μόγος: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
mNo edit summary
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μόγος''': -ου, ὁ, [[μόχθος]], [[κόπος]], ἱδρῶ θ’, ὃν ἵδρωσα μόγῳ Ἰλ. Δ. 27· ἀέθλους ἐξανύσαντα μόγῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 434. 2) [[ταλαιπωρία]], [[κακοπάθεια]], Λατ. labor, Σοφ. Ο. Κ. 1744· πρβλ. [[μόχθος]]. (Πρὸς τὰ [[μόγος]], [[μογέω]], [[μογερός]], πρβλ. [[μόγις]]· πρὸς τὸ [[μόλις]], πρβλ. Λατ. moles, molestus· - [[μόγος]], [[ὡσαύτως]] = [[μόχθος]], [[μετὰ]] παρεμβαλλομένου θ, πρβλ. [[ἄχος]], [[ἄχθος]]).
|lstext='''μόγος''': -ου, ὁ, [[μόχθος]], [[κόπος]], ἱδρῶ θ’, ὃν ἵδρωσα μόγῳ Ἰλ. Δ. 27· ἀέθλους ἐξανύσαντα μόγῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 434. 2) [[ταλαιπωρία]], [[κακοπάθεια]], Λατ. labor, Σοφ. Ο. Κ. 1744· πρβλ. [[μόχθος]]. (Πρὸς τὰ [[μόγος]], [[μογέω]], [[μογερός]], πρβλ. [[μόγις]]· πρὸς τὸ [[μόλις]], πρβλ. Λατ. moles, molestus· - [[μόγος]], [[ὡσαύτως]] = [[μόχθος]], μετὰ παρεμβαλλομένου θ, πρβλ. [[ἄχος]], [[ἄχθος]]).
}}
}}
{{bailly
{{bailly