Anonymous

μέθη: Difference between revisions

From LSJ
12 bytes removed ,  20 April 2021
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μέθη''': ἡ, (ἴδε [[μέθυ]]) πολλή, ὑπερβολικὴ [[πόσις]] οἴνου, [[πολυποσία]], [[καλῶς]] ἔχω μέθης, εἶμαι ἀρκετὰ «πιωμένος», Ἡρόδ. 5. 20· ὑπερπλησθεὶς μέθης Σοφ. Ο. Τ. 779· μέθῃ βρεχθεὶς Εὐρ. Ἠλ. 326· ἐσφαλμένος ὑπὸ μέθης Πλάτ. Πολ. 396D· μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ ξυμποδίζειν τινὰ [[αὐτόθι]] 488C. II. ἡ ἐκ τῆς πολυποσίας [[κατάστασις]] τοῦ ἀνθρώπου, κοινῶς «μεθύσι», Ἀντιφῶν 127. 22· πίνειν εἰς μέθην Πλάτ. Νόμ. 775Β· χρῆσθαι μέθῃ [[αὐτόθι]] 674Α· διὰ μέθης ποιήσασθαι... τὴν συνουσίαν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 176Ε· κωμάζειν τινὶ [[μετὰ]] μέθης ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 637Α· [[τρεῖς]] εἶχε προφάσεις, ἔρωτα, μέθην, ἄγνοιαν Δημ. 526. 15· - ἐν τῷ πληθ., εὐωχίαι, συμπόσια [[μετὰ]] πολυποσίας, Πλάτ. Νόμ. 682Ε. ἐν μέθαις ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 246C. 2) μεταφορ., ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 639Β· [[ὡσαύτως]], [[ἐνθουσιασμός]], Strurz εἰς Ἐμπεδ. 46, πρβλ. Φίλωνα 1. 16.
|lstext='''μέθη''': ἡ, (ἴδε [[μέθυ]]) πολλή, ὑπερβολικὴ [[πόσις]] οἴνου, [[πολυποσία]], [[καλῶς]] ἔχω μέθης, εἶμαι ἀρκετὰ «πιωμένος», Ἡρόδ. 5. 20· ὑπερπλησθεὶς μέθης Σοφ. Ο. Τ. 779· μέθῃ βρεχθεὶς Εὐρ. Ἠλ. 326· ἐσφαλμένος ὑπὸ μέθης Πλάτ. Πολ. 396D· μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ ξυμποδίζειν τινὰ [[αὐτόθι]] 488C. II. ἡ ἐκ τῆς πολυποσίας [[κατάστασις]] τοῦ ἀνθρώπου, κοινῶς «μεθύσι», Ἀντιφῶν 127. 22· πίνειν εἰς μέθην Πλάτ. Νόμ. 775Β· χρῆσθαι μέθῃ [[αὐτόθι]] 674Α· διὰ μέθης ποιήσασθαι... τὴν συνουσίαν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 176Ε· κωμάζειν τινὶ μετὰ μέθης ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 637Α· [[τρεῖς]] εἶχε προφάσεις, ἔρωτα, μέθην, ἄγνοιαν Δημ. 526. 15· - ἐν τῷ πληθ., εὐωχίαι, συμπόσια μετὰ πολυποσίας, Πλάτ. Νόμ. 682Ε. ἐν μέθαις ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 246C. 2) μεταφορ., ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 639Β· [[ὡσαύτως]], [[ἐνθουσιασμός]], Strurz εἰς Ἐμπεδ. 46, πρβλ. Φίλωνα 1. 16.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μέθη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> крепкий напиток: σίτων καὶ μέθης [[πλησθείς]] Plat. сытый и пьяный;<br /><b class="num">2)</b> опьянение (μ. καὶ [[πολυοινία]] Plat.): πίνειν εἰς μέθην Plat. пить до опьянения; [[μετὰ]] μέθης Plat. в состоянии опьянения;<br /><b class="num">3)</b> остолбенение, оцепенение: ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου Plat. оцепенев от страха;<br /><b class="num">4)</b> попойка (κῶμοι καὶ μέθαι NT).
|elrutext='''μέθη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> крепкий напиток: σίτων καὶ μέθης [[πλησθείς]] Plat. сытый и пьяный;<br /><b class="num">2)</b> опьянение (μ. καὶ [[πολυοινία]] Plat.): πίνειν εἰς μέθην Plat. пить до опьянения; μετὰ μέθης Plat. в состоянии опьянения;<br /><b class="num">3)</b> остолбенение, оцепенение: ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου Plat. оцепенев от страха;<br /><b class="num">4)</b> попойка (κῶμοι καὶ μέθαι NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj