Anonymous

καθάρσιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰθάρσιος''': -ον, ([[καθαίρω]]) καθαρίζων ἀπὸ ἐνοχῆς ἢ μιάσματος, [[καθαρτικός]], ἀγνιστικός, [[Ζεὺς]] Ἡρόδ. 1. 44, Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 3, κτλ.· περὶ τοῦ Βάκχου, [[μολεῖν]] καθαρσίῳ ποδὶ Σοφ. Ἀντ. 1144· - ἀνήκων εἰς θυσίαν, [[αἷμα]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 449, Θ. 680· πῦρ, φλὸξ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 927, Ι. Α. 1112, Ἑλ. 869· [[προχύται]] Ι. Α. 1472. 2) [[μετὰ]] γεν., καθ. φόνου, καθαρίζων, ἐξαγνίζων ἀπό.., Αἰσχύλ. Εὐμ. 578· [[Λοξίας]] δωμάτων [[καθάρσιος]], ὁ καθαρίζων, ἐξαγνίζων τὰ δώματα, [[αὐτόθι]] 63· [[καθάρσιος]] οἴκων, ἐξαγνιστικὸς οἴκων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 923. II. ὡς οὐσιαστ., 1) καθάρσιον (δηλ. [[ἱερόν]]), τό, [[καθαρτήριος]] [[θυσία]], [[ὡσαύτως]], τὸ [[θῦμα]], Αἰσχίν. 4. 10· - [[ἐντεῦθεν]], [[καθαρμός]], [[ἁγνισμός]], καθαρσίου ἐδέετο κυρῆσαι Ἡρόδ. 1. 35, πρβλ. Elmsl. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 44. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ [[φάρμακον]]) ὡς καὶ νῦν, καθάρσιον, Ἀλεξ. Τραλλ. 1. σ. 111.
|lstext='''κᾰθάρσιος''': -ον, ([[καθαίρω]]) καθαρίζων ἀπὸ ἐνοχῆς ἢ μιάσματος, [[καθαρτικός]], ἀγνιστικός, [[Ζεὺς]] Ἡρόδ. 1. 44, Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 3, κτλ.· περὶ τοῦ Βάκχου, [[μολεῖν]] καθαρσίῳ ποδὶ Σοφ. Ἀντ. 1144· - ἀνήκων εἰς θυσίαν, [[αἷμα]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 449, Θ. 680· πῦρ, φλὸξ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 927, Ι. Α. 1112, Ἑλ. 869· [[προχύται]] Ι. Α. 1472. 2) μετὰ γεν., καθ. φόνου, καθαρίζων, ἐξαγνίζων ἀπό.., Αἰσχύλ. Εὐμ. 578· [[Λοξίας]] δωμάτων [[καθάρσιος]], ὁ καθαρίζων, ἐξαγνίζων τὰ δώματα, [[αὐτόθι]] 63· [[καθάρσιος]] οἴκων, ἐξαγνιστικὸς οἴκων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 923. II. ὡς οὐσιαστ., 1) καθάρσιον (δηλ. [[ἱερόν]]), τό, [[καθαρτήριος]] [[θυσία]], [[ὡσαύτως]], τὸ [[θῦμα]], Αἰσχίν. 4. 10· - [[ἐντεῦθεν]], [[καθαρμός]], [[ἁγνισμός]], καθαρσίου ἐδέετο κυρῆσαι Ἡρόδ. 1. 35, πρβλ. Elmsl. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 44. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ [[φάρμακον]]) ὡς καὶ νῦν, καθάρσιον, Ἀλεξ. Τραλλ. 1. σ. 111.
}}
}}
{{bailly
{{bailly