3,274,313
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰθαίνω''': ([[πάθος]]) κινῶ εἰς [[πάθος]], Διον. Ἁλ. π. Θουκυδ. 23. ― Μέσ., [[αἰσθάνομαι]] [[πάθος]], συγκίνησιν, ἐξάπτομαι, [[πίπτω]] εἰς σφοδρὰν παθητικὴν κατάστασιν ἣν [[ἐκφράζω]] διὰ σχημάτων τοῦ προσώπου καὶ παντοίων χειρονομιῶν, ὡς οἱ ἠθοποιοὶ καὶ οἱ ῥήτορες, [[ὥστε]] παριστῶ τι | |lstext='''πᾰθαίνω''': ([[πάθος]]) κινῶ εἰς [[πάθος]], Διον. Ἁλ. π. Θουκυδ. 23. ― Μέσ., [[αἰσθάνομαι]] [[πάθος]], συγκίνησιν, ἐξάπτομαι, [[πίπτω]] εἰς σφοδρὰν παθητικὴν κατάστασιν ἣν [[ἐκφράζω]] διὰ σχημάτων τοῦ προσώπου καὶ παντοίων χειρονομιῶν, ὡς οἱ ἠθοποιοὶ καὶ οἱ ῥήτορες, [[ὥστε]] παριστῶ τι μετὰ πάθους καὶ συγκινήσεως, ὁ αὐτ. 3. 73· ἐπὶ ῥήτορος, ὁ αὐτ. π. Λυσ. 9, Πλούτ. 2. 447F, κλ.· ἐπὶ παντομίμου, Ἀνθ. Π. 5. 129· ἐπὶ μουσικοῦ, Πλούτ. 2. 713Α. 2) -[[πάσχω]], Ἀπόκρυφ. Πράξ. Ἀνδρ. καὶ Ματθ. 20. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παθαίνεσθαι· δεινοπαθεῖν», κατὰ δὲ Σουΐδ. «ἐπαθαίνετο, πάσχειν ᾤετο δεινά». | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |