Anonymous

κοῖλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "κοῑλο" to "κοῖλο")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κοῖλος''': η, ον: Αἰολ. κόϊλος, α, ον, Ἀνακρ. 9· ἢ κώϊλος Ἀλκαῖ. 15 (κατὰ τὸν Ahr.)· πρβλ. Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 13. 28, Ἡρῳδιαν. π. π. μον. λέξ. 21. 2, κτλ.· (ἴδε ἐν λέξ. [[κυέω]]). Κοῖλος, ἔχων κοιλότητα, παρ’ Ὁμήρ., τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθετ. πλοίων, κοῖλαι [[νῆες]], ― (παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]], [[κοίλη]] [[ναῦς]], ἡ [[κοιλία]], τὰ [[κάτω]] μέρη τοῦ πλοίου, τὸ «ἀμπάρι», Ἡρόδ. 8. 119, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6. 19, Δημ. 883. 21· [[οὕτως]], ἡ [[κοίλη]] μόνον, Θεόκρ. 22. 12, Ἀθήν 206C· τὰ κοῖλα Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 107)· οὕτω καὶ ὁ δούρειος [[ἵππος]] καλεῖται κ. [[λόχος]], κ. [[δόρυ]] Ὀδ. Δ. 277, Θ. 507· [[συχνάκις]] [[μετὰ]] τῆς συγγενοῦς ἐννοίας τοῦ εὐρυχώρου (ὡς [[ἴσως]] προκειμένου περὶ πλοίων), κ. [[σπέος]] Ὀδ. Μ. 93, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 23, Σοφ. Φιλ. 1081· κ. [[κάπετος]], ἐπὶ τάφου, Ἰλ. Ω. 797, πρβλ. Αἴ. 1165, Ἀντ. 1205. Εὐρ. Ἄλκ. 898· ἐπὶ φυτῶν ὄντων ἐντὸς κοίλων, κ.τ.τ., [[νάρθηξ]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 52· [[ἄχερδος]] Σοφ. Ο. Κ. 1597· [[κοίλη]] [[φλέψ]], ἴδε ἐν λέξ. [[φλέψ]]· [[σφόνδυλος]] κ. Πλάτ. Πολ. 616D· ― ἐπὶ ἀγγείων, ἀγγήια Ἡρόδ. 4. 2· κρατὴρ Σοφ. Ο. Κ. 1593· ζύγαστρον ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 692· κύλικος… κοῖλον [[κύτος]] Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 9, κτλ.· ― κ. ὑποδήματα, ἐξικνούμενα [[μέχρι]] τοῦ μέσου τῆς κνήμης, Αἰλ. π. Ζ. 6. 23· κ. δέμνια, ἐπὶ τῆς κλίνης κενῆς οὔσης, Σοφ. Τρ. 901· ― ἡ [[ἔννοια]] τοῦ κοῖλα κλῇθρα ἐν Ο. Τ. 1261 [[εἶναι]] προφανῶς ἡ αὐτὴ ὡς καὶ ἡ τοῦ κ. σταθμὰ θυράων ἐν Θεοκρ. 24. 15, ἀλλὰ τί [[εἶναι]] τοῦτο διαμένει ἀβέβαιον· ― κ. [[χείρ]], ἐπὶ ἐπαίτου (πρβλ. [[κοιλαίνω]]), Ἀνθ. Π. 12. 212· κ. [[ἱστίον]] Πολυδ. Α΄, 107· ― [[κοῖλος]] μήν, ἴδε ἐν λέξ. μήν. 2) ἐπὶ τόπων, κείμενος ἐν κοιλώματι ἢ σχηματίζων [[κοίλωμα]], [[κοίλη]] [[Λακεδαίμων]], ἡ κοιλὰς τῆς Λακεδαίμονος, Ὀδ. Δ. 1· κ. Θεσσαλία Ἡρόδ. 7. 129· κ. Ἄργος Σοφ. Ο. Κ. 378, 1387· Αὐλίδος κ. μυχοὶ Εὐρ. Ι. Α. 1600· ― [[οὕτως]] ὡς κύριον [[ὄνομα]], Κοίλη Συρία, ἡ [[χώρα]] ἡ μεταξὺ Λιβάνου καὶ Ἀντιλιβάνου, Πολύβ. 1. 3, 1, κτλ.· τὰ Κοῖλα τῆς Εὐβοίας, αἱ μεταξὺ Καφηρέως καὶ Γεραιστοῦ ἀκταί, Ἡρόδ. 8. 13· ἡ Κοίλη, ἡ κοιλὰς τοῦ Ἰλισοῦ, ἐν τῷ ΝΔ. μέρει τῶν Ἀθηνῶν, Ἡρόδ. 6. 103, Λεξικ. Γεωγρ. 1. σ. 263. β) κ. [[λιμήν]], ἐπὶ λιμένος κειμένου μεταξὺ ὑψηλῶν κρημνῶν, Ὀδ. Κ. 92· κ. [[αἰγιαλός]], [[κολπώδης]] ἀκτή, Χ. 385· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2. γ) κ. ὁδός, βαθεῖα ὁδός, Ἰλ. Ν. 419· κ. ἀγυιὰ Πινδ. Ο. 9. 51. δ) κ. [[ποταμός]], σχεδὸν κενὸς ὕδατος, Θουκ. 7. 84 (παρὰ Οὐεργιλίῳ cava flumina crescunt)· τοῦ ποταμοῦ κοίλου ῥυέντος Σωκράτ. παρ’ Ἀθην. 388Α, Αἰλ. π. Ζ. 14. 27· [[ἀλλά]], κ. [[ποταμός]], ἔχων βαθεῖαν κοίτην, 22. 20, 4. ε) τὰ κοῖλα καὶ τὰ [[δασέα]], αἱ φάραγγες αἱ κατάφυτοι μὲ δάση, Ἀριστοφ. Νεφ. 325. 3) κ. [[θάλασσα]], ἅλς, ἡ [[πλήρης]] κοιλοτήτων [[θάλασσα]] δηλ. τρικυμιώδης, Πολύβ. 1. 60, 6, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 595. 4) [[κοῖλος]] ἄργυρος καὶ [[χρυσός]], δηλ. σκεύη ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ, Θεοπόμπ. Ἱστ. παρὰ Λογγίν. 43. 2, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 25, Λουκ. Ἀλεκτρ. 24, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 68. 5) μεταφορ., ἐπὶ τῆς φωνῆς, βαθὺς καὶ [[ὑπόκωφος]], κόχλον ἑλὼν μυκάσατο κοῖλον Θεόκρ. 22. 75, (ἂν καὶ [[ἐνταῦθα]] τὸ κοῖλον δύναται νὰ συμφωνῇ πρὸς τὸ κόχλον)· φθέγγεσθαι κ. καὶ βαρὺ Λουκ. Νέρων 6, Φιλόστρ. 128, πρβλ. Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 24. κτλ.· πρβλ. [[κοιλοστομία]]. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., κοῖλον, τό, [[κοιλότης]], [[κοίλωμα]], Πλάτ. Φαίδων 109Β, κ. ἀλλ.· ἰδίως ὡς τὸ [[κοιλία]], ἐπὶ τῶν ἐν τῷ σώματι κοιλοτήτων, τὰ κ. γαστρὸς Εὐρ. Φοίν. 1411· τὰ κ. τῆς καρδίας, αἱ κοιλίαι αὐτῆς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 2, κἑξ.· τὸ κ. τῶν νεφρῶν [[αὐτόθι]] 17, 15· τὸ τῶν χειρῶν κ. Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 479Α· τὸ κ. τοῦ ποδὸς Ἱππ. 1153Η, κτλ.· παροιμ., τὸ κ. τοῦ ποδὸς δεῖξαι, τὰ νῦν: «δείχνω τὴ ῥάχιν μου», «ἐπὶ τῶν εἰς φυγὴν τρεπομένων» Ἡσύχ.· τὰ κ. τῶν ὀφθαλμῶν, τοῦ προσώπου Ἱππ. 642. 49., 566. 11· τὰ κοῖλα μόνον, αἱ κοιλότητες τῶν πλευρῶν, αἱ λαγόνες, ὡς τὸ [[κενεών]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 9. 2) ἐν τῷ κοίλῳ καὶ μυχῷ τοῦ λιμένος Θουκ. 7. 52. 3) τὰ κοῖλα, τὸ [[κοίλωμα]] τοῦ πλοίου, Τουρκ. τὸ «ἀμπάρι» (ἴδε ἐν ἀρχ.). 4) τὸ κ., τὸ [[ἔνδοθεν]] θεωρούμενον [[σχῆμα]] τῆς περιφερείας κύκλου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κυρτὸν (τὸ [[ἔξωθεν]] θεωρούμενον), Ἀριστ. Φυσ. 7. 13, 4, Ἠθικ. Νικ. 1. 13, 10, κ. ἀλλ.
