3,273,446
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νύξ''': νυκτός, ἡ, (ἴδε ἐν τέλ.), [[καθόλου]] ἡ νύξ, ἡ ὥρα τῆς νυκτός, κοινῶς «νύχτα» (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἡμέραν) ἢ μία νύξ, «νυχτιά», [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., κτλ.· νυκτός, διὰ νυκτός, ἐν ὥρα νυκτός, κατὰ τὴν νύκτα, Λατ. noctu, ὡς ἐπίρρ., Ὀδ. Ν. 278, καὶ Ἀττ.· [[οὔτε]] ν. οὔτ’ ἐξ ἡμέρας Σοφ. Ἠλέκ. 780· νυκτὸς ἔτι, ἐν ᾧ ἦτο ἔτι νύξ, Ἡρόδ. 9. 10· (πρβλ. [[νύκτωρ]])· [[ὡσαύτως]], τῆς νυκτὸς Ἄλεξις ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1, ἐν «Μίδωνι» 1· ν. τῆσδε Σοφ. Αἴ. 21· ἄκρας ν., κατὰ τὴν βαθυτάτην σιγὴν τῆς νυκτός, [[αὐτόθι]] 285· καὶ ἐν τῷ πληθ., τῶν νυκτῶν, κατὰ τὰς νύκτας, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 668· - σπανίως, νυκτὶ Ἡρόδ. 7. 12· ν. [[τῇδε]] Σοφ. Ἠλ. 644· - νύκτα, καθ’ ὅλην τὴν νύκτα, νύκτα φυλάσσειν, ἀγρυπνεῖν καθ’ ὅλην τὴν μακρὰν νύκτα, Ἰλ. Κ. 312., Ὀδ. Ε. 466· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., νύκτας ἰαύειν Ἰλ. Ι. 235, Ὀδ. Ε. 154, κτλ.· δύω νύκτας, [[τρεῖς]] ν. Ε. 388, Ρ. 515· παρ’ Ἀττ., ὅλην τὴν ν. Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 44, Ἄμφις ἐν «Ἰαλέμῳ» 1. 4· τὴν νύχθ’ ὅλην Εὔβουλος ἐν «Ἀγκυλίωνι» κ. ἀλλ.· τὰς νύκτας Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 14· ὅλας γε καὶ πάσας τὰς ν. Ξεν. Συμπ. 4, 54· - [[ὡσαύτως]], νύκτας τε καὶ [[ἦμαρ]] Ἰλ. Ε. 490· νύκτας τε καὶ ἡμέρας Πλάτ. Θεαίτ. 151Α· [[οὔτε]] νύκτ’ οὔθ’ ἡμέραν Εὐρ. Βάκχ. 187· τὴν νύχθ’ ὅλην τὴν θ’ ἡμέραν Εὔβουλ. ἐν «Κέρκωψι» 2· - μέσαι νύκτες, μεσονύκτιον, Πλάτ. Πολ. 621Β· περὶ μέσας νύκτας Ξεν. Ἀν. 7. 8, 12 ([[οὐδέποτε]] μέσαι νύκτες)· ἐν μέσῳ νυκτῶν Heind. εἰς Πλάτ. Πρωτ. 310D. 2) [[συχνάκις]] καὶ | |lstext='''νύξ''': νυκτός, ἡ, (ἴδε ἐν τέλ.), [[καθόλου]] ἡ νύξ, ἡ ὥρα τῆς νυκτός, κοινῶς «νύχτα» (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἡμέραν) ἢ μία νύξ, «νυχτιά», [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., κτλ.· νυκτός, διὰ νυκτός, ἐν ὥρα νυκτός, κατὰ τὴν νύκτα, Λατ. noctu, ὡς ἐπίρρ., Ὀδ. Ν. 278, καὶ Ἀττ.· [[οὔτε]] ν. οὔτ’ ἐξ ἡμέρας Σοφ. Ἠλέκ. 780· νυκτὸς ἔτι, ἐν ᾧ ἦτο ἔτι νύξ, Ἡρόδ. 9. 10· (πρβλ. [[νύκτωρ]])· [[ὡσαύτως]], τῆς νυκτὸς Ἄλεξις ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1, ἐν «Μίδωνι» 1· ν. τῆσδε Σοφ. Αἴ. 21· ἄκρας ν., κατὰ τὴν βαθυτάτην σιγὴν τῆς νυκτός, [[αὐτόθι]] 285· καὶ ἐν τῷ πληθ., τῶν νυκτῶν, κατὰ τὰς νύκτας, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 668· - σπανίως, νυκτὶ Ἡρόδ. 7. 12· ν. [[τῇδε]] Σοφ. Ἠλ. 644· - νύκτα, καθ’ ὅλην τὴν νύκτα, νύκτα φυλάσσειν, ἀγρυπνεῖν καθ’ ὅλην τὴν μακρὰν νύκτα, Ἰλ. Κ. 312., Ὀδ. Ε. 466· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., νύκτας ἰαύειν Ἰλ. Ι. 235, Ὀδ. Ε. 154, κτλ.· δύω νύκτας, [[τρεῖς]] ν. Ε. 388, Ρ. 515· παρ’ Ἀττ., ὅλην τὴν ν. Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 44, Ἄμφις ἐν «Ἰαλέμῳ» 1. 4· τὴν νύχθ’ ὅλην Εὔβουλος ἐν «Ἀγκυλίωνι» κ. ἀλλ.· τὰς νύκτας Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 14· ὅλας γε καὶ πάσας τὰς ν. Ξεν. Συμπ. 4, 54· - [[ὡσαύτως]], νύκτας τε καὶ [[ἦμαρ]] Ἰλ. Ε. 490· νύκτας τε καὶ ἡμέρας Πλάτ. Θεαίτ. 151Α· [[οὔτε]] νύκτ’ οὔθ’ ἡμέραν Εὐρ. Βάκχ. 187· τὴν νύχθ’ ὅλην τὴν θ’ ἡμέραν Εὔβουλ. ἐν «Κέρκωψι» 2· - μέσαι νύκτες, μεσονύκτιον, Πλάτ. Πολ. 621Β· περὶ μέσας νύκτας Ξεν. Ἀν. 7. 8, 12 ([[οὐδέποτε]] μέσαι νύκτες)· ἐν μέσῳ νυκτῶν Heind. εἰς Πλάτ. Πρωτ. 310D. 2) [[συχνάκις]] καὶ μετὰ προσ., ἀνὰ νύκτα, κατὰ τὴν νύκτα, Ἰλ. Ξ. 80· ἀνὰ πᾶσαν ν., δι’ ὅλης τῆς νυκτός, Παυσ. 1. 32, 4· οὕτω, διὰ νύκτα Ὀδ. Τ. 66, κτλ.· - εἰς νύκτα, εἰς τὴν ν., πρὸς τὴν νύκτα, Ξεν. Κυν. 11, 4, Ἑλλ. 4. 6, 7· - κατὰ νύκτα Ἀριστοφ. Ἀπόσπασμ. 470· - ὑπὸ νύκτα, Λατ. sub noctem, Θουκ. 4. 67, Ξεν.· - μετὰ νύκτας, διὰ νυκτός, Πινδ. Ν. 6. 10· - διὰ νυκτός, διαρκούσης τῆς νυκτός, Πλάτ. Κριτί. 117Ε· - ἐκ νυκτὸς Ξεν. Κύρ. 1. 4, 2, κτλ.· ἐκ νυκτῶν Θέογν. 460, Αἰσχύλ. Χο. 288, Εὐρ. Ρῆσ. 13 καὶ 17· ἐκ νυκτὸς εἰς νύκτα Πλάτ. Ἀξίοχ. 368Β· - [[πόρρω]] τῶν νυκτῶν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 217D, Πρωτ. 310C· - ἐπὶ νυκτί, διὰ νυκτός, Ἰλ. Θ. 529· ἐφ’ ἡμέρῃ ἠδ’ ἐπὶ νυκτὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 102· - ἐν νυκτί, ἐν τῇ ν. Αἰσχύλ. Ἀγ. 653, Ξεν. Συμπ. 1. 9, κτλ.· ὀψίᾳ ἐν ν. Πινδ. Ι. 4. (3). 60· ἐν ν. τῇ νῦν Σοφ. Ἀντ. 16· νύκτεσσιν ἒν θ’ ἁμέραις Πινδ. Π. 4. 232. 3) ἐν τῷ πληθ., [[ὡσαύτως]] αἱ ὧραι ἢ φυλακαὶ τῆς νυκτός, [[αὐτόθι]] 4. 455, Heind. εἰς Πλάτ. Πρωτ. 310D. 4) Ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἑξῆς οἱ Ἕλληνες διῄρουν τὴν νύκτα εἰς [[τρεῖς]] φυλακάς, παρῴχωκεν δὲ [[πλέων]] νὺξ τῶν δύο μοιράων, τριτάτη δ’ ἔτι [[μοῖρα]] λέλειπται Ἰλ. Κ. 253· [[τρίχα]] νυκτὸς ἔην, ἀντὶ τρίτoν [[μέρος]] τῆς νυκτὸς ἦν, ἦτο ἡ τρίτη [[φυλακή]], δηλ. ἡ ἀμέσως πρὸ τῆς πρωΐας, Ὀδ. Μ. 312. ΙΙ. τὸ [[σκότος]] τῆς νυκτός, Ὅμ.· νυκτὶ καλύπτειν, καλύπτειν διὰ τοῦ σκότους τῆς νυκτός, Ἰλ. Ε. 23., Ν. 425. 2) ἡ νὺξ τοῦ θανάτου, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ.· ἀλλ’ αὐτὸ νὺξ [[Ἅιδης]] τε σῳζόντων [[κάτω]] Σοφ. Αἴ. 660· οὕτω καὶ ἡ νύξ, ὡς τὸ [[σκότος]], ἦν ἐν χρήσει πρὸς δήλωσιν παντὸς σκοτεινοῦ καὶ φοβεροῦ πράγματος· [[ἐντεῦθεν]] ὁ [[Ἀπόλλων]] ἐν τῇ ὀργῇ [[αὐτοῦ]] περιγράφεται ὡς νυκτὶ ἐοικώς, Ἰλ. Α. 47, πρβλ. Μ. 465, Ὀδ. Λ. 606· τάδε νυκτὶ ἐΐσκει, [[ταῦτα]] παρομοιάζει πρὸς τὴν νύκτα, δηλ. θεωρεῖ αὐτὰ ὡς σκοτεινὰ καὶ φοβερά, Υ. 362· - ἡ νὺξ ὡς εἰ ἐχθρὰ πρὸς τὸν ἄνθρωπον καλεῖται ὀλοή, Λ. 19· καὶ μνημονεύεται ὡς κακός τις [[δαίμων]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 17, Θεογ. 224, 757· (περὶ τοῦ ἐναντίου ἴδε [[φάος]] ΙΙ)· [[οὕτως]], ὀλεθρία ν., ἐπὶ [[μεγάλης]] τινὸς δυστυχίας, Σοφ. Ο. Κ. 1684· - ἀλλὰ τὸ ἐπίθετον ἀμβροσίη, καὶ πολλὰ χωρία παρ’ Ὁμ. δεικνύουσιν ὅτι αὐτὸς ἀνεγνώριζε τὴν ζωογόνον δύναμιν αὐτῆς. ΙΙΙ. Νὺξ ὡς κύρ. ὄνομ., ἡ θεὰ τῆς νυκτός, [[θυγάτηρ]] τοῦ Χάους, Ἰλ. Ξ. 78, 259, Ἡσ. Θ. 123, 211, 758, Ἔργ. κ. Ἡμ. 17. IV. τὸ νυκτερινὸν ἢ ἑσπερινὸν [[μέρος]] τοῦ ὁρίζοντος, οὐχὶ δηλ. τὸ βόρειον ἀλλὰ τὸ δυσμικόν, αἱ δυσμαί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἐν τῇ ἀνατολῇ ἐμφάνισιν τῆς ἡμέρας, Ἡσ. Θ. 275, πρβλ. 744, 748· - τὸ αὐτὸ καλεῖται [[ζόφος]] παρ’ Ὁμ. (Ἐκ τοῦ νύξ, νυκτός, παράγονται αἱ λέξεις [[νύκτωρ]], [[νύκτερος]], [[νυκτερινός]], [[νυκτερίς]], [[νύχιος]], κτλ.· πρβλ. τὸ Λατ. nox, noct-is, noct-u, noct-urnus, noct-ua· Σανσκρ. ni←-a· Γοτθ. naht-s· Ἀρχ. Σκανδ. nótt· Λιθ. nakt-is· Σλαυ. nost-i· - πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ nex, necis, [[νεκρός]], κτλ., ἥτις εὑρίσκεται ἐν τῇ Σανσκρ. na←, na←-âmi (intereo), πρβλ. ὀλοὴ νύξ, ἀνωτ. ΙΙ). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[νύξ]] (ἡ: νυκτός, -ί, -α; -ες, -εσσιν, -ας.) <br /> <b>1</b> [[night]] ὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον [[πῦρ]] [[ἅτε]] διαπρέπει νυκτί (O. 1.2) ἐκάλεσσε [[Ποσειδᾶν]]' εὐρυβίαν νυκτὸς [[ὑπαίθριος]] (O. 6.61) ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ (O. 6.101) κοιτάξατο νύκτ (O. 13.76) “νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν” (P. 4.115) ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ (I. 4.36) βληχροὶ δνοφερᾶς νυκτὸς ποταμοὶ fr. 130. 2. ν]υκτὶ βίας ὁδὸν[ (supp. Lobel: cf. (P. 4.115) ) fr. 169. 19. opp. to [[day]], ἴσαις δὲ νύκτεσσιν [[αἰεί]], ἴσαις δ' ἁμέραις (O. 2.61) ἀθρόαις [[πέντε]] νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις (P. 4.130) ἐκάλει νύκτας τε καὶ πόντου κελεύθους ἄματα τεὔφρονα (P. 4.195) θεῷ δὲ δυνατὸν μελαίνας ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι [[φάος]] fr. 108b. 2. τοῖσι λάμπει μὲν [[μένος]] ἀελίου τὰν [[ἐνθάδε]] νύκτα [[κάτω]] i. e. [[while]] it is [[night]] [[here]] on [[earth]] Θρ. 7. 2. pl., [[night]] hours, σπέρμ' ὄλβου δέξατο μοιρίδιον [[ἆμαρ]] ἢ νύκτες (v. Leumann, Hom. Wörter, 100) (P. 4.256) [[καίπερ]] ἐφαμερίαν [[οὐκ]] εἰδότες οὐδὲ | |sltr=[[νύξ]] (ἡ: νυκτός, -ί, -α; -ες, -εσσιν, -ας.) <br /> <b>1</b> [[night]] ὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον [[πῦρ]] [[ἅτε]] διαπρέπει νυκτί (O. 1.2) ἐκάλεσσε [[Ποσειδᾶν]]' εὐρυβίαν νυκτὸς [[ὑπαίθριος]] (O. 6.61) ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ (O. 6.101) κοιτάξατο νύκτ (O. 13.76) “νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν” (P. 4.115) ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ (I. 4.36) βληχροὶ δνοφερᾶς νυκτὸς ποταμοὶ fr. 130. 2. ν]υκτὶ βίας ὁδὸν[ (supp. Lobel: cf. (P. 4.115) ) fr. 169. 19. opp. to [[day]], ἴσαις δὲ νύκτεσσιν [[αἰεί]], ἴσαις δ' ἁμέραις (O. 2.61) ἀθρόαις [[πέντε]] νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις (P. 4.130) ἐκάλει νύκτας τε καὶ πόντου κελεύθους ἄματα τεὔφρονα (P. 4.195) θεῷ δὲ δυνατὸν μελαίνας ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι [[φάος]] fr. 108b. 2. τοῖσι λάμπει μὲν [[μένος]] ἀελίου τὰν [[ἐνθάδε]] νύκτα [[κάτω]] i. e. [[while]] it is [[night]] [[here]] on [[earth]] Θρ. 7. 2. pl., [[night]] hours, σπέρμ' ὄλβου δέξατο μοιρίδιον [[ἆμαρ]] ἢ νύκτες (v. Leumann, Hom. Wörter, 100) (P. 4.256) [[καίπερ]] ἐφαμερίαν [[οὐκ]] εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας [[ἄμμε]] [[πότμος]] ἅντιν' ἔγραψε [[δραμεῖν]] [[ποτὶ]] στάθμαν (v. Wil., 398̆{2}) (N. 6.6) frag. ]τα νυκτὸς ὕπ[ fr. 215b. col. 2. 21. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νύξ:''' νυκτός ἡ (дор. dat. pl. νύκτεσσιν)<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. ночь: νυκτί, νυκτός Hom., Her., νύκτα Her. etc., τῆς νυκτός Xen. etc., ἀνὰ или διὰ νύκτα Hom., ἐπὶ νυκτί Hes., διὰ (τῆς) νυκτός и ἐν νυκτί NT, | |elrutext='''νύξ:''' νυκτός ἡ (дор. dat. pl. νύκτεσσιν)<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. ночь: νυκτί, νυκτός Hom., Her., νύκτα Her. etc., τῆς νυκτός Xen. etc., ἀνὰ или διὰ νύκτα Hom., ἐπὶ νυκτί Hes., διὰ (τῆς) νυκτός и ἐν νυκτί NT, μετὰ νύκτας Pind. ночью, в течение ночи; εἰς (τὴν) νύκτα и κατὰ νύκτα Xen. с наступлением ночи; ἐκ νυκτὸς εἰς νύκτα Plat. от ночи до ночи, т. е. день-деньской; νύκτας τε καὶ [[ἦμαρ]] Hom., νύκτας τε καὶ ἡμέρας Plat. и ἐφ᾽ ἡμέρῃ ἠδ᾽ ἐπὶ νυκτί Hes. днем и ночью; [[πόρρω]] τῶν νυκτῶν Plat. поздняя ночь; μέσαι νύκτες Thuc. и ἐν μέσῳ νυκτῶν Plat., [[μέσης]] νυκτός и κατὰ [[μέσον]] τῆς νυκτός NT в полночь; [[ἦμος]] δὲ [[τρίχα]] νυκτὸς [[ἔην]] Hom. когда наступила (последняя) треть ночи, т. е. под утро; νυκτὶ [[ἐοικώς]] Hom. ночи подобный, т. е. гневный;<br /><b class="num">2)</b> тьма, мрак: νυκτὶ καλύπτειν Hom. окутать тьмой. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |