Anonymous

λίπτομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
mNo edit summary
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λίπτομαι''': ἀποθ., [[μετὰ]] παθ. πρκμ. λέλιμμαι· ― ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, [[οὔτε]] [[μεῖον]] οὔτ’ ἴσον λελιμμένοι Αἰσχύλ. Θήβ. 355· ― [[μετὰ]] γεν., εἶμαι [[πρόθυμος]] [[πρός]] τι, ποθῶ τι, μάχης [[λελιμμένος]] [[αὐτόθι]] 380. ― Παρὰ μεταγεν. ποιητ. εὑρίσκομεν καὶ τὸ ἐνεργ. λίπτω ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 813, Νικ. Θ. 126, Λυκόφρ. 131. (Ἐκ τῆς √ΛΙΦ, πρβλ. λὶψ (ἡ), Σανσκρ. lubh, lubhyâmi (cupio), lôbh-as (cupiditas)· Λατ. lib-et, lub-et, lib-ido· Γοτθ. liubs ([[ἀγαπητός]])· Ἀρχ. Γερμ. liub-an (lieben, Ἀγγλ. lief)· Σλαυ. lyuby ([[ἀγάπη]]), lyubyti (φιλεῖν), κτλ.)
|lstext='''λίπτομαι''': ἀποθ., μετὰ παθ. πρκμ. λέλιμμαι· ― ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, [[οὔτε]] [[μεῖον]] οὔτ’ ἴσον λελιμμένοι Αἰσχύλ. Θήβ. 355· ― μετὰ γεν., εἶμαι [[πρόθυμος]] [[πρός]] τι, ποθῶ τι, μάχης [[λελιμμένος]] [[αὐτόθι]] 380. ― Παρὰ μεταγεν. ποιητ. εὑρίσκομεν καὶ τὸ ἐνεργ. λίπτω ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 813, Νικ. Θ. 126, Λυκόφρ. 131. (Ἐκ τῆς √ΛΙΦ, πρβλ. λὶψ (ἡ), Σανσκρ. lubh, lubhyâmi (cupio), lôbh-as (cupiditas)· Λατ. lib-et, lub-et, lib-ido· Γοτθ. liubs ([[ἀγαπητός]])· Ἀρχ. Γερμ. liub-an (lieben, Ἀγγλ. lief)· Σλαυ. lyuby ([[ἀγάπη]]), lyubyti (φιλεῖν), κτλ.)
}}
}}
{{lsm
{{lsm