Anonymous

κράζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κράζω''': (ἴδε κατωτ.): μέλλ. κεκράξομαι Εὔπολις ἐν «Αἰξὶ» 2, Ἀριστοφ. Ἱππ. 285, 487, Βάτρ. 258· [[μετέπειτα]] κράξω Ἀνθ. Π. 11. 141, Καιν. Διαθ.· ἀόρ. ἔκραξα Θεοφρ. π. Σημ. 4. 3, Ἀνθ. Π. 11. 211, Ἑβδ., κτλ., [[ὡσαύτως]] ἐκέκραξα Ἑβδ.: ἀόρ. βϳ, ἔκρᾱγον (ἀν-, ἐν-) Ἀντιφῶν 134. 29, Ἀριστοφ. Πλ. 428, κτλ.· ἐκέκρᾰγον Ἑβδ.· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ πρκμ. [[μετὰ]] σημασίας ἐνεστ. ([[διότι]] ὁ ἐνεστὼς [[εἶναι]] [[λίαν]] [[σπάνιος]], ἂν καὶ εὑρίσκεται ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 287, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23, Ποιητ. 22, 13), κέκρᾱγα, προστακτ. [[κέκραχθι]] Ἀριστοφ. Ἀχ. 335, Σφ. 198, πληθ. κεκράγετε [[αὐτόθι]] 415· ὑπερσ. ἐκεκράγειν Ἀριστοφ. Ἱππ. 674, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 10. (Ἐκ τῆς √ΚΡΑΓ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λ. κραυγή, κραυγάζω, ὀνοματοπ. ὡς τὸ [[κρώζω]]· πρβλ. Σανσκρ. kruś, krôc-as ([[κραυγή]])· Λατ. croc-ito· Γοτθ. hruk-jan (φωνεῖν, Ἀγγλ. to crow)· Ἀγγλ. croak, κτλ.) Ἀντὶ τοῦ κέκρᾱγε, ἔχομεν κέκρᾰγε ἐν Ἀνθ. Π. 5. 87· ἀνεκεκρᾰγει Νικήτ. Εὐγ. 6. 29. Ρῆμα ἀπαντῶν μεθ’ Ὅμηρον, [[κρώζω]], ἐπὶ τοῦ [[κόρακος]], (πρβλ. [[κρώζω]])· Θεόφρ. ἔνθ. ἀνωτ.· ἐπὶ βατράχων, κεκραξόμεσθα Ἀριστοφ. Βάτρ. 258, πρβλ. 265· [[καθόλου]] [[κραυγάζω]], φωνάζω δυνατὰ ἢ [[ὀξέως]], σὺ δ’ αὖ κέκραγας Αἰσχύλ. Πρ. 765· κεκραγὼς καὶ βοῶν Ἀριστοφ. Πλ. 722· κέκραγε πρὸς τοὺς οἰκέτας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 982· [[κέκραχθι]] Ἀχ. 335, Σφ. 198· μὴ κεκράγετε [[αὐτόθι]] 415· κραγὸν κεκράξεται, θὰ φωνάξῃ δυνατά, ὁ αὐτ. Ἱππ. 487 ([[εἶναι]] δὲ τὸ κραγὸν ἀόρ. βϳ ἐν χρήσει ἐπιρρηματικῶς, πρβλ. κλαγγόν)· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ., [[μέλος]] κέκραγα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 280· ποίου (δηλ. περὶ ποίου) κέκραγας ἀνδρὸς ὧδ’ ὑπέρφρονα; Σοφ. Αἴ. 1236· ― σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ., βοῶν... καὶ κεκραγώς, ὡς δεινὰ ποιῶ Δημ. 271. 11. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[κραυγάζω]], [[ἐγείρω]] κραυγὰς [[περί]] τινος πράγματος, Ἀριστοφ. Σφ. 103. κρᾰϳζω..
|lstext='''κράζω''': (ἴδε κατωτ.): μέλλ. κεκράξομαι Εὔπολις ἐν «Αἰξὶ» 2, Ἀριστοφ. Ἱππ. 285, 487, Βάτρ. 258· [[μετέπειτα]] κράξω Ἀνθ. Π. 11. 141, Καιν. Διαθ.· ἀόρ. ἔκραξα Θεοφρ. π. Σημ. 4. 3, Ἀνθ. Π. 11. 211, Ἑβδ., κτλ., [[ὡσαύτως]] ἐκέκραξα Ἑβδ.: ἀόρ. βϳ, ἔκρᾱγον (ἀν-, ἐν-) Ἀντιφῶν 134. 29, Ἀριστοφ. Πλ. 428, κτλ.· ἐκέκρᾰγον Ἑβδ.· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ πρκμ. μετὰ σημασίας ἐνεστ. ([[διότι]] ὁ ἐνεστὼς [[εἶναι]] [[λίαν]] [[σπάνιος]], ἂν καὶ εὑρίσκεται ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 287, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23, Ποιητ. 22, 13), κέκρᾱγα, προστακτ. [[κέκραχθι]] Ἀριστοφ. Ἀχ. 335, Σφ. 198, πληθ. κεκράγετε [[αὐτόθι]] 415· ὑπερσ. ἐκεκράγειν Ἀριστοφ. Ἱππ. 674, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 10. (Ἐκ τῆς √ΚΡΑΓ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λ. κραυγή, κραυγάζω, ὀνοματοπ. ὡς τὸ [[κρώζω]]· πρβλ. Σανσκρ. kruś, krôc-as ([[κραυγή]])· Λατ. croc-ito· Γοτθ. hruk-jan (φωνεῖν, Ἀγγλ. to crow)· Ἀγγλ. croak, κτλ.) Ἀντὶ τοῦ κέκρᾱγε, ἔχομεν κέκρᾰγε ἐν Ἀνθ. Π. 5. 87· ἀνεκεκρᾰγει Νικήτ. Εὐγ. 6. 29. Ρῆμα ἀπαντῶν μεθ’ Ὅμηρον, [[κρώζω]], ἐπὶ τοῦ [[κόρακος]], (πρβλ. [[κρώζω]])· Θεόφρ. ἔνθ. ἀνωτ.· ἐπὶ βατράχων, κεκραξόμεσθα Ἀριστοφ. Βάτρ. 258, πρβλ. 265· [[καθόλου]] [[κραυγάζω]], φωνάζω δυνατὰ ἢ [[ὀξέως]], σὺ δ’ αὖ κέκραγας Αἰσχύλ. Πρ. 765· κεκραγὼς καὶ βοῶν Ἀριστοφ. Πλ. 722· κέκραγε πρὸς τοὺς οἰκέτας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 982· [[κέκραχθι]] Ἀχ. 335, Σφ. 198· μὴ κεκράγετε [[αὐτόθι]] 415· κραγὸν κεκράξεται, θὰ φωνάξῃ δυνατά, ὁ αὐτ. Ἱππ. 487 ([[εἶναι]] δὲ τὸ κραγὸν ἀόρ. βϳ ἐν χρήσει ἐπιρρηματικῶς, πρβλ. κλαγγόν)· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., [[μέλος]] κέκραγα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 280· ποίου (δηλ. περὶ ποίου) κέκραγας ἀνδρὸς ὧδ’ ὑπέρφρονα; Σοφ. Αἴ. 1236· ― σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ., βοῶν... καὶ κεκραγώς, ὡς δεινὰ ποιῶ Δημ. 271. 11. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[κραυγάζω]], [[ἐγείρω]] κραυγὰς [[περί]] τινος πράγματος, Ἀριστοφ. Σφ. 103. κρᾰϳζω..
}}
}}
{{bailly
{{bailly