Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κροτέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "<b class="b2"> ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to " $1")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κροτέω''': [[ποιητικός]] τις [[τύπος]] [[κορτέω]] μνημονεύεται ὑπὸ Ἡσύχ., [[ὅθεν]] ἀνακορτήσασα (ἀντὶ ἀνακροτ-) διορθοῦται ὑπὸ τοῦ Meineke ἔν τινι ἑξαμέτρῳ παρὰ Διογενιαν. 3. 97· ([[κρότος]]). Κάμνω νὰ κροτῇ τι, ἐπὶ ἵππων, ὄχεα κροτέοντες, σύροντες αὐτὰ [[μετὰ]] κρότου, Ἰλ. Ο. 453, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 234· πρβλ. [[κροταλίζω]] Ι. ΙΙ. κτυπῶ, πλήττω, [[κρούω]], λέβητας Ἡρόδ. 6. 58· γῆν θύρσῳ Εὐρ. Βάκχ. 188· τοῖς ἀγκῶσι τὰς πλευρὰς Δημ. 1259. 22· τινα Πλούτ. 2. 10D. ― Παθ., πλήττομαι ὑπὸ βροχῆς, Αἰλ. π. Ζ. 16. 17. 2) κτυπῶ τὰς χεῖράς μου εἰς [[σημεῖον]] ἐπικροτήσεως, κροτεῖν τὰς χεῖρας, τὼ χεῖρε, κροτεῖν τὰς χεῖρας, χειροκροτεῖν, Ἡρόδ. 2. 60, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 12· ἀπολ., κροτῶ τὰς χεῖρας, ἐπικροτῶ, ἐπιδοκιμάζω, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 9, 4, Δημ. 586. 21, κτλ.· καὶ μετ’ αἰτ., κρ. τινα Διογ. Λ. 7. 173. ― Παθ., ἐπικροτοῦμαι, [[ἐπιτυγχάνω]], Ἀριστ. Ποιητ. 18, 12, Πλάτ. Ἀξίοχ. 368D, κτλ.· παρὰ Ὁμήρῳ κεκρότηται τὰ σώφρονα συμπόσια, ἐπαινοῦνται, Ἀθήν. 182Α. β) [[ὡσαύτως]] εἰς [[σημεῖον]] ἀποδοκιμασίας, Πλούτ. 2. 533Α· ἴδε [[κρότος]] 2. β. 3) ἐπὶ χαλκέως, σφυρηλατῶ [[ὁμοῦ]] καὶ συνενῶ, ὡς τὸ [[συγκροτέω]], Λουκ. Λεξιφ. 9· ― μεταφ., κρ. λόγους Πλάτ. Ἀξ. 369Β· καὶ ἐν τῷ παθ., πλήττομαι, σφυρηλατοῦμαι, κεκρότηται χρυσέα κρηπὶς Πινδ. Ἀποσπ. 206, πρβλ. Λυκόφρ. 888· καὶ μεταφ. (ὡς τὸ [[κρότημα]]), ἐξ ἀπάτας κεκροταμένος, ἐσφυρηλατημένος, [[ὅλος]] [[ἀπάτη]], Θεόκρ. 15. 49· εὐθὺς τὸ [[πρᾶγμα]] κροτείσθω, ὡς τό: νὰ σφυρηλατῆται ὁ [[σίδηρος]] ἐνόσῳ [[εἶναι]] [[θερμός]], Ἀνθ. Π. 10. 20. 4) συγκροτῶ, συγκρούων κροτῶ, χαλκώματα Πλουτ. 2. 944Β· [[ὡσαύτως]], κρ. ὀστράκοις καὶ ψήφοις, [[ἐγείρω]] κρότον ἢ θόρυβον δι’ αὐτῶν [[ὅπως]] συνάξω [[σμῆνος]] μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 51· κ. κυμβάλοις Λουκ. Ἀλέξ. 9· καὶ σατυρικῶς, ἡ τοῖς ὀστράκοις κροτοῦσα Μοῦσ’ Εὐριπίδου Ἀριστοφ. Βάτρ. 1306, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 2. 11. 5) πλήττω τὴν κρόκην διὰ τῆς κερκίδος ἐν τῷ ὑφαίνειν, σινδόνες [[λίαν]] κεκροτημέναι, πυκνῶς ὑφασμέναι, «κρουσταί», Στράβ. 717.
|lstext='''κροτέω''': [[ποιητικός]] τις [[τύπος]] [[κορτέω]] μνημονεύεται ὑπὸ Ἡσύχ., [[ὅθεν]] ἀνακορτήσασα (ἀντὶ ἀνακροτ-) διορθοῦται ὑπὸ τοῦ Meineke ἔν τινι ἑξαμέτρῳ παρὰ Διογενιαν. 3. 97· ([[κρότος]]). Κάμνω νὰ κροτῇ τι, ἐπὶ ἵππων, ὄχεα κροτέοντες, σύροντες αὐτὰ μετὰ κρότου, Ἰλ. Ο. 453, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 234· πρβλ. [[κροταλίζω]] Ι. ΙΙ. κτυπῶ, πλήττω, [[κρούω]], λέβητας Ἡρόδ. 6. 58· γῆν θύρσῳ Εὐρ. Βάκχ. 188· τοῖς ἀγκῶσι τὰς πλευρὰς Δημ. 1259. 22· τινα Πλούτ. 2. 10D. ― Παθ., πλήττομαι ὑπὸ βροχῆς, Αἰλ. π. Ζ. 16. 17. 2) κτυπῶ τὰς χεῖράς μου εἰς [[σημεῖον]] ἐπικροτήσεως, κροτεῖν τὰς χεῖρας, τὼ χεῖρε, κροτεῖν τὰς χεῖρας, χειροκροτεῖν, Ἡρόδ. 2. 60, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 12· ἀπολ., κροτῶ τὰς χεῖρας, ἐπικροτῶ, ἐπιδοκιμάζω, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 9, 4, Δημ. 586. 21, κτλ.· καὶ μετ’ αἰτ., κρ. τινα Διογ. Λ. 7. 173. ― Παθ., ἐπικροτοῦμαι, [[ἐπιτυγχάνω]], Ἀριστ. Ποιητ. 18, 12, Πλάτ. Ἀξίοχ. 368D, κτλ.· παρὰ Ὁμήρῳ κεκρότηται τὰ σώφρονα συμπόσια, ἐπαινοῦνται, Ἀθήν. 182Α. β) [[ὡσαύτως]] εἰς [[σημεῖον]] ἀποδοκιμασίας, Πλούτ. 2. 533Α· ἴδε [[κρότος]] 2. β. 3) ἐπὶ χαλκέως, σφυρηλατῶ [[ὁμοῦ]] καὶ συνενῶ, ὡς τὸ [[συγκροτέω]], Λουκ. Λεξιφ. 9· ― μεταφ., κρ. λόγους Πλάτ. Ἀξ. 369Β· καὶ ἐν τῷ παθ., πλήττομαι, σφυρηλατοῦμαι, κεκρότηται χρυσέα κρηπὶς Πινδ. Ἀποσπ. 206, πρβλ. Λυκόφρ. 888· καὶ μεταφ. (ὡς τὸ [[κρότημα]]), ἐξ ἀπάτας κεκροταμένος, ἐσφυρηλατημένος, [[ὅλος]] [[ἀπάτη]], Θεόκρ. 15. 49· εὐθὺς τὸ [[πρᾶγμα]] κροτείσθω, ὡς τό: νὰ σφυρηλατῆται ὁ [[σίδηρος]] ἐνόσῳ [[εἶναι]] [[θερμός]], Ἀνθ. Π. 10. 20. 4) συγκροτῶ, συγκρούων κροτῶ, χαλκώματα Πλουτ. 2. 944Β· [[ὡσαύτως]], κρ. ὀστράκοις καὶ ψήφοις, [[ἐγείρω]] κρότον ἢ θόρυβον δι’ αὐτῶν [[ὅπως]] συνάξω [[σμῆνος]] μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 51· κ. κυμβάλοις Λουκ. Ἀλέξ. 9· καὶ σατυρικῶς, ἡ τοῖς ὀστράκοις κροτοῦσα Μοῦσ’ Εὐριπίδου Ἀριστοφ. Βάτρ. 1306, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 2. 11. 5) πλήττω τὴν κρόκην διὰ τῆς κερκίδος ἐν τῷ ὑφαίνειν, σινδόνες [[λίαν]] κεκροτημέναι, πυκνῶς ὑφασμέναι, «κρουσταί», Στράβ. 717.
}}
}}
{{bailly
{{bailly