]] τοῦ [[κεύθω]] [[εἶναι]] [[διάφορος]], ἴδε ἐν τέλ.). Κρύπτω, [[καλύπτω]], [[σκέπω]], [[σκεπάζω]], παρ’ Ὁμ., συνυπαρχούσης τῆς ἐννοίας τῆς προφυλάξεως κεφαλάς... κορύθεσσι κρύψαντες Ἰλ. Ξ. 373· ὁ δέ μιν σάκεϊ [[κρύπτασκε]] φαεινῷ Θ. 272, πρβλ. Ν. 405· κρ. με... [[πόδα]] Σοφ. Ο. Κ. 113· ἀκολούθως [[ἁπλῶς]], [[καλύπτω]], τινά τινι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 461, Εὐρ., κτλ.· ὑφ’ εἵματος κρ. χεῖρα Εὐρ. Ἑκ. 343, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1145· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[κάρα]] κρυψάμενος, καλύψας τὴν κεφαλὴν αὑτοῦ, [[αὐτόθι]] 245· (ἀλλὰ τὸ μέσ. κεῖται ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ., ὁ αὐτ. 647, φύει τ’ ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται)· κρύπτεσθαι [[φάος]] ὀμμάτων, [[ῥίπτω]] τὰ βλέμματά μου [[κάτω]], καὶ [[οὕτως]] [[ἀναγνωρίζω]] ὅτι εἶμαι [[κατώτερος]], Πινδ. Ν. 10. 75. ― Παθ., κρύπτομαι, [[κρύπτω]], ἐμαυτόν, [[μένω]] κεκρυμμένος, ἐπὶ ἀστέρων τοῦ Ζῳδιακοῦ, [[κεκρύφαται]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 384· ἐν οὐρανῷ κρύπτεται Εὐρ. Ἑλ. 606· ἐς σποδιὰν ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 613· ἐκρύπτετ’ οἴκου γωνίην (Haupt. ἔκυπτ’ ἐς...) Βαβρ. 5. 4. 2) [[κρύπτω]] ἐν τῇ γῇ, [[καλύπτω]] διὰ χώματος, [[θάπτω]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 137, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 621· [[ὡσαύτως]] γῇ κρ. Ἡρόδ. 1. 216., 2. 130., 5. 4, κτλ.· χθονὶ Σοφ. Ο. Κ. 1546· τάφῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 196, πρβλ. 285, 946· ἐν κατώρυχι [[αὐτόθι]] 774· κατὰ χθονὸς [[αὐτόθι]] 25· ὑπὸ γᾶν Πινδ. Π. 9. 141. ― Παθ., [[Τιτῆνες]] ὑπὸ ζόφῳ... [[κεκρύφαται]] Ἡσ. Θ. 730· οὕτω, ἐν βένθεσιν νᾶσον κεκρύφθαι Πινδ. Ο. 7. 105. 3) [[κρύπτω]], [[ἀποκρύπτω]], φυλάττω μυστικόν, οὐδέν τοι ἐγὼ κρύψω [[ἔπος]] Ὀδ. Δ. 350, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 74, κτλ.· κρ. τι, [[ἔνθα]] μή τις ὄψεται Σοφ. Αἴ. 658, πρβλ. Τρ. 903, Ἠλ. 436· ― Μέσ., κρύπτεσθαι τἀληθὲς Σοφ. Τρ. 474. ― Παθ., τὸ μὲν [[φάσθαι]], τὸ δὲ καὶ κεκρυμμένον [[εἶναι]] Ὀδ. Λ. 443· φάρμακα κεκρ., μυστικά, Εὐρ. Ἀνδρ. 32· [[νάπη]] κεκρ., κρυφία, Σοφ. Ο. Τ. 1398· κρυπτόμενα πράσσεται, ἐν κρυπτῷ, ἀντίθετ. τῷ ἐπὶ μαρτύρων, Ἀντιφῶν 119· 1, πρβλ. Θουκ. 6. 72. 4) μετὰ διπλῆς αἰτ., [[κρύπτω]] τι ἀπό τινος, φυλάττω μυστικόν, [[ἀποκρύπτω]], μή με κρύψῃς τοῦτο Αἰσχύλ. Πρ. 625, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 957, Εὐρ. Ἑκ. 570, Ἀριστοφ. Πλ. 26, Λυσίας 897. 1, κτλ.· οὕτω, κρ. τι ἀπό τινος Σοφ. Φ. 587. 5) ἐν τῇ Ρητορικῇ, [[σχηματίζω]] συλλογισμὸν τοιοῦτον, [[ὥστε]] ὁ [[ἐναντίος]] ἀφυλάκτως ἄγεται εἰς [[ἐναντίον]] [[συμπέρασμα]], Ἀριστοτ. Τοπ. 8. 1, 6· πρβλ. [[κρυπτικός]], [[κρύψις]] 2. ΙΙ. ἀμεταβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ ἑαυτόν), [[ἀποκρύπτω]] ἐμαυτόν, [[μένω]] κεκρυμμένος, κρύπτουσιν ἕκηλοι Σοφ. Ἠλ. 826· ὄμματα τὰ μὲν... βλέποντα, τὰ δὲ κρύπτοντα Εὐρ. Φοίν. 117 (ἀλλὰ τὸ [[χωρίον]] τοῦτο [[εἶναι]] πιθανῶς νόθον)· [[ὡσαύτως]], κρ. τινά, κρύπτομαι, φυλάττομαι, ἀποκρύπτομαι ἀπό τινος..., Ὕμν. Ὁμ. 26. 7. πρβλ. [[κεύθω]] ΙΙ. Περὶ παρομοίων ἀμεταβ. χρήσεων ἴδε βάλλω ΙΙΙ, [[ῥίπτω]] 7. ― (Καλύπτω σημαίνει [[ἁπλῶς]] [[σκεπάζω]], τὸ δὲ [[κεύθω]] [[καλύπτω]] [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ μὴ φαίνηται [[ἴχνος]] τι· τὸ δὲ [[κρύπτω]] φυλάττω τι κεκαλυμμένον, [[κυρίως]] ἐπὶ σκοπῷ ἀποκρύψεως.) | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |