Anonymous

νοέω: Difference between revisions

From LSJ
20 bytes removed ,  20 April 2021
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νοέω''': μέλλ. -ήσω: ἀόρ. ἐνόησα, Ἐπικ. νόησα Ἰλ. Θ. 91· Ἰων. ἔνωσα (ἐν-) Ἡρόδ. 1. 86: πρκμ. νενόηκα, Ἰων. νένωκα (ἐπ-) ὁ αὐτ. 3. 6. ― Μέσ., Ἐπικ. ἀόρ. νοήσατο Ἰλ. Κ. 501 (πρβλ. [[προνοέω]]), Ἰων. μετοχ. [[νωσάμενος]] Θέογν. 1298, Θεόκρ. 25. 263, Καλλ., κλ. - Παθ. (κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς ἀποθ.): μέλλ. νοηθήσομαι Σέξτ. Ἐμπειρ. Π. 2. 175, κτλ.: ἀόρ. ἐνοήθην Πλάτ. Νόμ. 692C· Ἰων. ἐνώθην (ἐπ-) Ἡρόδ. 3. 122., 6. 115: πρκμ. νενόημαι, Ἰων. [[νένωμαι]] Ἀνακρ. 10, Ἡρόδ. 9. 53· γ΄ πληθ. ὑπερσ. [[ἐνένωτο]] (ἐν μέσ. σημασίᾳ), ὁ αὐτ. 1. 77. Τὰ σύνθετα [[μετὰ]] τῶν προθέσεων ἀπό, διά, ἐν, ἐπί, μετά, πρό [[εἶναι]] ἐν χρήσει [[ὡσαύτως]] [[κυρίως]] ὡς ἀποθ. - Οἱ προμνημονευθέντες Ἰων. τύποι, προέκυψαν ἐκ συναιρέσεως, ὡς τὰ βώσω, ἔβωσα (ἐκ τοῦ [[βοάω]]), ἴδε Δινδ. π. Διαλ. Ἡροδ. viii· ὁ Ἰων. πρκμ. νένωται μνημονεύεται καὶ ἐκ τοῦ Σοφ. (Ἀποσπ. 191)· καὶ προστ. νῶ = νόει, προὐτάθη ἀντὶ τοῦ νῷν ἐν τῆ Ἠλ. τοῦ [[αὐτοῦ]] 882 (ὡς κἀπιβῶ ἀντὶ κἀπιβόα ἐν Αἰσχ. Πέρσ. 1054)· [[μοναδικός]] τις [[τύπος]] νοῦνται μνημονεύεται ἐκ τοῦ Δημοκρ. ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 601. 27· (ἴδε ἐν λέξ. [[νόος]]). Παρατηρῶ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, (οἱ ἀρχαῖοι τὸ νοεῖν σωματικόν... ὑπολαμβάνουσιν Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 3, 2)· καί ῥ’ ὡς οὖν ἐνόησε θεᾶς περικαλλέα δειρὴν Ἰλ. Γ. 396· ἀλλ’ [[οὔπω]] τοίους ἵππους ἴδον οὐδ’ ἐνόησα Κ. 550· πληρέστερον, εἰ μὴ ἄρ’ ὀξὺ νόησε Διὸς [[θυγάτηρ]] [[Ἀφροδίτη]], «[[ὀξέως]] καὶ [[ταχέως]] ἐθεάσατο» (Σχόλ.), Γ. 374, κτλ., Ἡσιόδ. Θ. 838· καὶ ῥητῶς, ὀφθαλμοῖς καὶ ἐν ὀφθαλμοῖς νοεῖν Ἰλ. Ο. 422, Ω. 294 ἀλλ’ [[ὅμως]], 2) ἔτι καὶ ὁ Ὅμηρ. διακρίνει τὸ [[ἁπλῶς]] ὁρᾶν ἀπὸ τοῦ νοεῖν, [[ὅπερ]] ὑπονοεῖ ἀντίληψιν τοῦ νοῦ προερχομένην ἐκ τῆς ὁράσεως, π. χ., τὸν δὲ ἰδὼν ἐνόησε Ἰλ. Λ. 599· οὐκ ἴδεν οὐδ’ ἐνόησε Ὀδ. Ν. 318, Ἰλ. Κ. 550, Ω. 337, κτλ.· [[ὡσαύτως]], ἡ δ’ οὐκ ἀθρῆσαι δύνατ’ ἀντίη [[οὔτε]] νοῆσαι Ὀδ. Τ. 478 οὕτω, ἢ λάθετ’ ἢ οὐκ ἐνόησεν, ἢ δὲν ἔδωκε προσοχήν, Ἰλ. Ι. 537 (533), πρβλ. Ε. 665· - [[ἐντεῦθεν]] καὶ θυμῷ [[νοέω]] καὶ [[οἶδα]] ἕκαστα Ὀδ. Σ. 228· πρὸ ὃ τοῦ ἐνόησεν Ἰλ. Κ. 224· [[συχνάκις]] προστιθεμένης μετοχῆς, ὡς ἐνόησεν ἔμ’ ἥμενον Ὀδ. Κ. 375· ἐπὶ μέλλοντος συμβεβηκότος, [[νοέω]] κακὸν ὔμμιν ἐρχόμενον Υ. 367· μετ’ ἀπαρ., οὐκ ἐνόησα ἄψορρον καταβῆναι Λ. 62· ἑπόμενον τοῦ ὡς..., Χ. 32· πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 328Β· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[νωσάμενος]] Θέογν. 1298· νοούμενος Σοφ. Ο. Τ. 1487· τὰς ἰδέας νοεῖσθαι μὲν ὁρᾶσθαι δ’ οὒ Πλάτ. Πολ. 507Β. - Παθ., τὰ νοούμενα, τὰ νοητά, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ αἰσθητά, [[αὐτόθι]] 508C, πρβλ. 507Β· ἴδε [[νοητός]]. ΙΙ. νοῶ, [[καταλαμβάνω]], νοέεις δὲ καὶ αὐτὸς Ὀδ. Φ. 257, πρβλ. Δ. 148, κτλ· παρ’ Ὁμ. [[συχνάκις]] [[μετὰ]] τοῦ φρεσί, Ἰλ. Ο. 81· ἐν φρεσὶ Ὀδ. Γ. 62· [[μετὰ]] φρεσὶ Ἰλ. Υ. 310· κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμὸν Υ. 264, κτλ.· ἐπ’ ἀμφότερα ν., [[βλέπω]] πρὸς ἀμφότερα τὰ μέρη, Ἡρόδ. 8. 22· εἰπὲ δ’ ᾗ νοεῖς Σοφ. Τρ. 349, πρβλ. Ἠλ. 1435· - [[συχνάκις]] [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., οὐ γάρ τις νόον [[ἄλλος]] ἀμείνονα τοῦδε νοήσει Ἰλ. Ι. 104· οὕτω, πεπνυμένα ν., ἐσθλὰ ν., ἄλλα φρονῶ, ἄλλα [[σκέπτομαι]], ὁ αὐτ. 7. 168· [[καλῶς]] ν. Ξεν. Κυν. 1. 18· - μετοχ. νοέων, έουσα, ἐπιστάμενος, γινώσκων [[καλῶς]], καὶ αὐτῇ περ νοεούσῃ Ἰλ. Α. 577, Ὀδ. Ο. 170· ἐπαινέσσειε νοήσας, «δυνηθεὶς αὐτὴν τῷ νῷ θεωρῆσαι» (Πρόκλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 12· τὰ νοέων λέγει, ὅσα λέγει [[ἐσκεμμένως]], ὅσα ὑπισχνεῖται, Ἡρόδ. 8. 102· πρβλ. [[φρονέω]] IV. III. [[σκέπτομαι]], ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, τοῦτό γ’ ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησεν Ὀδ. Β. 122· ἔνθ’ αὖτ’ ἄλλ’ ἐνόησε θεὰ [[αὐτόθι]] 382, κτλ.· - ὡσάυτως, [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος, ἔχω σκοποὺς [[περί]] τινος, διανοοῦμαι, ἐσθλά τινι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 284· κακόν τινι Ἡρόδ. 3. 81· [[συχνάκις]] παρ’ Ἀττ. 2) μετ’ ἀπαρ. ἔχω κατὰ νοῦν, [[σκέπτομαι]] νὰ πράξω τι, οὐκ ἐνόησεν ἐξερύσαι [[δόρυ]] Ἰλ. Ε. 665· [[νοέω]] φρεσὶ τιμήσασθαι Χ. 235· [[νοέω]] δὲ καὶ αὐτὸς Ἕκτορά τοι λῦσαι Ω. 560· ἦ καὶ νοεῖς θάπτειν σφε; Σοφ. Ἀντ. 44, πρβλ. 770, Ἠλ. 389, κτλ.· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., μάστιγα... νοήσατο, χερσὶν ἑλέσθαι, ἐσκέφθη καθ’ ἑαυτὸν νὰ λάβῃ τὴν μάστιγα, Ἰλ. Κ. 501· [[ἐνένωτο]] στρατεύειν Ἡρόδ. 1. 77, πρβλ. 7. 206., 9. 53· [[ἐνθύμημα]] νενοημένον οὐκ ἀτόπως, ἐπινοηθέν, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 37. IV. [[νομίζω]] ἢ θεωρῶ τι τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, ὡς μηκέτ’ [[ὄντα]] κεῖνον... νόει Σοφ. Φιλ. 415· τόδε γὰρ νοῶ κράτιστον [[αὐτόθι]] 1176· οὕτω, θεὸν δὲ ποῖον εἰπέ μοι [[νοητέον]] Ποιητὴς παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 59, ἴδε Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 4. 67. V. ἐπὶ λέξεων, [[σημαίνω]] τοῦτο καὶ ἐκεῖνο· πυθοίμεθ’ ἂν τὸν χρησμὸν ὅ τι νοεῖ Ἀριστοφ. Πλ. 55, πρβλ. Νεφ. 1186, Πλάτ. Κρατ. 407Ε· [εἰ] τοῦτο... νοεῖ αὐτῷ, ἂν τοῦτο νοεῖ δι’ [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 335Ε.
|lstext='''νοέω''': μέλλ. -ήσω: ἀόρ. ἐνόησα, Ἐπικ. νόησα Ἰλ. Θ. 91· Ἰων. ἔνωσα (ἐν-) Ἡρόδ. 1. 86: πρκμ. νενόηκα, Ἰων. νένωκα (ἐπ-) ὁ αὐτ. 3. 6. ― Μέσ., Ἐπικ. ἀόρ. νοήσατο Ἰλ. Κ. 501 (πρβλ. [[προνοέω]]), Ἰων. μετοχ. [[νωσάμενος]] Θέογν. 1298, Θεόκρ. 25. 263, Καλλ., κλ. - Παθ. (κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς ἀποθ.): μέλλ. νοηθήσομαι Σέξτ. Ἐμπειρ. Π. 2. 175, κτλ.: ἀόρ. ἐνοήθην Πλάτ. Νόμ. 692C· Ἰων. ἐνώθην (ἐπ-) Ἡρόδ. 3. 122., 6. 115: πρκμ. νενόημαι, Ἰων. [[νένωμαι]] Ἀνακρ. 10, Ἡρόδ. 9. 53· γ΄ πληθ. ὑπερσ. [[ἐνένωτο]] (ἐν μέσ. σημασίᾳ), ὁ αὐτ. 1. 77. Τὰ σύνθετα μετὰ τῶν προθέσεων ἀπό, διά, ἐν, ἐπί, μετά, πρό [[εἶναι]] ἐν χρήσει [[ὡσαύτως]] [[κυρίως]] ὡς ἀποθ. - Οἱ προμνημονευθέντες Ἰων. τύποι, προέκυψαν ἐκ συναιρέσεως, ὡς τὰ βώσω, ἔβωσα (ἐκ τοῦ [[βοάω]]), ἴδε Δινδ. π. Διαλ. Ἡροδ. viii· ὁ Ἰων. πρκμ. νένωται μνημονεύεται καὶ ἐκ τοῦ Σοφ. (Ἀποσπ. 191)· καὶ προστ. νῶ = νόει, προὐτάθη ἀντὶ τοῦ νῷν ἐν τῆ Ἠλ. τοῦ [[αὐτοῦ]] 882 (ὡς κἀπιβῶ ἀντὶ κἀπιβόα ἐν Αἰσχ. Πέρσ. 1054)· [[μοναδικός]] τις [[τύπος]] νοῦνται μνημονεύεται ἐκ τοῦ Δημοκρ. ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 601. 27· (ἴδε ἐν λέξ. [[νόος]]). Παρατηρῶ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, (οἱ ἀρχαῖοι τὸ νοεῖν σωματικόν... ὑπολαμβάνουσιν Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 3, 2)· καί ῥ’ ὡς οὖν ἐνόησε θεᾶς περικαλλέα δειρὴν Ἰλ. Γ. 396· ἀλλ’ [[οὔπω]] τοίους ἵππους ἴδον οὐδ’ ἐνόησα Κ. 550· πληρέστερον, εἰ μὴ ἄρ’ ὀξὺ νόησε Διὸς [[θυγάτηρ]] [[Ἀφροδίτη]], «[[ὀξέως]] καὶ [[ταχέως]] ἐθεάσατο» (Σχόλ.), Γ. 374, κτλ., Ἡσιόδ. Θ. 838· καὶ ῥητῶς, ὀφθαλμοῖς καὶ ἐν ὀφθαλμοῖς νοεῖν Ἰλ. Ο. 422, Ω. 294 ἀλλ’ [[ὅμως]], 2) ἔτι καὶ ὁ Ὅμηρ. διακρίνει τὸ [[ἁπλῶς]] ὁρᾶν ἀπὸ τοῦ νοεῖν, [[ὅπερ]] ὑπονοεῖ ἀντίληψιν τοῦ νοῦ προερχομένην ἐκ τῆς ὁράσεως, π. χ., τὸν δὲ ἰδὼν ἐνόησε Ἰλ. Λ. 599· οὐκ ἴδεν οὐδ’ ἐνόησε Ὀδ. Ν. 318, Ἰλ. Κ. 550, Ω. 337, κτλ.· [[ὡσαύτως]], ἡ δ’ οὐκ ἀθρῆσαι δύνατ’ ἀντίη [[οὔτε]] νοῆσαι Ὀδ. Τ. 478 οὕτω, ἢ λάθετ’ ἢ οὐκ ἐνόησεν, ἢ δὲν ἔδωκε προσοχήν, Ἰλ. Ι. 537 (533), πρβλ. Ε. 665· - [[ἐντεῦθεν]] καὶ θυμῷ [[νοέω]] καὶ [[οἶδα]] ἕκαστα Ὀδ. Σ. 228· πρὸ ὃ τοῦ ἐνόησεν Ἰλ. Κ. 224· [[συχνάκις]] προστιθεμένης μετοχῆς, ὡς ἐνόησεν ἔμ’ ἥμενον Ὀδ. Κ. 375· ἐπὶ μέλλοντος συμβεβηκότος, [[νοέω]] κακὸν ὔμμιν ἐρχόμενον Υ. 367· μετ’ ἀπαρ., οὐκ ἐνόησα ἄψορρον καταβῆναι Λ. 62· ἑπόμενον τοῦ ὡς..., Χ. 32· πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 328Β· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[νωσάμενος]] Θέογν. 1298· νοούμενος Σοφ. Ο. Τ. 1487· τὰς ἰδέας νοεῖσθαι μὲν ὁρᾶσθαι δ’ οὒ Πλάτ. Πολ. 507Β. - Παθ., τὰ νοούμενα, τὰ νοητά, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ αἰσθητά, [[αὐτόθι]] 508C, πρβλ. 507Β· ἴδε [[νοητός]]. ΙΙ. νοῶ, [[καταλαμβάνω]], νοέεις δὲ καὶ αὐτὸς Ὀδ. Φ. 257, πρβλ. Δ. 148, κτλ· παρ’ Ὁμ. [[συχνάκις]] μετὰ τοῦ φρεσί, Ἰλ. Ο. 81· ἐν φρεσὶ Ὀδ. Γ. 62· μετὰ φρεσὶ Ἰλ. Υ. 310· κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμὸν Υ. 264, κτλ.· ἐπ’ ἀμφότερα ν., [[βλέπω]] πρὸς ἀμφότερα τὰ μέρη, Ἡρόδ. 8. 22· εἰπὲ δ’ ᾗ νοεῖς Σοφ. Τρ. 349, πρβλ. Ἠλ. 1435· - [[συχνάκις]] μετὰ συστοίχου αἰτ., οὐ γάρ τις νόον [[ἄλλος]] ἀμείνονα τοῦδε νοήσει Ἰλ. Ι. 104· οὕτω, πεπνυμένα ν., ἐσθλὰ ν., ἄλλα φρονῶ, ἄλλα [[σκέπτομαι]], ὁ αὐτ. 7. 168· [[καλῶς]] ν. Ξεν. Κυν. 1. 18· - μετοχ. νοέων, έουσα, ἐπιστάμενος, γινώσκων [[καλῶς]], καὶ αὐτῇ περ νοεούσῃ Ἰλ. Α. 577, Ὀδ. Ο. 170· ἐπαινέσσειε νοήσας, «δυνηθεὶς αὐτὴν τῷ νῷ θεωρῆσαι» (Πρόκλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 12· τὰ νοέων λέγει, ὅσα λέγει [[ἐσκεμμένως]], ὅσα ὑπισχνεῖται, Ἡρόδ. 8. 102· πρβλ. [[φρονέω]] IV. III. [[σκέπτομαι]], ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, τοῦτό γ’ ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησεν Ὀδ. Β. 122· ἔνθ’ αὖτ’ ἄλλ’ ἐνόησε θεὰ [[αὐτόθι]] 382, κτλ.· - ὡσάυτως, [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος, ἔχω σκοποὺς [[περί]] τινος, διανοοῦμαι, ἐσθλά τινι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 284· κακόν τινι Ἡρόδ. 3. 81· [[συχνάκις]] παρ’ Ἀττ. 2) μετ’ ἀπαρ. ἔχω κατὰ νοῦν, [[σκέπτομαι]] νὰ πράξω τι, οὐκ ἐνόησεν ἐξερύσαι [[δόρυ]] Ἰλ. Ε. 665· [[νοέω]] φρεσὶ τιμήσασθαι Χ. 235· [[νοέω]] δὲ καὶ αὐτὸς Ἕκτορά τοι λῦσαι Ω. 560· ἦ καὶ νοεῖς θάπτειν σφε; Σοφ. Ἀντ. 44, πρβλ. 770, Ἠλ. 389, κτλ.· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., μάστιγα... νοήσατο, χερσὶν ἑλέσθαι, ἐσκέφθη καθ’ ἑαυτὸν νὰ λάβῃ τὴν μάστιγα, Ἰλ. Κ. 501· [[ἐνένωτο]] στρατεύειν Ἡρόδ. 1. 77, πρβλ. 7. 206., 9. 53· [[ἐνθύμημα]] νενοημένον οὐκ ἀτόπως, ἐπινοηθέν, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 37. IV. [[νομίζω]] ἢ θεωρῶ τι τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, ὡς μηκέτ’ [[ὄντα]] κεῖνον... νόει Σοφ. Φιλ. 415· τόδε γὰρ νοῶ κράτιστον [[αὐτόθι]] 1176· οὕτω, θεὸν δὲ ποῖον εἰπέ μοι [[νοητέον]] Ποιητὴς παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 59, ἴδε Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 4. 67. V. ἐπὶ λέξεων, [[σημαίνω]] τοῦτο καὶ ἐκεῖνο· πυθοίμεθ’ ἂν τὸν χρησμὸν ὅ τι νοεῖ Ἀριστοφ. Πλ. 55, πρβλ. Νεφ. 1186, Πλάτ. Κρατ. 407Ε· [εἰ] τοῦτο... νοεῖ αὐτῷ, ἂν τοῦτο νοεῖ δι’ [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 335Ε.