Anonymous

μερίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μερίζω''': Δωρ. -ίσδω Βίων 15. 31· μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ Πλάτ. Παρμ. 131C· ἀόρ. μερίσαι Νικόμαχ. ἐν «Εἰλυθείᾳ» 1. 27, Δωρ. μετοχ. μερίξας Τίμ. Λοκρ. 99D· πρκμ. μεμέρικα Διον. Ἁλ. πρὸς Πομπ. 4· - Μέσ., μέλλ. -ίσομαι Ρήτορες (Walz) τ. 8, σ. 306. -ῐοῦμαι Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΔ΄, 18), ἀλλ’ ἐπὶ παθ. σημασ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 3· ἀόρ. ἐμερισάμην Ἰσαῖ., κτλ.· - πρκμ. μεμέρισμαι μὲ μέσ. σημασίαν) Δημ. 1149. 29. - Παθ., μέλλ. μερισθήσομαι Πλωτῖν.· ἀόρ. ἐμερίσθην Πλάτ., κτλ.· πρκμ. μεμέρισμαι Πλάτ., Δημ., κτλ.· ([[μερίς]]). Διαιρῶ, [[διανέμω]], Πλάτ. Παρμ. 131C· μ. τὸ ἄπειρον Ἀριστ. Φυσ. 3. 5, 5· μ. [[ἀρχήν]] τινα εἰς πλείους ὁ αὐτ. π. Πολιτικ. 6. 8, 7· καθ’ ἕκαστον [[εἶδος]] πολιτείας μ. [[αὐτόθι]] 5. 5, 4· ἐφ’ ἕκαστον μ. τὸ φίλον ὁ αὐτ. ἐν Μεγ. Ἠθ. 2. 16, 1· [[μερίζω]] τοὺς τόκους πρὸς τὸν πλοῦν, διαιρῶ τὸν τόκον κατ’ ἀναλογίαν τοῦ πλοῦ δηλ. πληρώνω [[μέρος]] μόνον τῶν χρημάτων, ἂν [[μέρος]] μόνον τοῦ πλοῦ ἐτελέσθη, Δημ. 1297. 21· κατὰ τόπους [[μερίζω]] τὰς ἀναγραφάς, διαιρῶ, τακτοποιῶ αὐτάς, Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 9. 2) ἀπολ., ἐπὶ δικαστῶν διῃρημένας ἐχόντων τὰς γνώμας, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 14. ΙΙ. Μέσ., μερίζομαί τι, «μοιράζομαί» τι μετ’ ἄλλων, Δείναρχ. 91. 22, Θεόκρ. 21. 31· τι μετά τινος Δημ. 913. 1· τὶ [[πρός]] τινα Ἡρῳδ. 3. 10· - [[λαμβάνω]] κατοχήν τινος, τι Δημ. 917. 19· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., ἠρόμην αὐτὸν πότερα μεμερισμένος εἴη πρὸς τὸν ἀδελφόν, ἐὰν εἶχε μοιρασθῇ (τὰ πράγματα) μὲ τὸν ἀδελφόν του, ὁ αὐτ. 1149. 21. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., [[λαμβάνω]] [[μερίδιον]] ἔκ τινος, Ἰσαῖ, 77. 14· [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἴ τι, τοῦ ἀδικήματος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 9, 13. ΙΙΙ. παθ., διαιροῦμαι, κατά [[μέρος]] Ξεν. Ἀν. 5. 1, 9· ἐς πολλὰ Ἱππ. 375. 43· εἰς ὁποσονοῦν [[πλῆθος]] Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 11· μ. πρὸς ἑκάστην διοίκησιν (ἐνν. αἱ πρόσοδοι), διανέμονται, [[αὐτόθι]] 6. 8, 6· ἐς πᾶσαν ἐμερίζοντο πεῖραν, ἔκαμνον πᾶσαν ἀπόπειραν, δοκιμάζοντες ἄλλοι μὲν τοῦτο τὸ [[μέσον]], ἄλλοι δὲ ἐκεῖνο, Ἀππ. Ἐμφύλ. 4, 78· πρβλ. Λουκ. Θεῶν Διαλ. 24. 1· μερίζεταί τι ἀπό τινος Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 8. 2) διασκορπίζομαι, Πλάτ. Τίμ. 56D· διασχίζομαι εἰς μέρη, Πολύβ. 8. 23, 9, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 1, Ἡρῳδ. 3. 10. 3) [[λογίζομαι]], θεωροῦμαι ὡς [[μέρος]], ἐν τῇ ἀρχῇ τινος μ. Δημ. 192. 1.
|lstext='''μερίζω''': Δωρ. -ίσδω Βίων 15. 31· μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ Πλάτ. Παρμ. 131C· ἀόρ. μερίσαι Νικόμαχ. ἐν «Εἰλυθείᾳ» 1. 27, Δωρ. μετοχ. μερίξας Τίμ. Λοκρ. 99D· πρκμ. μεμέρικα Διον. Ἁλ. πρὸς Πομπ. 4· - Μέσ., μέλλ. -ίσομαι Ρήτορες (Walz) τ. 8, σ. 306. -ῐοῦμαι Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΔ΄, 18), ἀλλ’ ἐπὶ παθ. σημασ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 3· ἀόρ. ἐμερισάμην Ἰσαῖ., κτλ.· - πρκμ. μεμέρισμαι μὲ μέσ. σημασίαν) Δημ. 1149. 29. - Παθ., μέλλ. μερισθήσομαι Πλωτῖν.· ἀόρ. ἐμερίσθην Πλάτ., κτλ.· πρκμ. μεμέρισμαι Πλάτ., Δημ., κτλ.· ([[μερίς]]). Διαιρῶ, [[διανέμω]], Πλάτ. Παρμ. 131C· μ. τὸ ἄπειρον Ἀριστ. Φυσ. 3. 5, 5· μ. [[ἀρχήν]] τινα εἰς πλείους ὁ αὐτ. π. Πολιτικ. 6. 8, 7· καθ’ ἕκαστον [[εἶδος]] πολιτείας μ. [[αὐτόθι]] 5. 5, 4· ἐφ’ ἕκαστον μ. τὸ φίλον ὁ αὐτ. ἐν Μεγ. Ἠθ. 2. 16, 1· [[μερίζω]] τοὺς τόκους πρὸς τὸν πλοῦν, διαιρῶ τὸν τόκον κατ’ ἀναλογίαν τοῦ πλοῦ δηλ. πληρώνω [[μέρος]] μόνον τῶν χρημάτων, ἂν [[μέρος]] μόνον τοῦ πλοῦ ἐτελέσθη, Δημ. 1297. 21· κατὰ τόπους [[μερίζω]] τὰς ἀναγραφάς, διαιρῶ, τακτοποιῶ αὐτάς, Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 9. 2) ἀπολ., ἐπὶ δικαστῶν διῃρημένας ἐχόντων τὰς γνώμας, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 14. ΙΙ. Μέσ., μερίζομαί τι, «μοιράζομαί» τι μετ’ ἄλλων, Δείναρχ. 91. 22, Θεόκρ. 21. 31· τι μετά τινος Δημ. 913. 1· τὶ [[πρός]] τινα Ἡρῳδ. 3. 10· - [[λαμβάνω]] κατοχήν τινος, τι Δημ. 917. 19· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., ἠρόμην αὐτὸν πότερα μεμερισμένος εἴη πρὸς τὸν ἀδελφόν, ἐὰν εἶχε μοιρασθῇ (τὰ πράγματα) μὲ τὸν ἀδελφόν του, ὁ αὐτ. 1149. 21. 2) μετὰ γεν. πράγμ., [[λαμβάνω]] [[μερίδιον]] ἔκ τινος, Ἰσαῖ, 77. 14· [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἴ τι, τοῦ ἀδικήματος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 9, 13. ΙΙΙ. παθ., διαιροῦμαι, κατά [[μέρος]] Ξεν. Ἀν. 5. 1, 9· ἐς πολλὰ Ἱππ. 375. 43· εἰς ὁποσονοῦν [[πλῆθος]] Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 11· μ. πρὸς ἑκάστην διοίκησιν (ἐνν. αἱ πρόσοδοι), διανέμονται, [[αὐτόθι]] 6. 8, 6· ἐς πᾶσαν ἐμερίζοντο πεῖραν, ἔκαμνον πᾶσαν ἀπόπειραν, δοκιμάζοντες ἄλλοι μὲν τοῦτο τὸ [[μέσον]], ἄλλοι δὲ ἐκεῖνο, Ἀππ. Ἐμφύλ. 4, 78· πρβλ. Λουκ. Θεῶν Διαλ. 24. 1· μερίζεταί τι ἀπό τινος Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 8. 2) διασκορπίζομαι, Πλάτ. Τίμ. 56D· διασχίζομαι εἰς μέρη, Πολύβ. 8. 23, 9, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 1, Ἡρῳδ. 3. 10. 3) [[λογίζομαι]], θεωροῦμαι ὡς [[μέρος]], ἐν τῇ ἀρχῇ τινος μ. Δημ. 192. 1.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM [[μερίζω]], Α δωρ. τ. [[μερίσδω]], Μ και ἱμερίζω)<br /><b>1.</b> [[χωρίζω]] [[κάτι]] σε μέρη (α. «οὐσίαν πιοῦσι τὸ ἄπειρον καὶ μερίζουσι», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «ἐὰν κατὰ [[μέρος]] μερισθέντες φυλάττωμεν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[διανέμω]], [[διαμοιράζω]]<br /><b>3.</b> [[κατανέμω]], [[κατατάσσω]], [[τακτοποιώ]] («[[κατά]] τόπους [[μερίζω]] τὰς ἀναγραφάς», Διον. Αλ.)<br /><b>4.</b> [[κατατέμνω]], [[αποκόπτω]], [[σχίζω]], [[κομματιάζω]] [[κάτι]] («μερίζειν πελέκει χεῑρα», Ι μέρ.)<br /><b>5.</b> <b>μαθημ.</b> [[κάνω]] [[διαίρεση]], [[διαιρώ]] σε μέρη ανάλογα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διεκδικώ]] («ἐμέριζαν τὴν νίκην»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «μερίζομαι εἰς [[πολλά]]» — μέ απασχολούν [[πολλά]], [[κάνω]] διάφορες σκέψεις<br />β) «μερίζομαι κατὰ νοῦν» — η [[σκέψη]] μου πλανιέται σε [[πολλά]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απονέμω]]<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[κάτι]], [[συμμετέχω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω στραμμένο το [[ενδιαφέρον]] μου σε [[πολλά]] πράγματα<br /><b>2.</b> [[κατανέμω]] τις ψυχικές ή σωματικές μου δυνάμεις σε [[κάτι]] («εὐχῇ καὶ βίβλῳ καὶ θήρᾳ [[μερίζω]] τὸν βίον», <b>Συνέσ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> α) [[παίρνω]] το [[μερίδιο]] που μού ανήκει<br />β) μοιράζομαι [[κάτι]] με κάποιον άλλον («μερισάμενος τὸ ἐμὸν [[χρυσίον]] [[μετὰ]] Φορμίωνος», <b>Δημοσθ.</b>)<br />γ) χωρίζομαι σε ομάδες, σε μερίδες πολιτικές ή άλλες («στασιάντες πρὸς σφᾱς ἐμερίσθησαν οἱ μὲν πρὸς Ἀριόβαζον, οἱ δὲ πρὸς τὴν Λαοδίκην», <b>Πολ.</b>)<br />δ) θεωρούμαι ότι [[ανήκω]] στη [[μερίδα]] κάποιου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐς πᾱσαν πεῑραν μερίζομαι» — [[κάνω]] [[κάθε]] [[απόπειρα]], [[δοκιμάζω]] [[καθετί]]<br />β) «[[μερίζω]] τινὰ τοῖς ποιηταῑς» — [[κατανέμω]], [[διαμοιράζω]] κάποιον ή τη ζωή κάποιου σε θέματα διαφόρων τραγωδιών τών ποιητών<br />γ) «[[μερίζω]] τοὺς τόκους πρὸς τὸν πλοῦν» — [[διαιρώ]] τον τόκο κατ' [[αναλογία]] του πλου, δηλ. [[πληρώνω]] [[μέρος]] τών χρημάτων ανάλογο [[προς]] το [[μέρος]] του πλου που εκτελέστηκε (<b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[μερίζω]] (<span style="color: red;"><</span><i>μερίδ</i>-<i>jω</i>) <span style="color: red;"><</span> [[μερίς]], -[[ίδος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]])].
|mltxt=(ΑM [[μερίζω]], Α δωρ. τ. [[μερίσδω]], Μ και ἱμερίζω)<br /><b>1.</b> [[χωρίζω]] [[κάτι]] σε μέρη (α. «οὐσίαν πιοῦσι τὸ ἄπειρον καὶ μερίζουσι», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «ἐὰν κατὰ [[μέρος]] μερισθέντες φυλάττωμεν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[διανέμω]], [[διαμοιράζω]]<br /><b>3.</b> [[κατανέμω]], [[κατατάσσω]], [[τακτοποιώ]] («[[κατά]] τόπους [[μερίζω]] τὰς ἀναγραφάς», Διον. Αλ.)<br /><b>4.</b> [[κατατέμνω]], [[αποκόπτω]], [[σχίζω]], [[κομματιάζω]] [[κάτι]] («μερίζειν πελέκει χεῑρα», Ι μέρ.)<br /><b>5.</b> <b>μαθημ.</b> [[κάνω]] [[διαίρεση]], [[διαιρώ]] σε μέρη ανάλογα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διεκδικώ]] («ἐμέριζαν τὴν νίκην»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «μερίζομαι εἰς [[πολλά]]» — μέ απασχολούν [[πολλά]], [[κάνω]] διάφορες σκέψεις<br />β) «μερίζομαι κατὰ νοῦν» — η [[σκέψη]] μου πλανιέται σε [[πολλά]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απονέμω]]<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[κάτι]], [[συμμετέχω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω στραμμένο το [[ενδιαφέρον]] μου σε [[πολλά]] πράγματα<br /><b>2.</b> [[κατανέμω]] τις ψυχικές ή σωματικές μου δυνάμεις σε [[κάτι]] («εὐχῇ καὶ βίβλῳ καὶ θήρᾳ [[μερίζω]] τὸν βίον», <b>Συνέσ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> α) [[παίρνω]] το [[μερίδιο]] που μού ανήκει<br />β) μοιράζομαι [[κάτι]] με κάποιον άλλον («μερισάμενος τὸ ἐμὸν [[χρυσίον]] μετὰ Φορμίωνος», <b>Δημοσθ.</b>)<br />γ) χωρίζομαι σε ομάδες, σε μερίδες πολιτικές ή άλλες («στασιάντες πρὸς σφᾱς ἐμερίσθησαν οἱ μὲν πρὸς Ἀριόβαζον, οἱ δὲ πρὸς τὴν Λαοδίκην», <b>Πολ.</b>)<br />δ) θεωρούμαι ότι [[ανήκω]] στη [[μερίδα]] κάποιου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐς πᾱσαν πεῑραν μερίζομαι» — [[κάνω]] [[κάθε]] [[απόπειρα]], [[δοκιμάζω]] [[καθετί]]<br />β) «[[μερίζω]] τινὰ τοῖς ποιηταῑς» — [[κατανέμω]], [[διαμοιράζω]] κάποιον ή τη ζωή κάποιου σε θέματα διαφόρων τραγωδιών τών ποιητών<br />γ) «[[μερίζω]] τοὺς τόκους πρὸς τὸν πλοῦν» — [[διαιρώ]] τον τόκο κατ' [[αναλογία]] του πλου, δηλ. [[πληρώνω]] [[μέρος]] τών χρημάτων ανάλογο [[προς]] το [[μέρος]] του πλου που εκτελέστηκε (<b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[μερίζω]] (<span style="color: red;"><</span><i>μερίδ</i>-<i>jω</i>) <span style="color: red;"><</span> [[μερίς]], -[[ίδος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm