3,274,522
edits
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μοῖρα''': ας, Ἰων. [[ὡσαύτως]] [[μοῖρα]] (οὐχὶ η), ης· ([[μείρομαι]])· [[μέρος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὅλον, τριτάτη μ. νυκτὸς Ἰλ. Κ. 253· τριτάτην... ἐν δώμασι μ. Ὀδ. Δ. 97· μενέτω τριτάτῃ ἐνὶ μ. Ἰλ. Ο. 195. 2) [[μέρος]], μερὶς γῆς, χώρας, κτλ., χώρης Π. 68· μ. πατρῴας γῆς διαιρετὴν Σοφ. Τρ. 163· ἡ Περσέων μ. Ἡρόδ. 1. 75, κτλ.· Πελοποννήσου τὰς δύο μοίρας Θουκ. 1. 10. 3) [[διαίρεσις]] λαοῦ, Ἡρόδ. 1. 146· [[διαίρεσις]] στρατοῦ, Ἡρόδ. 6. 6. παρὰ Βυζαντίνοις, στρατιωτικὸν [[τάγμα]], ἴδε Δουκάγγ.· ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. Ξεν., κλ., [[συχνάκις]] συγχέεται | |lstext='''μοῖρα''': ας, Ἰων. [[ὡσαύτως]] [[μοῖρα]] (οὐχὶ η), ης· ([[μείρομαι]])· [[μέρος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὅλον, τριτάτη μ. νυκτὸς Ἰλ. Κ. 253· τριτάτην... ἐν δώμασι μ. Ὀδ. Δ. 97· μενέτω τριτάτῃ ἐνὶ μ. Ἰλ. Ο. 195. 2) [[μέρος]], μερὶς γῆς, χώρας, κτλ., χώρης Π. 68· μ. πατρῴας γῆς διαιρετὴν Σοφ. Τρ. 163· ἡ Περσέων μ. Ἡρόδ. 1. 75, κτλ.· Πελοποννήσου τὰς δύο μοίρας Θουκ. 1. 10. 3) [[διαίρεσις]] λαοῦ, Ἡρόδ. 1. 146· [[διαίρεσις]] στρατοῦ, Ἡρόδ. 6. 6. παρὰ Βυζαντίνοις, στρατιωτικὸν [[τάγμα]], ἴδε Δουκάγγ.· ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. Ξεν., κλ., [[συχνάκις]] συγχέεται μετὰ τοῦ [[μόρα]]. 4) πολιτικὴ [[μερίς]], Λατ. partes, πάντα πρὸς τὴν [[ἑωυτοῦ]] μ. προσεθήκατο Ἡρόδ. 5. 69· τριῶν δὲ μοιρῶν ἡ ’ν μέσῳ σῴζει πόλιν Εὐρ. Ἱκ. 244. 5) [[μοῖρα]] γεωγραφική, Πτολεμ. ΙΙ. τὸ [[μέρος]], ἡ [[μερίς]], τὸ [[μερίδιον]] [[ὅπερ]] ἀναλογεῖ εἴς τινα, [[κυρίως]] κατὰ τὴν διανομὴν τῆς λείας, ἴση [[μοῖρα]] Ἰλ. Ι. 318· μοῖραν καὶ [[γέρας]] ἐσθλὸν ἔχων Ὀδ. Λ. 534· ἢ φαγητοῦ, μοίρας ἔνεμον Θ. 470, σπλάγχνων μ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1105· πρβλ. Ξ. 448, κτλ· μ. ἔχειν γαίης Ἡσ. Θ. 413· ἡ τοῦ πατρὸς [[μοῖρα]], ἡ [[κληρονομία]], τὸ [[μερίδιον]] κληρονομίας ἐκ τοῦ πατρός, παρὰ Δημ. 1067. 5, πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 382, 22· [[ἐντεῦθεν]]. 2) ἐν διαφόροις φράσεσιν, οὐδ’ αἰδοῦς μοῖραν ἔχουσιν, δὲν ἔχουσι [[μερίδιον]] αἰδοῦς, οὐδ’ ἐλαχίστην αἰδῶ, Ὀδ. Υ. 171· παντὸς μ. ἔχειν Ἀναξαγ. Ἀποσπ. 8· μ. ἔχειν ἀχέων Αἰσχύλ. Θήβ. 974· ἔχουσι μοῖραν οὐκ εὐπέμπελον, [[ἔργον]]..., ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 476· τέσσαρας μοῖρας ἔχον ἐμοί, κατέχον τὸν τόπον τεσσάρων συγγενῶν εἰς ἐμέ, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 238· μ. ἡδονῆς [[πορεῖν]] ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 631· κατά τήν ἰδίαν ἑκάστου μοῖραν, pro virili parte, Λυκοῦργ. 156. 7· οὐκ ἐλαχίστην συμβάλλεσθαι μ. [[πρός]] τι Πλούτ. 2. 9F. III. τὸ [[μερίδιον]] ἑκάστου ἐν τῇ ζωῇ, ὁ [[κλῆρος]], ἡ [[τύχη]], ὁ προορισμὸς ἑκάστου, ἡ [[μοῖρα]], Ὅμ., κτλ.· τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς τύχης, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ καλῆς, π.χ. κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀμμορίη, Ὀδ. Υ. 76· ἐπὶ γάρ τοι ἑκάστῳ μ. ἔθηκαν ἀθάνατοι, εἰς ἕκαστον ἔδωκαν τὴν τύχην του, Τ. 592· ἡ πεπρωμένη μ. Ἡρόδ. 6. 91· ἐξιστορῆσαι μ. Αἰσχύλ. Θήβ. 506, πρβλ, Ἀγ. 1314, κτλ.· μοῖρ’ ἐστι, μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] ἡ μοῖρά τινος..., ἀλλ’ ἔτι οἱ μοῖρ’ ἐστι φίλους ἰδέειν Ὀδ. Δ. 475· οὐ γάρ πώ τοι [[μοῖρα]] θανεῖν Ἰλ. Η. 52, πρβλ. Ο. 117· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., εἰ [[μοῖρα]]... δαμῆναι πάντας [[ὁμῶς]] Ρ. 421, πρβλ. μοῖρ’ ὑπὸ Πατρόκλοιο. δαμῆναι Π. 434· ἔσχε μοῖρ’ Ἀχιλλέα θανεῖν Σοφ. Φιλ. 331· αὐτὸν ἥξει μ. πρὸς παιδὸς θανεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 715· εἴ μοι ξυνείη φέροντι μοῖραν (δηλ. φέρειν) [[αὐτόθι]] 864· - μ. βιότοιο, πεπρωμένον τοῦ βίου, Ἰλ. Δ. 170· ἐκπλῆσαι μ. τὴν [[ἑωυτοῦ]] Ἡρόδ. 3. 142, πρβλ. 1. 121· ἐν τῷ πληθ., παράγειν μοίρας ὁ αὐτ. 1. 91· ὑπέρ μοῖραν (ἴδε ἐν λέξ. [[μόρος]]), Ἰλ. Υ. 336· - παρ’ Ἀττ., ἀγαθῇ μοίρᾳ, κατὰ καλὴν τύχην, Εὐρ. Ἴων 153· θείᾳ μοίρᾳ, κατὰ θείαν πρόνοιαν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 18· κατά τινα θείαν μ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 9, 1. 2) ὡς τὸ [[μόρος]], ἡ ὡρισμένη διὰ τὸν ἄνθρωπον [[μοῖρα]], ὁ [[θάνατος]] Ἰλ. Ζ. 488, Ὀδ. Λ. 560· πλῆρες: [[θάνατος]] καὶ [[μοῖρα]] Ἰλ. Ρ. 672, κτλ.· [[μοῖρα]] θανάτου Αἰσχύλ. Πρ. 917, Ἀγ. 1462· πρὸς μοίρας Σοφ. Ἀποσπ. 603· - [[ὡσαύτως]], ἡ [[αἰτία]] τοῦ θανάτου, Ὀδ. Φ. 24. IV. τὸ κατὰ τὸ δίκαιον καὶ προσῆκον, τὸ ὀρθὸν καὶ νόμιμον, Λατ. quod fas est, παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει, κατὰ μοῖραν, ὡς προσήκει, [[πρεπόντως]], ἐν τάξει, ὀρθῶς, Ἰλ. Π. 367· κατὰ μοῖραν ἔειπες, ἔειπε Α. 286, κτλ.· [[οὕτως]], ἐν μοίρῃ Τ. 186, Ὀδ. Χ. 54, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 775C· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παρὰ μοῖραν, Ὀδ. Ξ. 509· μοῖραν νέμειν τινί, ἀπονέμειν τινὶ τὸν προσήκοντα σεβασμόν, Σοφ. Τρ. 1239, πρβλ. Blomf. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 299 (292)· ἔχει μ., [[εἶναι]] [[πρέπον]] καὶ δίκαιον, Εὐρ. Ἱππ. 988. 2) [[σεβασμός]], [[ἐκτίμησις]], ἐν οὐδεμιῇ μοίρῃ μεγάλῃ ἦγον (τὸν Ἄμασιν), δὲν εἶχον οὐδένα σεβασμὸν πρὸς αὐτὸν, Ἡρόδ. 2. 172· ἐν μείζονι μ. [[εἶναι]] Πλάτ. Κρίτων 51Β· ἀτιμοτάτῃ ἐνὶ μ. Θεόκρ. 14. 49· μεγάλην μ. καὶ τιμὴν ἔχειν Πλάτ. Κρατ. 398Β· κατατιθέναι τι ἐν μοίραις ἐλάττοσι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 923Β· - τὸ ἐν Σοφ. Ο.Κ. 278 [[χωρίον]]: τοὺς θεοὺς μοίραις ποιεῖσθε, τοιαύτην τινὰ σημασίαν πρέπει νὰ ἔχῃ· ἀλλ’ ὑπάρχουσι παλαιαὶ ἤδη διορθώσεις, μοῖραν, μοίρας, καὶ τὸ [[χωρίον]] διαμένει [[εἰσέτι]] ἀμφίβολον, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ, καὶ [[παράρτημα]] ἐν σελ. 275. V. μετὰ γεν., σχεδὸν περιφρ., μ. φρενῶν ἀντὶ φρένες, Αἰσχύλ. Εὐμ. 105· μ. Ἀφροδίτας ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 1041· ἐν τῇ τοῦ ἀγαθοῦ μοίρᾳ [[εἶναι]], θεωρεῖσθαι ὡς ἀγαθόν, Λατ. in numero... esse, Πλάτ. Φίληβ. 54C· ἄγειν καὶ φέρειν ἐν πολεμίου μ., [[ὥσπερ]] πολέμιον, Δημ. 639. 25· μ. νόστου ἀντὶ [[νόστος]], Πινδ. Π. 4. 349· ὡς ἐν παιδιᾶς μοίρᾳ, Λατ. tanquam per lusum, Πλάτ. Νόμ. 656Β· ὡς ἐν φαρμάκου μ. Πλούτ. 2. 6Ε· [[ὥσπερ]] ἐν προσθήκης μ. Λουκ. Ζεῦξις 2· [[μέτοχος]] [[εἶναι]] τῆς τοῦ ἀγαθοῦ μοίρας, δηλ. τοῦ ἀγαθοῦ, Πλάτ. Φίληβ. 60Β· θείας μ. μετέχειν, [[εἶναι]] μέτοχον θεότητος, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 322Α· ἀνδρὸς μοίρᾳ προσετέθη, ἐθεωρήθη ἀνδρικόν, Θουκ. 3. 82. Β. [[μοῖρα]], ὡς κύρ. [[ὄνομα]], Μοῖρα, ἡ θεὰ τοῦ πεπρωμένου, [[ἀντίστοιχος]] τῷ Λατ. Parca, διανέμουσα εἰς ἕκαστον τὸ ἀνῆκον [[μέρος]] καλοῦ καὶ κακοῦ· - περὶ τῆς σχέσεως αὐτῆς πρὸς τὴν Αἶσαν, ἴδε Γλάδστωνος Hom. Studies 2. 291 κἑξ. - Ὁ Ὅμ. ἐπὶ ταύτης τῆς σημασ. ἔχει τὴν λέξ. ἀεὶ καθ’ ἑνικ., πλὴν ἐν Ἰλ. Ω. 49. Εὑρίσκομεν δὲ αὐτὰς [[τρεῖς]] τὸν ἀριθμὸν μὲ τὰ ὀνόματα [[Κλωθώ]], [[Λάχεσις]] καὶ Ἄτροπος πρῶτον ἐν Ἡσ. Θ. 218, [[ἔνθα]] λέγονται ὡς θυγατέρες τῆς Νυκτὸς (ἴδε [[μητροκασιγνήτη]]), ἀλλ’ [[αὐτόθι]] 904 λέγονται θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Θέμιδος· - οἱ Τραγ. μεταχειρίζονται [[ἐνίοτε]] τὸν ἑνικ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 130, Χο. 910, κτλ.· [[ἄλλοτε]] τὸν πληθ., Πρ. 516, 895, Χο. 306, κτλ. - Παρ’ Ὁμ. [[ἐνίοτε]] Μοῖρα θεοῦ Ὀδ. Λ. 292· Μοῖρα θεῶν Γ. 269· ἂν καὶ ἐν τοιαύταις περιστάσεσι θὰ ἦτο [[ἴσως]] καλλίτερον νὰ γράφηται [[μοῖρα]] ὡς προσηγορ., «[[τύχη]]», (οὕτω καὶ ὁ Wolf ἐν Ὀδ. Χ. 413), ὡς ἐν τῇ ὁμοίᾳ φράσει Διὸς αἶσα, δαίμονος αἶσα. - Ἡ Μοῖρα [[εἶναι]] [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ. ἡ θεὰ τοῦ θανάτου, ὡς ἐν Ἰλ. Δ. 517., Σ. 119· ἢ [[καθόλου]], τοῦ κακοῦ, τῆς δυστυχίας, ὡς Ε. 613., Τ. 87 ἂν καὶ [[τότε]] ὁρίζεται διά τινος ἐπιθέτου, ὡς Μ. κραταιή, ὀλοή, κακή, [[δυσώνυμος]], Μ. ὀλοὴ θανάτοιο· ὁ Ὅμ. ἔχει [[ὡσαύτως]] [[συνημμένως]]: [[θάνατος]] καὶ Μ. κραταιή, Θεὸς καὶ Μ. κρ., Ἰλ. Τ. 410. - Μοῖραι, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 172. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |