Anonymous

λευκός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκός''': -ή, -όν, (√ΛΥΚ, *[[λύκη]], ὃ ἴδε, πρβλ. [[λεύσσω]])· -[[φωτεινός]], [[λαμπρός]], [[καθαρός]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μέλας]], ἐπὶ πάσης σημασίας, [[αἴγλη]] Ὀδ. Ζ. 45· [[λευκόν]]... [[ἠέλιος]] ὣς Ἰλ. Ξ. 185· οὕτω λ. [[φάος]] Σοφ. Αἴ. 709 (πρβλ. κατωτ. ΙΙ. 3)· αἰθὴρ Εὐρ. Ἀνδρ. 1228· καὶ ἐπὶ μεταλλικῶν ἐπιφανειῶν, [[λέβης]] Ἰλ. Ψ. 268· λ. [[γαλήνη]], [[μεγάλη]] [[γαλήνη]], παριστάνουσα λευκὴν τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης, Ὀδ. Κ. 94· ἀλλ’ ἐπὶ τοῦ ὕδατος [[καθόλου]], λαμπρόν, διαυγές, διαφανές, Ἰλ. Ψ. 282, Ὀδ. Ε. 70, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 24· λ. [[νᾶμα]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 573· λευκότατος ποταμῶν Καλλ. εἰς Δία 19. 2) μεταφ., [[καθαρός]], [[σαφής]], [[εὐκρινής]], [[διαυγής]], ἐπὶ τῆς φωνῆς, Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 13, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 6. 41· πρβλ. λαμπρὸς Ι. 2, σομφὸς ΙΙ· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ συγγραφέων, Ἀνθ. Π. 11. 347, πρβλ. Ἀθήν. 383Α· ἐνῷ [[τοὐναντίον]] παρὰ Στατίῳ 5. 3, 157: ὁ Λυκόφρων καλεῖται ater, δηλ. ὁ [[σκοτεινός]]· - παροιμ., λευκὸς [[Ἑρμῆς]], ὅτε [[ἀπατεών]] τις ἀνεκαλύπτετο, Παροιμιογρ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ. λευκότατα, σαφέστατα, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1. 2· - [[ἐντεῦθεν]] προέκυψεν, ΙΙ. ἡ κοινὴ [[ἔννοια]] τοῦ χρώματος, [[λευκός]], «ἄσπρος», [[λίαν]] συχνὸν παρ’ Ὁμ., [[ἀλλά]], ὡς ἅπαντα τὰ παρ’ Ἕλλησιν ὀνόματα χρωμάτων, [[λίαν]], ἀόριστον, ἀπὸ τοῦ καθαρῶς λευκοῦ χρώματος τῆς χιόνος (ἵπποι λευκότεροι χιόνος Ἰλ. Κ. 437), [[μέχρι]] τοῦ φαιοῦ χρώματος τοῦ κονιορτοῦ (Ἰλ. Ε. 503)· λ. [[γάλα]], κρῖ, ἄλφιτα, [[ἐλέφας]], ὀδόντες, ὀστέα, ἱστία, [[φᾶρος]], κτλ.· - λ. ἅρμα = λεύκιππον, Εὐρ. Φοίν. 172· λευκοὶ ἵπποι, ἐν χρήσει παρὰ τοῖς τυράννοις, ἴδε τὰ σχόλ. εἰς Δημ. Μειδ. 565. 27, πρβλ. [[λεύκιππος]]· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ λευκῆς ἢ φαιᾶς [[κόμης]], λ. [[κάρα]] Τυρταῖ. 10. 23· θρὶξ Σοφ. Ἀντ. 1093, πρβλ. [[λευκανθής]]· λ. [[γῆρας]] ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 625· λευκὰ γήρᾳ σώματα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 909, κτλ. β) ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης ἐπιδερμίδος, [[λευκός]], «ἄσπρος», [[ὡραῖος]], παρ’ Ὁμ., ὡς [[σημεῖον]] νεότητος καὶ καλλονῆς, Ἰλ. Λ. 573, Ὀδ. Ψ. 240· λευκοὺς δὲ θεῶν παῖδας [[εἶναι]] Πλάτ. Πολ. 474E· οὕτω καὶ παρὰ Τραγ., λευκὴ [[παρειά]], παρηὶς Σοφ. Ἀντ. 1239, Εὐρ. Μήδ. 923· [[σάρξ]], [[δέρη]] [[αὐτόθι]] 1189, Ι. Α. 875· ἀλλὰ [[συχνάκις]] [[μετὰ]] τῆς ἐννοίας τῆς γυμνότητος, ποὺς ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 665, 863· Ἴων 221, πρβλ. [[λευκόπους]], [[λευκόω]] ΙΙ. γ) βραδύτερον, «ἄσπρος», ὡς [[σημεῖον]] ἁβρᾶς διαίτης καὶ ἐκθηλύνσεως, ὡς τὸ ἐσκιατραφημένος, [[κατάλευκος]], [[ὠχρός]], μὴ ἔχων τὴν ἐπιδερμίδα μελαψὴν ἐκ τοῦ ἡλίου καὶ τοῦ ἀέρος, [[ὅθεν]] [[ὠχρός]], [[ἀσθενής]], [[γυναικώδης]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 191, Ἐκκλ. 428, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 19· παροιμ., λευκῶν ἀνδρῶν οὐδὲν [[ὄφελος]] Παροιμιογρ., πρβλ. [[λευκόπρωκτος]], [[λευκόχρως]], καὶ ἴδε [[μέλας]] Ι. δ) τὸ λευκαὶ φρένες παρὰ Πινδ. Π. 4. 194 ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. μαινόμεναι, ἐμμανεῖς, ἐμπαθεῖς, ἐξωργισμέναι, οὕτω δὲ καὶ ὁ Bökch· ὁ Dissen ἑρμηνεύει: ὠχραὶ ἐκ φθόνου, φθονεραί, ἐνῷ ὁ Ἕρμανν. νομίζει τὴν φράσιν ὡς ὁμοίαν τῷ Ὁμηρικῷ λευγαλέαι φρένες, (καὶ [[ἴσως]] ὑπῆρχε [[τύπος]] λευγός, ή, όν, [[ὅστις]] κατήντησε νὰ συγχέηται [[μετὰ]] τοῦ [[λευκός]]). 2) λ. [[χρυσός]], ὠχρὸς [[χρυσός]], δηλ. χρυσὸς συγκεκραμένος μετ’ ἀργύρου (πιθανῶς ταὐτὸν τῷ [[ἤλεκτρον]]), [[ἐναντίον]] τοῦ χρυσὸς [[ἄπεφθος]], Ἡρόδ. 1. 50. 3) [[ἐπειδὴ]] τὸ λευκὸν κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[μέλαν]] ἦτο [[σημεῖον]] χαρᾶς, λευκὸν [[ἦμαρ]] νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου, σημαίνει ἡμέραν χαρᾶς [[μετὰ]] νύκτα πένθους, Αἰσχύλ. Πέρσ. 301, πρβλ. Ἀγ. 668· ἀλλὰ λευκὴ [[ἡμέρα]], ὡς τὸ Λατ. candidus dies, creta notandus, τυχηρὰ [[ἡμέρα]], Σοφ. Ἀποσπ. 10a, πρβλ. Meineke Μένανδρ. 107, Κάτουλ. 8. 3· ἡ λ. [[ψῆφος]], ἡ ἀθῳωτικὴ [[ψῆφος]], Λουκ. Ἁρμον. 3. ΙΙΙ. [[λεύκη]], ἡ, καὶ [[λευκόν]], τό, ὡς τὸ οὐσιαστ., ἴδε τὰς λέξεις.
|lstext='''λευκός''': -ή, -όν, (√ΛΥΚ, *[[λύκη]], ὃ ἴδε, πρβλ. [[λεύσσω]])· -[[φωτεινός]], [[λαμπρός]], [[καθαρός]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μέλας]], ἐπὶ πάσης σημασίας, [[αἴγλη]] Ὀδ. Ζ. 45· [[λευκόν]]... [[ἠέλιος]] ὣς Ἰλ. Ξ. 185· οὕτω λ. [[φάος]] Σοφ. Αἴ. 709 (πρβλ. κατωτ. ΙΙ. 3)· αἰθὴρ Εὐρ. Ἀνδρ. 1228· καὶ ἐπὶ μεταλλικῶν ἐπιφανειῶν, [[λέβης]] Ἰλ. Ψ. 268· λ. [[γαλήνη]], [[μεγάλη]] [[γαλήνη]], παριστάνουσα λευκὴν τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης, Ὀδ. Κ. 94· ἀλλ’ ἐπὶ τοῦ ὕδατος [[καθόλου]], λαμπρόν, διαυγές, διαφανές, Ἰλ. Ψ. 282, Ὀδ. Ε. 70, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 24· λ. [[νᾶμα]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 573· λευκότατος ποταμῶν Καλλ. εἰς Δία 19. 2) μεταφ., [[καθαρός]], [[σαφής]], [[εὐκρινής]], [[διαυγής]], ἐπὶ τῆς φωνῆς, Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 13, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 6. 41· πρβλ. λαμπρὸς Ι. 2, σομφὸς ΙΙ· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ συγγραφέων, Ἀνθ. Π. 11. 347, πρβλ. Ἀθήν. 383Α· ἐνῷ [[τοὐναντίον]] παρὰ Στατίῳ 5. 3, 157: ὁ Λυκόφρων καλεῖται ater, δηλ. ὁ [[σκοτεινός]]· - παροιμ., λευκὸς [[Ἑρμῆς]], ὅτε [[ἀπατεών]] τις ἀνεκαλύπτετο, Παροιμιογρ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ. λευκότατα, σαφέστατα, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1. 2· - [[ἐντεῦθεν]] προέκυψεν, ΙΙ. ἡ κοινὴ [[ἔννοια]] τοῦ χρώματος, [[λευκός]], «ἄσπρος», [[λίαν]] συχνὸν παρ’ Ὁμ., [[ἀλλά]], ὡς ἅπαντα τὰ παρ’ Ἕλλησιν ὀνόματα χρωμάτων, [[λίαν]], ἀόριστον, ἀπὸ τοῦ καθαρῶς λευκοῦ χρώματος τῆς χιόνος (ἵπποι λευκότεροι χιόνος Ἰλ. Κ. 437), [[μέχρι]] τοῦ φαιοῦ χρώματος τοῦ κονιορτοῦ (Ἰλ. Ε. 503)· λ. [[γάλα]], κρῖ, ἄλφιτα, [[ἐλέφας]], ὀδόντες, ὀστέα, ἱστία, [[φᾶρος]], κτλ.· - λ. ἅρμα = λεύκιππον, Εὐρ. Φοίν. 172· λευκοὶ ἵπποι, ἐν χρήσει παρὰ τοῖς τυράννοις, ἴδε τὰ σχόλ. εἰς Δημ. Μειδ. 565. 27, πρβλ. [[λεύκιππος]]· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ λευκῆς ἢ φαιᾶς [[κόμης]], λ. [[κάρα]] Τυρταῖ. 10. 