Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετοικέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετοικέω''': μέλλ. -ήσω, [[μεταβάλλω]], [[ἀλλάσσω]] κατοικίαν, [[μεταβαίνω]] εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]], μετ’ αἰτ. τόπου, Εὐρ. Ἱππ. 837· -[[μετὰ]] δοτ. τόπου, [[ἔρχομαι]] καὶ κατοικῶ εἴς τι [[μέρος]], Πινδ. Π. 9. 147. ΙΙ. ἀπολ., εἶμαι [[μέτοικος]], [[διαμένω]] ἐν ξένῃ πόλει, τοὺς μετοικοῦντας ξένους Εὐρ. Ἱκέτ. 892· ἀντίθετ. τῷ πολιτεύεσθαι, Λυσ. 122. 7· οὕτω, μετοικεῖν τῆσδε γῆς, μετοίκους [[εἶναι]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 609· μ. ἐν τῇ πόλει Λυσ. 102. 41, κτλ.· [[ταύτῃ]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1319· Ἀθήνησι Δημ. 1191, ἐν τέλ.· παρ’ ἑτέροις Ἰσοκρ. 425Β.
|lstext='''μετοικέω''': μέλλ. -ήσω, [[μεταβάλλω]], [[ἀλλάσσω]] κατοικίαν, [[μεταβαίνω]] εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]], μετ’ αἰτ. τόπου, Εὐρ. Ἱππ. 837· -μετὰ δοτ. τόπου, [[ἔρχομαι]] καὶ κατοικῶ εἴς τι [[μέρος]], Πινδ. Π. 9. 147. ΙΙ. ἀπολ., εἶμαι [[μέτοικος]], [[διαμένω]] ἐν ξένῃ πόλει, τοὺς μετοικοῦντας ξένους Εὐρ. Ἱκέτ. 892· ἀντίθετ. τῷ πολιτεύεσθαι, Λυσ. 122. 7· οὕτω, μετοικεῖν τῆσδε γῆς, μετοίκους [[εἶναι]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 609· μ. ἐν τῇ πόλει Λυσ. 102. 41, κτλ.· [[ταύτῃ]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1319· Ἀθήνησι Δημ. 1191, ἐν τέλ.· παρ’ ἑτέροις Ἰσοκρ. 425Β.
}}
}}
{{bailly
{{bailly