Anonymous

καρτερέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καρτερέω''': μέλλ. -ήσω, [[ὑπομένω]] γενναίως καὶ εὐσταθῶς, [[βούλομαι]] δέ σου κλύειν πότερα δέδοκταί σοι μένοντα καρτερεῖν ἢ [[πλεῖν]] μεθ’ ἡμῶν Σοφ. Φιλ. 1274, κτλ. ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν Εὐρ. Ἄλκ. 1078, πρβλ. Θουκ. 7. 64· κ. [[μάχη]] Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 837· κ. παίδων ἐλπίδι Θουκ. 2. 44: - συχνὸν [[μετὰ]] προθ., [[ἀντέχω]] εἴς τι, μαλακὸς δὲ καρτερεῖν πρὸς ἡδονάς τε καὶ λύπας Πλάτ. Πολ. 556Β· πρὸς λιμόν τε και [[ῥῖγος]] Ξεν. Κύρ. 2. 3, 13· ἐπὶ τοῖς παροῦσι Ἰσοκρ. 125D, πρβλ. Πλάτ. Λάχ. 194Α· [[ἀλλά]], καρτερῶ ἐν ταῖς ἡδοναῖς, εἶμαι [[μέτριος]] εἰς, δὲν νικῶμαι ὑπ’ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν. Νόμ. 635C· ἐν πολέμῳ ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 193Α· [[ὡσαύτως]], κ. ἀπὸ τοῦ ὕπνου, [[ἀντέχω]] κατ’ [[αὐτοῦ]], ἀγρυπνῶ, Αἰλ. π. Ζ. 13. 13· [[μετὰ]] μετοχ., [[ἐπιμένω]], [[ἐμμένω]] εἰς τὸ πράττειν τι, οἱ δ’ ἐκαρτέρουν πρὸς [[κῦμα]] λακτίζοντες Εὐρ. Ι. Τ. 1395· εἴ τις καρτερεῖ ἀναλίσκων [[ἀργύριον]] φρονίμως Πλάτ. Λάχ. 192Ε· ἀκούων Αἰσχίν. 88. 19· πρβλ. [[ἀποκαρτερέω]]· -τὰ δείν’ ἐκαρτέρουν, [[ἤμην]] παραδόξως [[ἰσχυρογνώμων]], [[ἐπίμονος]], Σοφ. Αἴ. 650. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ. [[ὑποφέρω]] μεθ’ ὑπομονῆς, [[ὑπομένω]], τά δ’ ἀδύνατ’ ἡμῖν καρτερεῖν οὐ ῥᾴδιον Εὐρ. Ι. Α. 1370· κ. θεοῦ δόσιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1071· τῷ σώματι τὰ συντυγχάνοντα Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 7· πολλὴν κακοπάθειαν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 6, 5:- Παθ., κεκαρτέρηται τἀμά, δι’ ἐμὲ τὸ καρτερεῖν ἐτελείωσε πλέον, ὡς [[ἀπάντησις]] εἰς τὴν παρακέλευσιν ἀλλὰ καρτέρει, Εὐρ. Ἱππ. 1457. - Παρ’ Ἡσύχ., οὐ καρτεριάδδει· οὐ [[φρόνιμος]] εἶ, πιθανῶς διορθωτέον εἰς οὐ καρτερίδδει (Λακ. ἀντὶ καρτερίζει)· ἀλλ’ ὁ Schmidt ἐξέδωκεν: «οὐ καρτερεῖ· ἀηδεῖ. οὐ [[φρόνιμος]] εἶ».
|lstext='''καρτερέω''': μέλλ. -ήσω, [[ὑπομένω]] γενναίως καὶ εὐσταθῶς, [[βούλομαι]] δέ σου κλύειν πότερα δέδοκταί σοι μένοντα καρτερεῖν ἢ [[πλεῖν]] μεθ’ ἡμῶν Σοφ. Φιλ. 1274, κτλ. ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν Εὐρ. Ἄλκ. 1078, πρβλ. Θουκ. 7. 64· κ. [[μάχη]] Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 837· κ. παίδων ἐλπίδι Θουκ. 2. 44: - συχνὸν μετὰ προθ., [[ἀντέχω]] εἴς τι, μαλακὸς δὲ καρτερεῖν πρὸς ἡδονάς τε καὶ λύπας Πλάτ. Πολ. 556Β· πρὸς λιμόν τε και [[ῥῖγος]] Ξεν. Κύρ. 2. 3, 13· ἐπὶ τοῖς παροῦσι Ἰσοκρ. 125D, πρβλ. Πλάτ. Λάχ. 194Α· [[ἀλλά]], καρτερῶ ἐν ταῖς ἡδοναῖς, εἶμαι [[μέτριος]] εἰς, δὲν νικῶμαι ὑπ’ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν. Νόμ. 635C· ἐν πολέμῳ ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 193Α· [[ὡσαύτως]], κ. ἀπὸ τοῦ ὕπνου, [[ἀντέχω]] κατ’ [[αὐτοῦ]], ἀγρυπνῶ, Αἰλ. π. Ζ. 13. 13· μετὰ μετοχ., [[ἐπιμένω]], [[ἐμμένω]] εἰς τὸ πράττειν τι, οἱ δ’ ἐκαρτέρουν πρὸς [[κῦμα]] λακτίζοντες Εὐρ. Ι. Τ. 1395· εἴ τις καρτερεῖ ἀναλίσκων [[ἀργύριον]] φρονίμως Πλάτ. Λάχ. 192Ε· ἀκούων Αἰσχίν. 88. 19· πρβλ. [[ἀποκαρτερέω]]· -τὰ δείν’ ἐκαρτέρουν, [[ἤμην]] παραδόξως [[ἰσχυρογνώμων]], [[ἐπίμονος]], Σοφ. Αἴ. 650. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ. [[ὑποφέρω]] μεθ’ ὑπομονῆς, [[ὑπομένω]], τά δ’ ἀδύνατ’ ἡμῖν καρτερεῖν οὐ ῥᾴδιον Εὐρ. Ι. Α. 1370· κ. θεοῦ δόσιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1071· τῷ σώματι τὰ συντυγχάνοντα Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 7· πολλὴν κακοπάθειαν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 6, 5:- Παθ., κεκαρτέρηται τἀμά, δι’ ἐμὲ τὸ καρτερεῖν ἐτελείωσε πλέον, ὡς [[ἀπάντησις]] εἰς τὴν παρακέλευσιν ἀλλὰ καρτέρει, Εὐρ. Ἱππ. 1457. - Παρ’ Ἡσύχ., οὐ καρτεριάδδει· οὐ [[φρόνιμος]] εἶ, πιθανῶς διορθωτέον εἰς οὐ καρτερίδδει (Λακ. ἀντὶ καρτερίζει)· ἀλλ’ ὁ Schmidt ἐξέδωκεν: «οὐ καρτερεῖ· ἀηδεῖ. οὐ [[φρόνιμος]] εἶ».
}}
}}
{{bailly
{{bailly