Anonymous

κρωβύλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "ύ˘" to "ῠ́")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρωβύλος''': ῠ, (οὐχὶ κρώβυλος, ὡς [[συχνάκις]] ἐν τοῖς Ἀντιγράφ.), ὁ, [[πλέγμα]] τριχῶν ἀνηγμένον ἐπὶ τὴν κορυφὴν καὶ ἀποτελοῦν [[εἶδος]] κόμβου, ἐν χρήσει πρὸ τῶν χρόνων τοῦ Θουκυδ. ἐν Ἀθήναις, «οἱ πρεσβύτεροι... τῶν εὐδαιμόνων, διὰ τὸ ἁβροδίαιττον, οὐ πολὺς [[χρόνος]] [[ἐπειδὴ]] χιτῶνάς τε [[λινοῦς]] ἐπαύσαντο φοροῦντες, καὶ χρυσῶν τεττίγων ἐνέρσει κρωβύλον ἀναδούμενοι τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ τριχῶν» Θουκ. 1. 6, Ἀνθ. Π. 6. 155, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 980, Σφ. 1259, Ἀντιφ. ἐν «Παροιμιαζομένῳ» 2· ― ὅμοιον [[πλέγμα]] ἢ κτένισμα τῶν κορασίων ἐκαλεῖτο [[κόρυμβος]], Winckelm. Gesch. der Kunst. 5. 1, 14, Vorläufige Abhandl. 4. 66, [[μετὰ]] τῶν σημειώσεων· ― δικτυοειδές τι [[πλέγμα]] πρὸς συγκράτησιν τῆς [[κόμης]] ἐκαλεῖτο κρωβύλη, κατὰ τὸν Σέρβιον εἰς Αἰνειάδα 4. 138. 2) σκωπτικὸν ἐπώνυμον τοῦ ῥήτορος Ἠγησίππου, Αἰσχίν. 70. 16· περὶ τούτου ἴδε Thirlwall Hist. of Greece 6. σ. 20, n. ΙΙ. [[λόφος]] τριχῶν ἐπὶ περικεφαλαίας, Ξεν. Ἀν. 5. 4. 13.
|lstext='''κρωβύλος''': ῠ, (οὐχὶ κρώβυλος, ὡς [[συχνάκις]] ἐν τοῖς Ἀντιγράφ.), ὁ, [[πλέγμα]] τριχῶν ἀνηγμένον ἐπὶ τὴν κορυφὴν καὶ ἀποτελοῦν [[εἶδος]] κόμβου, ἐν χρήσει πρὸ τῶν χρόνων τοῦ Θουκυδ. ἐν Ἀθήναις, «οἱ πρεσβύτεροι... τῶν εὐδαιμόνων, διὰ τὸ ἁβροδίαιττον, οὐ πολὺς [[χρόνος]] [[ἐπειδὴ]] χιτῶνάς τε [[λινοῦς]] ἐπαύσαντο φοροῦντες, καὶ χρυσῶν τεττίγων ἐνέρσει κρωβύλον ἀναδούμενοι τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ τριχῶν» Θουκ. 1. 6, Ἀνθ. Π. 6. 155, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 980, Σφ. 1259, Ἀντιφ. ἐν «Παροιμιαζομένῳ» 2· ― ὅμοιον [[πλέγμα]] ἢ κτένισμα τῶν κορασίων ἐκαλεῖτο [[κόρυμβος]], Winckelm. Gesch. der Kunst. 5. 1, 14, Vorläufige Abhandl. 4. 66, μετὰ τῶν σημειώσεων· ― δικτυοειδές τι [[πλέγμα]] πρὸς συγκράτησιν τῆς [[κόμης]] ἐκαλεῖτο κρωβύλη, κατὰ τὸν Σέρβιον εἰς Αἰνειάδα 4. 138. 2) σκωπτικὸν ἐπώνυμον τοῦ ῥήτορος Ἠγησίππου, Αἰσχίν. 70. 16· περὶ τούτου ἴδε Thirlwall Hist. of Greece 6. σ. 20, n. ΙΙ. [[λόφος]] τριχῶν ἐπὶ περικεφαλαίας, Ξεν. Ἀν. 5. 4. 13.
}}
}}
{{bailly
{{bailly