|lstext='''κοῖλος''': η, ον: Αἰολ. κόϊλος, α, ον, Ἀνακρ. 9· ἢ κώϊλος Ἀλκαῖ. 15 (κατὰ τὸν Ahr.)· πρβλ. Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 13. 28, Ἡρῳδιαν. π. π. μον. λέξ. 21. 2, κτλ.· (ἴδε ἐν λέξ. [[κυέω]]). Κοῖλος, ἔχων κοιλότητα, παρ’ Ὁμήρ., τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθετ. πλοίων, κοῖλαι [[νῆες]], ― (παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]], [[κοίλη]] [[ναῦς]], ἡ [[κοιλία]], τὰ [[κάτω]] μέρη τοῦ πλοίου, τὸ «ἀμπάρι», Ἡρόδ. 8. 119, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6. 19, Δημ. 883. 21· [[οὕτως]], ἡ [[κοίλη]] μόνον, Θεόκρ. 22. 12, Ἀθήν 206C· τὰ κοῖλα Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 107)· οὕτω καὶ ὁ δούρειος [[ἵππος]] καλεῖται κ. [[λόχος]], κ. [[δόρυ]] Ὀδ. Δ. 277, Θ. 507· [[συχνάκις]] μετὰ τῆς συγγενοῦς ἐννοίας τοῦ εὐρυχώρου (ὡς [[ἴσως]] προκειμένου περὶ πλοίων), κ. [[σπέος]] Ὀδ. Μ. 93, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 23, Σοφ. Φιλ. 1081· κ. [[κάπετος]], ἐπὶ τάφου, Ἰλ. Ω. 797, πρβλ. Αἴ. 1165, Ἀντ. 1205. Εὐρ. Ἄλκ. 898· ἐπὶ φυτῶν ὄντων ἐντὸς κοίλων, κ.τ.τ., [[νάρθηξ]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 52· [[ἄχερδος]] Σοφ. Ο. Κ. 1597· [[κοίλη]] [[φλέψ]], ἴδε ἐν λέξ. [[φλέψ]]· [[σφόνδυλος]] κ. Πλάτ. Πολ. 616D· ― ἐπὶ ἀγγείων, ἀγγήια Ἡρόδ. 4. 2· κρατὴρ Σοφ. Ο. Κ. 1593· ζύγαστρον ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 692· κύλικος… κοῖλον [[κύτος]] Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 9, κτλ.· ― κ. ὑποδήματα, ἐξικνούμενα [[μέχρι]] τοῦ μέσου τῆς κνήμης, Αἰλ. π. Ζ. 6. 23· κ. δέμνια, ἐπὶ τῆς κλίνης κενῆς οὔσης, Σοφ. Τρ. 901· ― ἡ [[ἔννοια]] τοῦ κοῖλα κλῇθρα ἐν Ο. Τ. 1261 [[εἶναι]] προφανῶς ἡ αὐτὴ ὡς καὶ ἡ τοῦ κ. σταθμὰ θυράων ἐν Θεοκρ. 24. 15, ἀλλὰ τί [[εἶναι]] τοῦτο διαμένει ἀβέβαιον· ― κ. [[χείρ]], ἐπὶ ἐπαίτου (πρβλ. [[κοιλαίνω]]), Ἀνθ. Π. 12. 212· κ. [[ἱστίον]] Πολυδ. Α΄, 107· ― [[κοῖλος]] μήν, ἴδε ἐν λέξ. μήν. 2) ἐπὶ τόπων, κείμενος ἐν κοιλώματι ἢ σχηματίζων [[κοίλωμα]], [[κοίλη]] [[Λακεδαίμων]], ἡ κοιλὰς τῆς Λακεδαίμονος, Ὀδ. Δ. 1· κ. Θεσσαλία Ἡρόδ. 7. 129· κ. Ἄργος Σοφ. Ο. Κ. 378, 1387· Αὐλίδος κ. μυχοὶ Εὐρ. Ι. Α. 1600· ― [[οὕτως]] ὡς κύριον [[ὄνομα]], Κοίλη Συρία, ἡ [[χώρα]] ἡ μεταξὺ Λιβάνου καὶ Ἀντιλιβάνου, Πολύβ. 1. 3, 1, κτλ.· τὰ Κοῖλα τῆς Εὐβοίας, αἱ μεταξὺ Καφηρέως καὶ Γεραιστοῦ ἀκταί, Ἡρόδ. 8. 13· ἡ Κοίλη, ἡ κοιλὰς τοῦ Ἰλισοῦ, ἐν τῷ ΝΔ. μέρει τῶν Ἀθηνῶν, Ἡρόδ. 6. 103, Λεξικ. Γεωγρ. 1. σ. 263. β) κ. [[λιμήν]], ἐπὶ λιμένος κειμένου μεταξὺ ὑψηλῶν κρημνῶν, Ὀδ. Κ. 92· κ. [[αἰγιαλός]], [[κολπώδης]] ἀκτή, Χ. 385· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2. γ) κ. ὁδός, βαθεῖα ὁδός, Ἰλ. Ν. 419· κ. ἀγυιὰ Πινδ. Ο. 9. 51. δ) κ. [[ποταμός]], σχεδὸν κενὸς ὕδατος, Θουκ. 7. 84 (παρὰ Οὐεργιλίῳ cava flumina crescunt)· τοῦ ποταμοῦ κοίλου ῥυέντος Σωκράτ. παρ’ Ἀθην. 388Α, Αἰλ. π. Ζ. 14. 27· [[ἀλλά]], κ. [[ποταμός]], ἔχων βαθεῖαν κοίτην, 22. 20, 4. ε) τὰ κοῖλα καὶ τὰ [[δασέα]], αἱ φάραγγες αἱ κατάφυτοι μὲ δάση, Ἀριστοφ. Νεφ. 325. 3) κ. [[θάλασσα]], ἅλς, ἡ [[πλήρης]] κοιλοτήτων [[θάλασσα]] δηλ. τρικυμιώδης, Πολύβ. 1. 60, 6, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 595. 4) [[κοῖλος]] ἄργυρος καὶ [[χρυσός]], δηλ. σκεύη ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ, Θεοπόμπ. Ἱστ. παρὰ Λογγίν. 43. 2, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 25, Λουκ. Ἀλεκτρ. 24, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 68. 5) μεταφορ., ἐπὶ τῆς φωνῆς, βαθὺς καὶ [[ὑπόκωφος]], κόχλον ἑλὼν μυκάσατο κοῖλον Θεόκρ. 22. 75, (ἂν καὶ [[ἐνταῦθα]] τὸ κοῖλον δύναται νὰ συμφωνῇ πρὸς τὸ κόχλον)· φθέγγεσθαι κ. καὶ βαρὺ Λουκ. Νέρων 6, Φιλόστρ. 128, πρβλ. Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 24. κτλ.· πρβλ. [[κοιλοστομία]]. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., κοῖλον, τό, [[κοιλότης]], [[κοίλωμα]], Πλάτ. Φαίδων 109Β, κ. ἀλλ.· ἰδίως ὡς τὸ [[κοιλία]], ἐπὶ τῶν ἐν τῷ σώματι κοιλοτήτων, τὰ κ. γαστρὸς Εὐρ. Φοίν. 1411· τὰ κ. τῆς καρδίας, αἱ κοιλίαι αὐτῆς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 2, κἑξ.· τὸ κ. τῶν νεφρῶν [[αὐτόθι]] 17, 15· τὸ τῶν χειρῶν κ. Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 479Α· τὸ κ. τοῦ ποδὸς Ἱππ. 1153Η, κτλ.· παροιμ., τὸ κ. τοῦ ποδὸς δεῖξαι, τὰ νῦν: «δείχνω τὴ ῥάχιν μου», «ἐπὶ τῶν εἰς φυγὴν τρεπομένων» Ἡσύχ.· τὰ κ. τῶν ὀφθαλμῶν, τοῦ προσώπου Ἱππ. 642. 49., 566. 11· τὰ κοῖλα μόνον, αἱ κοιλότητες τῶν πλευρῶν, αἱ λαγόνες, ὡς τὸ [[κενεών]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 9. 2) ἐν τῷ κοίλῳ καὶ μυχῷ τοῦ λιμένος Θουκ. 7. 52. 3) τὰ κοῖλα, τὸ [[κοίλωμα]] τοῦ πλοίου, Τουρκ. τὸ «ἀμπάρι» (ἴδε ἐν ἀρχ.). 4) τὸ κ., τὸ [[ἔνδοθεν]] θεωρούμενον [[σχῆμα]] τῆς περιφερείας κύκλου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κυρτὸν (τὸ [[ἔξωθεν]] θεωρούμενον), Ἀριστ. Φυσ. 7. 13, 4, Ἠθικ. Νικ. 1. 13, 10, κ. ἀλλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly