Anonymous

κατατείνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατατείνω''': μέλλ. -τενῶ: -ἀόρ. -τεινα: πρκμ. -τέτᾰκα. Τεντώνω πολὺ ἢ πρὸς τὰ πρὸς τὰ [[κάτω]], ἀγκύρας καθεῖναι, κατατεῖναι Πολυδ. Α΄, 103· [[ἕλκω]] ἰσχυρῶς, κατὰ δ’ [[ἡνία]] τεῖνεν [[ὀπίσσω]] Ἰλ. Γ. 261, 311· κ. χαλινοὺς Ἡρόδ. 4. 72· ([[οὕτως]] ἀπολ., ὁ [[ἡνίοχος]] κατατείνας δηλ. τὰς ἡνίας, προσπαθῶν νὰ ἀνακόψῃ τὴν ὁρμὴν τῶν ἵππων, Πλουτ. Ποπλικ. 13), καὶ μεταφρ., τὸν δῆμον δυσχεραίνοντα κατατείνων καὶ προσβιάζων ἐχειροῦτο, [[ἔνθα]] ὁ [[δῆμος]] παραβάλλεται πρὸς ἵππον ἀγριαίνοντα, ὁ δὲ Περ. ὡς [[ἡνίοχος]] κρατεῖ αὐτὸν δυνατὰ διὰ τῶν ἡνίων, Πλουτ. Περ. 15· κ. τὰ ὅπλα, τεντώνω τὰ καλῴδια. Ἡρόδ. 7. 36· τὰ [[νεῦρα]] εἰς τὸ [[ἐξόπισθεν]] κ. Πλάτ. Τίμ. 84Ε· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., Ἱππ. Ἀγμ. 755. 2) [[ἐκτείνω]] [[ὅπως]] τοποθετήσω ἐξηρθρωμένον [[ὀστοῦν]], [[αὐτόθι]] 762· οὕτω μῦς κατατεταμένος [[αὐτόθι]] 757. 3) [[ἐκτείνω]], τεντώνω, [[ὅπως]] βασανίσω, κατατεινόμενος ὑπὸ τῆς βασάνου προσωμολόγησε Δημ. 1172. 14· ὑπὸ τῶν παθῶν κατατείνεσθαι καί στρεβλοῦσθαι Δίων Χρυσ. 1. 551., πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. στρεβλούμενος· κατατείνεσθαι ἐπὶ κολάσεσι Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ.· ἐπὶ τροχοῦ Βασίλ.·- μεταφορ., κατέτεινέ με διηγούμενος Λιβάν. 4.629· κατατείνεσθαι ὑπὸ ποδάγρας Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 536Ε, πρβλ. Ἀνθ. ΙΙ. 11, 128, κτλ. 4) τεντώνω ἢ [[σύρω]] κατ’ εὐθεῖαν, κατέτεινε σχοινοτενέας ὑποδέξας διώρυχας, δηλ. τεντώσας σχοινία ἐσημείωσε τὰς κατασκευαστέας, Ἡρόδ. 1. 189· δολιχὸν κατατ. τοῦ λόγου, [[κάμνω]] μακρὸν λόγον, Πλάτ. Πρωτ. 329Α· κατατείνας ἐρῶ, μακρὸν λόγον διεξελεύσομαι, Φώτ.· φεύγουσι κατατείνοντες τὴν κέρκον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9· 44, 7.-Παθ., ἐκτείνομαι κατ’ εὐθεῖαν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 3, 11. 5) κρατῶ σφιγκτὰ ἢ τεντωμένον πρὸς τὰ [[κάτω]], Πλουτ. Λούκουλλ. 24, ἐν τῷ Παθ. 6) [[ἐκτείνω]] ἐπὶ τῆς γῆς, ἐξαπλώνω, [[κρημνίζω]], ὁ [[ἐλέφας]] κατ. ἐπὶ τῆς γῆς τοὺς φοίνικας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 30· κ. τινὰς ἐπὶ τοὔδαφος Πλουτ. Ποπλικ. 6, [[ἔνθα]] προσθέτει τὰς κεφαλὰς αὐτῶν ἀπέκοψαν·- Παθ., ἐκτείνομαι ἐπί τινα ἔκτασιν, εἰς γῆν Πλάτ. Τίμ. 58Ε· πρὸς γῆν [[αὐτόθι]] 92Α· ἐπὶ τῇ γῇ Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 15, 8. 7) μεταφ., [[ἐκτείνω]], θέτω εἰς ἐνέργειαν, κ. τὴν ῥώμην ὅλην Πολύβ. 22. 17, 7·- Παθ., τεντώνομαι, λόγοι κατατεινόμενοι, λόγοι θερμῆς ἔριδος, Εὐρ. Ἑκ. 132· [[ὡσαύτως]], κ. τῷ προσώπῳ, τεντώνω τοὺς μῦς τοῦ προσώπου μου, [[ἀγωνίζομαι]] μὲ ὅλην τὴν δύναμιν, Πλουτ. Ἀντών. 77· πρβλ. κατωτ. ΙΙ. 2. ΙΙ. ἀμετάβ., [[ἐκτείνω]] ἢ [[ἐντείνω]] ἐμαυτόν· [[ἐντεῦθεν]], 1) ἐκτείνομαι κατ’ εὐθεῖαν πρὸς…, [[φθάνω]] [[μέχρι]]…, Λατ. tenedre, ἐκ τῶν Ταυρικῶν οὐρέων ἐς την Μαιῶτιν λίμνην Ἡρόδ. 4. 3, πρβλ. 9. 15· κ. πρὸς ἑσπέρην ἐπὶ ποταμὸν Ἀγγίτην, ἐκτείνεται πρὸς δυσμὰς [[μέχρι]]…, ὁ αὐτ. 7. 113, πρβλ. 4, 19, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 7· ἀπολ., ἐκτείνομαι, [[κεῖμαι]] ἐκτεταμένος· [[ταύτῃ]] κ. Ἡρόδ. 8. 31· [[ἄχρι]] τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης κατατείνει Φίλων Β. Μ. 1· καὶ Μέσ., αἱ φλέβες κατατείνονται [[μέχρι]] τῆς κοιλίας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 3. 2) [[ἀγωνίζομαι]] [[ἐναντίον]] τινός, προσπαθῶ πάσῃ δυνάμει, εἶμαι [[ὁρμητικός]], Εὐρ. Ι. Α. 336, Πλάτ. Τίμ. 63C· ἰσχυρῶς κατ. Ξεν. Ἀν. 2. 5, 30, ἀντίθετ. τῷ [[χαλάω]], Πλάτ. Πολ. 329C· κ. ἡ [[ὀδύνη]] Ἱππ. Ἀγμ. 778· [[συχνάκις]] κατὰ μετοχ. ἀορ. [[μετὰ]] σημασ. ἐπιρρ., πάσῃ δυνάμει, μεθ’ ὅλης τῆς δυνάμεως, [[λέγω]] κατατείνας Πλάτ. Πολ. 358D, πρβλ. 367B· ὁ [[λέων]] τρέχει κατατείνας· τὸ δὲ [[δρόμημα]] συνεχῶς [[ὥσπερ]] κυνός ἐστι κατατεταμένον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 4· ὁ αὐτ. ὀλίγον ἀνωτέρω ἀντὶ τοῦ φεύγει κατατείνας εἶπε φεύγει [[ταχέως]]·― ᾤχετο κ. Λουκ. Λεξιφ. 3· ὄρνεις κατατείνασαι ἐκπτήσονται ὁ αὐτ. ἐν Κρον. 35.
|lstext='''κατατείνω''': μέλλ. -τενῶ: -ἀόρ. -τεινα: πρκμ. -τέτᾰκα. Τεντώνω πολὺ ἢ πρὸς τὰ πρὸς τὰ [[κάτω]], ἀγκύρας καθεῖναι, κατατεῖναι Πολυδ. Α΄, 103· [[ἕλκω]] ἰσχυρῶς, κατὰ δ’ [[ἡνία]] τεῖνεν [[ὀπίσσω]] Ἰλ. Γ. 261, 311· κ. χαλινοὺς Ἡρόδ. 4. 72· ([[οὕτως]] ἀπολ., ὁ [[ἡνίοχος]] κατατείνας δηλ. τὰς ἡνίας, προσπαθῶν νὰ ἀνακόψῃ τὴν ὁρμὴν τῶν ἵππων, Πλουτ. Ποπλικ. 13), καὶ μεταφρ., τὸν δῆμον δυσχεραίνοντα κατατείνων καὶ προσβιάζων ἐχειροῦτο, [[ἔνθα]] ὁ [[δῆμος]] παραβάλλεται πρὸς ἵππον ἀγριαίνοντα, ὁ δὲ Περ. ὡς [[ἡνίοχος]] κρατεῖ αὐτὸν δυνατὰ διὰ τῶν ἡνίων, Πλουτ. Περ. 15· κ. τὰ ὅπλα, τεντώνω τὰ καλῴδια. Ἡρόδ. 7. 36· τὰ [[νεῦρα]] εἰς τὸ [[ἐξόπισθεν]] κ. Πλάτ. Τίμ. 84Ε· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., Ἱππ. Ἀγμ. 755. 2) [[ἐκτείνω]] [[ὅπως]] τοποθετήσω ἐξηρθρωμένον [[ὀστοῦν]], [[αὐτόθι]] 762· οὕτω μῦς κατατεταμένος [[αὐτόθι]] 757. 3) [[ἐκτείνω]], τεντώνω, [[ὅπως]] βασανίσω, κατατεινόμενος ὑπὸ τῆς βασάνου προσωμολόγησε Δημ. 1172. 14· ὑπὸ τῶν παθῶν κατατείνεσθαι καί στρεβλοῦσθαι Δίων Χρυσ. 1. 551., πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. στρεβλούμενος· κατατείνεσθαι ἐπὶ κολάσεσι Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ.· ἐπὶ τροχοῦ Βασίλ.·- μεταφορ., κατέτεινέ με διηγούμενος Λιβάν. 4.629· κατατείνεσθαι ὑπὸ ποδάγρας Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 536Ε, πρβλ. Ἀνθ. ΙΙ. 11, 128, κτλ. 4) τεντώνω ἢ [[σύρω]] κατ’ εὐθεῖαν, κατέτεινε σχοινοτενέας ὑποδέξας διώρυχας, δηλ. τεντώσας σχοινία ἐσημείωσε τὰς κατασκευαστέας, Ἡρόδ. 1. 189· δολιχὸν κατατ. τοῦ λόγου, [[κάμνω]] μακρὸν λόγον, Πλάτ. Πρωτ. 329Α· κατατείνας ἐρῶ, μακρὸν λόγον διεξελεύσομαι, Φώτ.· φεύγουσι κατατείνοντες τὴν κέρκον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9· 44, 7.-Παθ., ἐκτείνομαι κατ’ εὐθεῖαν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 3, 11. 5) κρατῶ σφιγκτὰ ἢ τεντωμένον πρὸς τὰ [[κάτω]], Πλουτ. Λούκουλλ. 24, ἐν τῷ Παθ. 6) [[ἐκτείνω]] ἐπὶ τῆς γῆς, ἐξαπλώνω, [[κρημνίζω]], ὁ [[ἐλέφας]] κατ. ἐπὶ τῆς γῆς τοὺς φοίνικας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 30· κ. τινὰς ἐπὶ τοὔδαφος Πλουτ. Ποπλικ. 6, [[ἔνθα]] προσθέτει τὰς κεφαλὰς αὐτῶν ἀπέκοψαν·- Παθ., ἐκτείνομαι ἐπί τινα ἔκτασιν, εἰς γῆν Πλάτ. Τίμ. 58Ε· πρὸς γῆν [[αὐτόθι]] 92Α· ἐπὶ τῇ γῇ Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 15, 8. 7) μεταφ., [[ἐκτείνω]], θέτω εἰς ἐνέργειαν, κ. τὴν ῥώμην ὅλην Πολύβ. 22. 17, 7·- Παθ., τεντώνομαι, λόγοι κατατεινόμενοι, λόγοι θερμῆς ἔριδος, Εὐρ. Ἑκ. 132· [[ὡσαύτως]], κ. τῷ προσώπῳ, τεντώνω τοὺς μῦς τοῦ προσώπου μου, [[ἀγωνίζομαι]] μὲ ὅλην τὴν δύναμιν, Πλουτ. Ἀντών. 77· πρβλ. κατωτ. ΙΙ. 2. ΙΙ. ἀμετάβ., [[ἐκτείνω]] ἢ [[ἐντείνω]] ἐμαυτόν· [[ἐντεῦθεν]], 1) ἐκτείνομαι κατ’ εὐθεῖαν πρὸς…, [[φθάνω]] [[μέχρι]]…, Λατ. tenedre, ἐκ τῶν Ταυρικῶν οὐρέων ἐς την Μαιῶτιν λίμνην Ἡρόδ. 4. 3, πρβλ. 9. 15· κ. πρὸς ἑσπέρην ἐπὶ ποταμὸν Ἀγγίτην, ἐκτείνεται πρὸς δυσμὰς [[μέχρι]]…, ὁ αὐτ. 7. 113, πρβλ. 4, 19, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 7· ἀπολ., ἐκτείνομαι, [[κεῖμαι]] ἐκτεταμένος· [[ταύτῃ]] κ. Ἡρόδ. 8. 31· [[ἄχρι]] τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης κατατείνει Φίλων Β. Μ. 1· καὶ Μέσ., αἱ φλέβες κατατείνονται [[μέχρι]] τῆς κοιλίας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 3. 2) [[ἀγωνίζομαι]] [[ἐναντίον]] τινός, προσπαθῶ πάσῃ δυνάμει, εἶμαι [[ὁρμητικός]], Εὐρ. Ι. Α. 336, Πλάτ. Τίμ. 63C· ἰσχυρῶς κατ. Ξεν. Ἀν. 2. 5, 30, ἀντίθετ. τῷ [[χαλάω]], Πλάτ. Πολ. 329C· κ. ἡ [[ὀδύνη]] Ἱππ. Ἀγμ. 778· [[συχνάκις]] κατὰ μετοχ. ἀορ. μετὰ σημασ. ἐπιρρ., πάσῃ δυνάμει, μεθ’ ὅλης τῆς δυνάμεως, [[λέγω]] κατατείνας Πλάτ. Πολ. 358D, πρβλ. 367B· ὁ [[λέων]] τρέχει κατατείνας· τὸ δὲ [[δρόμημα]] συνεχῶς [[ὥσπερ]] κυνός ἐστι κατατεταμένον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 4· ὁ αὐτ. ὀλίγον ἀνωτέρω ἀντὶ τοῦ φεύγει κατατείνας εἶπε φεύγει [[ταχέως]]·― ᾤχετο κ. Λουκ. Λεξιφ. 3· ὄρνεις κατατείνασαι ἐκπτήσονται ὁ αὐτ. ἐν Κρον. 35.
}}
}}
{{bailly
{{bailly