23· θρὶξ Σοφ. Ἀντ. 1093, πρβλ. [[λευκανθής]]· λ. [[γῆρας]] ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 625· λευκὰ γήρᾳ σώματα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 909, κτλ. β) ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης ἐπιδερμίδος, [[λευκός]], «ἄσπρος», [[ὡραῖος]], παρ’ Ὁμ., ὡς [[σημεῖον]] νεότητος καὶ καλλονῆς, Ἰλ. Λ. 573, Ὀδ. Ψ. 240· λευκοὺς δὲ θεῶν παῖδας [[εἶναι]] Πλάτ. Πολ. 474E· οὕτω καὶ παρὰ Τραγ., λευκὴ [[παρειά]], παρηὶς Σοφ. Ἀντ. 1239, Εὐρ. Μήδ. 923· [[σάρξ]], [[δέρη]] [[αὐτόθι]] 1189, Ι. Α. 875· ἀλλὰ [[συχνάκις]] μετὰ τῆς ἐννοίας τῆς γυμνότητος, ποὺς ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 665, 863· Ἴων 221, πρβλ. [[λευκόπους]], [[λευκόω]] ΙΙ. γ) βραδύτερον, «ἄσπρος», ὡς [[σημεῖον]] ἁβρᾶς διαίτης καὶ ἐκθηλύνσεως, ὡς τὸ ἐσκιατραφημένος, [[κατάλευκος]], [[ὠχρός]], μὴ ἔχων τὴν ἐπιδερμίδα μελαψὴν ἐκ τοῦ ἡλίου καὶ τοῦ ἀέρος, [[ὅθεν]] [[ὠχρός]], [[ἀσθενής]], [[γυναικώδης]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 191, Ἐκκλ. 428, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 19· παροιμ., λευκῶν ἀνδρῶν οὐδὲν [[ὄφελος]] Παροιμιογρ., πρβλ. [[λευκόπρωκτος]], [[λευκόχρως]], καὶ ἴδε [[μέλας]] Ι. δ) τὸ λευκαὶ φρένες παρὰ Πινδ. Π. 4. 194 ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. μαινόμεναι, ἐμμανεῖς, ἐμπαθεῖς, ἐξωργισμέναι, οὕτω δὲ καὶ ὁ Bökch· ὁ Dissen ἑρμηνεύει: ὠχραὶ ἐκ φθόνου, φθονεραί, ἐνῷ ὁ Ἕρμανν. νομίζει τὴν φράσιν ὡς ὁμοίαν τῷ Ὁμηρικῷ λευγαλέαι φρένες, (καὶ [[ἴσως]] ὑπῆρχε [[τύπος]] λευγός, ή, όν, [[ὅστις]] κατήντησε νὰ συγχέηται μετὰ τοῦ [[λευκός]]). 2) λ. [[χρυσός]], ὠχρὸς [[χρυσός]], δηλ. χρυσὸς συγκεκραμένος μετ’ ἀργύρου (πιθανῶς ταὐτὸν τῷ [[ἤλεκτρον]]), [[ἐναντίον]] τοῦ χρυσὸς [[ἄπεφθος]], Ἡρόδ. 1. 50. 3) [[ἐπειδὴ]] τὸ λευκὸν κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[μέλαν]] ἦτο [[σημεῖον]] χαρᾶς, λευκὸν [[ἦμαρ]] νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου, σημαίνει ἡμέραν χαρᾶς μετὰ νύκτα πένθους, Αἰσχύλ. Πέρσ. 301, πρβλ. Ἀγ. 668· ἀλλὰ λευκὴ [[ἡμέρα]], ὡς τὸ Λατ. candidus dies, creta notandus, τυχηρὰ [[ἡμέρα]], Σοφ. Ἀποσπ. 10a, πρβλ. Meineke Μένανδρ. 107, Κάτουλ. 8. 3· ἡ λ. [[ψῆφος]], ἡ ἀθῳωτικὴ [[ψῆφος]], Λουκ. Ἁρμον. 3. ΙΙΙ. [[λεύκη]], ἡ, καὶ [[λευκόν]], τό, ὡς τὸ οὐσιαστ., ἴδε τὰς λέξεις.
}}
}}
{{bailly
{{bailly