3,273,735
edits
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κορώνη''': ἡ, (πρβλ. [[κόραξ]] ἐν τέλ.) τὸ Λατ. cornix (πρβλ. [[κόραξ]] = corvus), [[θαλασσία]] [[κορώνη]], μικρὸν [[εἶδος]] πτηνοῦ | |lstext='''κορώνη''': ἡ, (πρβλ. [[κόραξ]] ἐν τέλ.) τὸ Λατ. cornix (πρβλ. [[κόραξ]] = corvus), [[θαλασσία]] [[κορώνη]], μικρὸν [[εἶδος]] πτηνοῦ μετὰ ἐρυθρῶν ποδῶν καὶ ἐρυθροῦ ῥάμφους (πρβλ. [[κολοιός]]), Ὀδ. Μ. 418., Ξ 308· τανύγλωσσοί τε κορῶναι εἰνάλιαι Ε. 66· [[οὕτως]], ἐνάλιαι κ. Αἰλ. π. Ζ. 15. 23· ζῇ δὲ πλησίον τῆς θαλάσσης καὶ τρώγει τὰ ἐκβρασθέντα πτώματα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3· διακρινομένη ἀπὸ τοῦ λάρου καὶ τῆς [[αἰθυίας]] παρ’ Ἀρρ. ἐν Περίπλ. Εὐξ. σελ. 22, ἀλλὰ συγχέεται μετ’ αὐτῶν ὑπὸ τοῦ Σχολ. Ὀδ. Α. 441, Ε. 66. 2) πτηνόν τι ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ [[κόρακος]], «κουροῦνα», Corvus coroné, μή τοι ἐφεζομένη κρώζῃ [[λακέρυζα]] κ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 745· συκῆ πετραίη πολλὰς βόσκουσα κ. Ἀρχίλ. 44· ῥητῶς δὲ διακρίνεται ἀπὸ τοῦ κολοιοῦ ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφ. Ὄρν. 5 καὶ 7· μεταφορικ. ἐπὶ ἐχθροῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1051· ἡ δὲ [[μακροβιότης]] αὐτῆς ἦν [[παροιμιώδης]], πέντ’ ἀνδρῶν γενεὰς ζώει [[λακέρυζα]] κ. ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 609· πολιαὶ κ. [[αὐτόθι]] 967· κορώνην δευτέραν ἀναπλήσας, ζήσας δὶς πλήρη ζωὴν κορώνης, Βαβρ. 46 3· [[ὑπὲρ]] τὰς κορώνας βεβιωκὼς Πολυδ. Β΄, 16· ― [[κορώνη]] σκορπίον ἥρπασε, «[[παροιμία]] ἐπὶ τῶν δυσχερέσι καὶ βλαβεροῖς ἐπιχειρούντων» Ζηνοβίου Ἐπιτομ. ἐν Παροιμιογρ. IV. 60, Ἀνθ. Π. 12. 92, Ἡσύχ., Σουΐδ. [[Κατὰ]] τοὺς παλαιοὺς χρόνους ἐν τοῖς γάμοις μετὰ τὸν ὑμέναιον ᾖδον τὴν κορώνην, δηλ. ᾆσμα τῆς κορώνης, Αἰλ. π. Ζ. 3. 9, [[ἔνθα]] ἴδε Ἰακώψ. ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] ἀγκιστροειδές, κυρτὸν ἢ καμπύλον, ὡς τὸ [[ῥάμφος]] [[κόρακος]], (πρβλ. [[κόραξ]] ΙΙ). 1) [[ἐπίσπαστρον]] ἢ [[κοράκιον]] τῆς θύρας, οὗ ἐπιλαμβανόμενοι ἔκλειον αὐτὴν, θύρην δ’ ἐπέρυσε κορώνῃ ἀργυρέῃ Ὀδ. Α. 441, πρβλ. Φ. 46· χρυσέη δὲ [[κορώνη]] Η. 90, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 107, 111., Ι΄, 22. 2) τοῦ τόξου τὸ [[ἄκρον]] εἰς ὃ ἡ νευρὰ δέδεται, πᾶν δ’ εὖ λειήνας χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην Ἰλ. Δ. 111, πρβλ. Ὀδ. Φ. 138, 165· ― [[καθόλου]] [[ἄκρον]], Ἀρτεμίδ. 5. 65· ― μεταφ. (ἐκ τοῦ Ὁμηρ. χωρίου), χρυσῷ βίῳ χρυσῆν κορώνην ἐπιθεῖναι Λουκ. Περεγρ. 33· πρβλ. κορωνὶς ΙΙ. 2. 3) ἡ κυρτὴ [[πρύμνα]] πλοίου, Ἄρατ. 345· πρβλ. κορωνὶς Ι. 4) τὸ [[ἄκρον]] τοῦ ἱστοβοέως τοῦ ἀρότρου, εἰς ὃ ἐνηρμόζετο ἢ προσεδένετο ὁ [[ζυγός]], Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1318, Πολυδ. Α΄, 252· πρβλ. [[ἱστοβοεύς]]. 5) ἀπόφυσις ὀστοῦ εἰς ὀξὺ λήγουσα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794, Γαλην. 4. 330, 12. 261, κτλ. 6) [[εἶδος]] στεφάνου, Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |