Anonymous

εἰσελαύνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσελαύνω''': Ἐπ. -ελάω: μέλλ. -ελάσω ᾰ, Ἀττ. -ελῶ. [[ἐλαύνω]] [[ἐντός]], ποιμὴν εἰσελάων τὴν ποίμνην Ὀδ. Κ. 83· ἵππους δ’ εἰσελάσαντες Ἰλ. Ο. 385· ἀλλ’ [[ὥσπερ]] ἐν ταῖς ἱπποδρομίαις, εἰς τὸν τοῦ πράγματος [[αὐτοῦ]] δρόμον εἰσελαύνεται, ἀναγκάζετε αὐτὸν νὰ μένῃ εἰς τὴν ὑπόθεσιν τοῦ λόγου [[αὐτοῦ]], χωρὶς δηλ. νὰ κάμνῃ παρεκβάσεις, Αἰσχίν, 25. 11., 83. 26. ΙΙ. [[ὡσεὶ]] ἀμετάβ., ἔνθ’ οἵγ’ εἰσέλασαν τὴν ναῦν, κατ’ ἐκεῖνο τὸ [[μέρος]] εἰσήλθον κωπηλατοῦντες, Ὀδ. Ν. 113· [[ἐπεὶ]] εἰσήλασεν εἰς τὴν πόλιν τὸν ἵππον, ὅτε εἰσῆλθεν [[ἔφιππος]] εἰς τὴν πόλιν..., Ξεν. Ἀν. 1. 2, 26, κτλ.· οὕτω μετ’ αἰτ. τόπου, νήσου λιμένα εἰσελάσαντες Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 672, πρβλ. 1267· - [[εἰσέρχομαι]] ἐν θριαμβευτικῇ πομπῇ, Πλουτ. Μάρκελλ. 8· οὕτω [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., εἰσελαύνειν θρίαμβον ὁ αὐτ. Μάρ. 12, Κάτων Νεώτ. 31.
|lstext='''εἰσελαύνω''': Ἐπ. -ελάω: μέλλ. -ελάσω ᾰ, Ἀττ. -ελῶ. [[ἐλαύνω]] [[ἐντός]], ποιμὴν εἰσελάων τὴν ποίμνην Ὀδ. Κ. 83· ἵππους δ’ εἰσελάσαντες Ἰλ. Ο. 385· ἀλλ’ [[ὥσπερ]] ἐν ταῖς ἱπποδρομίαις, εἰς τὸν τοῦ πράγματος [[αὐτοῦ]] δρόμον εἰσελαύνεται, ἀναγκάζετε αὐτὸν νὰ μένῃ εἰς τὴν ὑπόθεσιν τοῦ λόγου [[αὐτοῦ]], χωρὶς δηλ. νὰ κάμνῃ παρεκβάσεις, Αἰσχίν, 25. 11., 83. 26. ΙΙ. [[ὡσεὶ]] ἀμετάβ., ἔνθ’ οἵγ’ εἰσέλασαν τὴν ναῦν, κατ’ ἐκεῖνο τὸ [[μέρος]] εἰσήλθον κωπηλατοῦντες, Ὀδ. Ν. 113· [[ἐπεὶ]] εἰσήλασεν εἰς τὴν πόλιν τὸν ἵππον, ὅτε εἰσῆλθεν [[ἔφιππος]] εἰς τὴν πόλιν..., Ξεν. Ἀν. 1. 2, 26, κτλ.· οὕτω μετ’ αἰτ. τόπου, νήσου λιμένα εἰσελάσαντες Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 672, πρβλ. 1267· - [[εἰσέρχομαι]] ἐν θριαμβευτικῇ πομπῇ, Πλουτ. Μάρκελλ. 8· οὕτω μετὰ συστοίχ. αἰτ., εἰσελαύνειν θρίαμβον ὁ αὐτ. Μάρ. 12, Κάτων Νεώτ. 31.
}}
}}
{{bailly
{{bailly