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''νοέω:''' [[νόος]] тж. med. (aor. ἐνόησα - эп. νόησα и ион. [[ἔνωσα]], pf. νενόηκα - ион. νένωκα; pass.: aor. ἐνοήθην - ион. ἐνώθην, редко ἐνοησάμην, pf. [[νενόημαι]]; ион. pf. [[νένωμαι]], 3 л. pl. ppf. [[ἐνένωτο]])<br /><b class="num">1)</b> (тж. ν. ὀφθαλμοῖς и ἐν ὀφθαλμοῖς Hom.) воспринимать (зрением), замечать ([[οὔπω]] τοίους ἵππους [[ἴδον]] οὔδ᾽ ἐνόησα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> (тж. θυμῷ ν. Hom.) постигать мысленно, представлять себе (νοούμενος τὰ λοιπὰ τοῦ βίου Soph.): νοεῖσθαι [[μέν]], ὁρᾶσθαι δ᾽ οὔ Plat. постигаться мыслью, но не очами;<br /><b class="num">3)</b> (тж. ν. φρεσί, ἐν φρεσί, [[μετὰ]] φρεσί и κατὰ φρένα Hom.) мыслить, думать, обдумывать: ὀρθὰ ν. Her. думать правильно, быть правильного мнения; ἄλλα [[νοεῦντες]] Her. думая иное; τῷ νοῆσαι δεινότατος Plut. весьма рассудительный;<br /><b class="num">4)</b> придумывать, затевать, замышлять ([[ἐσθλά]] τινι Hes.; [[κακόν]] τινι Her.; κατακτεῖναί τινα Soph.);<br /><b class="num">5)</b> полагать, думать, считать ([[τόδε]] γὰρ νοῶ κράτιστον Soph.);<br /><b class="num">6)</b> значить, означать (σκέψασθαι, τί καὶ νοεῖ τὸ [[ὄνομα]] Plat.).
|elrutext='''νοέω:''' [[νόος]] тж. med. (aor. ἐνόησα - эп. νόησα и ион. [[ἔνωσα]], pf. νενόηκα - ион. νένωκα; pass.: aor. ἐνοήθην - ион. ἐνώθην, редко ἐνοησάμην, pf. [[νενόημαι]]; ион. pf. [[νένωμαι]], 3 л. pl. ppf. [[ἐνένωτο]])<br /><b class="num">1)</b> (тж. ν. ὀφθαλμοῖς и ἐν ὀφθαλμοῖς Hom.) воспринимать (зрением), замечать ([[οὔπω]] τοίους ἵππους [[ἴδον]] οὔδ᾽ ἐνόησα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> (тж. θυμῷ ν. Hom.) постигать мысленно, представлять себе (νοούμενος τὰ λοιπὰ τοῦ βίου Soph.): νοεῖσθαι [[μέν]], ὁρᾶσθαι δ᾽ οὔ Plat. постигаться мыслью, но не очами;<br /><b class="num">3)</b> (тж. ν. φρεσί, ἐν φρεσί, μετὰ φρεσί и κατὰ φρένα Hom.) мыслить, думать, обдумывать: ὀρθὰ ν. Her. думать правильно, быть правильного мнения; ἄλλα [[νοεῦντες]] Her. думая иное; τῷ νοῆσαι δεινότατος Plut. весьма рассудительный;<br /><b class="num">4)</b> придумывать, затевать, замышлять ([[ἐσθλά]] τινι Hes.; [[κακόν]] τινι Her.; κατακτεῖναί τινα Soph.);<br /><b class="num">5)</b> полагать, думать, считать ([[τόδε]] γὰρ νοῶ κράτιστον Soph.);<br /><b class="num">6)</b> значить, означать (σκέψασθαι, τί καὶ νοεῖ τὸ [[ὄνομα]] Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj