3,277,286
edits
m (Text replacement - "prov." to "prov.") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κωμάζω''': μέλλ. -άσω, Πινδ. Ν. 9. 1· ἀλλὰ -άσομαι ὁ αὐτ. Π. 9. 156, Ἀνθ. Π. 5. 64. Λουκ.· ἀόρ. ἐκώμᾰσα, Τραγ., ποιητ. κώμ- Πινδ. Ν. 10. 65· πρκμ. κεκώμᾰκα Ἀνθ. Π. 5. 112· ― [[κωμάσδω]], μέλλ. -άξομαι Πινδ. Ι. 3 (4) 122· ἀόρ. προστ. κωμάξατε ὁ αὐτ. Ν. 2. 38· ([[κῶμος]]). Περιέρχομαι ἐν εὐθυμίᾳ, χορεύων καὶ ᾄδων, εὐθυμῶ, «[[κάμνω]] πατινάδα», Λατ. comissari, νέοι κώμαζον ὑπ’ αὐλοῦ Ἡσίοδ. Ἀσπ. Ἡρ. 281· κωμάζοντα μετ’ αὐλητῆρος ἀείδειν Θέογν. 1061, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 703, Εὐρ. Ἄλκ. 815, κτλ.· κ. | |lstext='''κωμάζω''': μέλλ. -άσω, Πινδ. Ν. 9. 1· ἀλλὰ -άσομαι ὁ αὐτ. Π. 9. 156, Ἀνθ. Π. 5. 64. Λουκ.· ἀόρ. ἐκώμᾰσα, Τραγ., ποιητ. κώμ- Πινδ. Ν. 10. 65· πρκμ. κεκώμᾰκα Ἀνθ. Π. 5. 112· ― [[κωμάσδω]], μέλλ. -άξομαι Πινδ. Ι. 3 (4) 122· ἀόρ. προστ. κωμάξατε ὁ αὐτ. Ν. 2. 38· ([[κῶμος]]). Περιέρχομαι ἐν εὐθυμίᾳ, χορεύων καὶ ᾄδων, εὐθυμῶ, «[[κάμνω]] πατινάδα», Λατ. comissari, νέοι κώμαζον ὑπ’ αὐλοῦ Ἡσίοδ. Ἀσπ. Ἡρ. 281· κωμάζοντα μετ’ αὐλητῆρος ἀείδειν Θέογν. 1061, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 703, Εὐρ. Ἄλκ. 815, κτλ.· κ. μετὰ μέθης Πλάτ. Νόμ. 637Α· κ. καὶ παιανίζειν Δημ. 321. 17· ὀρχούμενος καὶ κ. Θεόπομπ. παρ’ Ἀθην. 260Β· κ. μεθ’ ἡμέραν Λυσ. 142. 7· ― πορεύομαι ἐν πομπῇ ἑορταστικῇ, πανηγυρικῶς, κωμάσομεν παρ’ Ἀπόλλωνος Σικυώνοθε… ἐς Αἴτναν Πινδ. Ν. 9. 1· ὃς ἐν ταῖς πομπαῖς [[ἄνευ]] τοῦ προσώπου κ. Δημ. 433. 22· ἐπὶ τοῦ Ἀλεξάνδρου, καθ’ ὅλης τῆς ὑφηλίου κ. Ἱμερ. Ἐκλ. 2. 18. ΙΙ. παρὰ Πινδ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, τελῶ κῶμον εἰς τιμὴν τοῦ νικητοῦ ἐν τοῖς ἀγῶσι, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς τοὺς τοιούτους κώμους (ἴδε [[κῶμος]]), κ. σὺν ἑταίροις Πινδ. Ο. 9. 6, κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχου αἰτ., ἑορτὰν κ. ὁ αὐτ. ἐν Ν. 11. 36, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 180. 2) μετὰ δοτ. προσ., [[πλησιάζω]] τινὰ μετὰ κώμου, ᾄδω πρὸς τιμὴν [[αὐτοῦ]], Πινδ. Ι. 7 (6). 27· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. ἐν 9. 157· [[οὕτως]], ἡ [[Ἀφροδίτη]] κ. παρὰ τὸν Διόνυσον Πλουτ. Ἀντών. 26. 3) μετ’ αἰτ. προσ., τιμῶ, [[ἑορτάζω]] τινὰ μετὰ κώμου, ἐξυμνῶ, Πινδ. Ν. 10. 64, Ι. 4. 122 (3. 90)· κ. Δία Τιμοδήμῳ, [[ἑορτάζω]] τὸν Δία [[χάριν]] τοῦ Τιμ., ὁ αὐτ. Ν. 2. 38· πρβλ. [[χορεύω]]. ΙΙΙ. ἐμφανίζομαι [[ἐξαίφνης]] κατὰ τὸν τρόπον τῶν κωμαζόντων, μετὰ κώμου ἢ «πατινάδας», ἐπὶ ἐραστῶν, Ἀλκαῖ. 40· κ. ἐπὶ γυναῖκας Ἰσαῖ. 39. 24, πρβλ. Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 1. 4· κ. [[ποτὶ]] τὰν Ἀμαρυλλίδα Θεόκρ. 3. 1· εἰς αὐτὴν Ἀλκίφρων 1. 6, πρβλ. Ἀθήν. 574Ε, 348C· ― [[καθόλου]], [[ἐξαίφνης]] ἐμφανίζομαι, κ. εἰς τόπον Ἀνθ. Πλαν. 102· ἐπὶ κακοῦ, ἄτη ἐς πόλιν ἐκώμασεν Wernicke εἰς Τρυφ. 314· [[θρῆνος]] εἰς ὑμέναιον Ἀνθ. Π. 7. 186· ― παροιμ., ὗς ἐκώμασεν, ἐπὶ τῶν ἀκόσμως τι ποιούντων, Παροιμιογρ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |