Anonymous

παραβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραβάλλω''': μέλλ. παραβᾰλῶ: ἀόρ. β΄ παρέβᾰλον: πρκμ. παραβέβληκα. Βάλλω πλησίον τινός, βάλλω εἴς τινα, [[οἷον]] τροφὴν εἰς τοὺς ἵππους, Ὅμ. (ἐν τμήσει), Λατ. projicere, παρὰ δέ σφισι βάλλετ’ ἐδωδὴν Ἰλ. Θ. 504, πρβλ. Ε. 369· πὰρ δ’ ἔβαλον ζειὰς Ὀδ. Δ. 41· οὕτω, παρ. [τοῖς ἵπποις] ἀμβροσίαν Πλάτ. Φαῖδρ. 247Ε· παρέβαλε τοὺς ἀνθρώπους τοῖς ὄχλοις, [[μετὰ]] πάσης ὕβρεως συλληφθέντας ἀναχθῆναι δεδεμένους Πολύβ. 40. 4, 2· πυρὶ φρύγανα π. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 5, πρβλ. 12· ― καὶ ἐν τῷ παθητ., παραβληθῆναι τοῖς θηρίοις Δίων Κ. 50. 10· [[τάριχος]] ... ἀπόνως παραβεβλημένον, ἐρριμμένον ἀμελῶς [[ἔμπροσθεν]] τῶν ἀνθρώπων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 313· [[ὡσαύτως]], [[Εὔβοια]] ... κατὰ [[μῆκος]] τῇ ἠπείρῳ παραβεβλημένη, κειμένη, ἐκτεινομένη παραλλήλως [[πρός]]..., Στράβ. 399· ― Μέσ., μάζας ... παραβαλλόμενοι, διατάττοντες νὰ παρατεθῶσι, Πλάτ. Πολ. 372Β. β) [[παρεμβάλλω]], [[ῥίπτω]] [[ἐντός]], φακέλους εἰς τὸ μεταξὺ Θουκ. 2. 77, πρβλ. 6. 99. 2) [[προσφέρω]] τι εἴς τινα, [[προσφέρω]] ὡς [[δέλεαρ]], Ξεν. Κυν. 11, 2. 3) [[ῥίπτω]] ἐνώπιόν τινος ἢ κατὰ [[πρόσωπον]], παραβάλλων αὐτῷ τὰ τῶν προγόνων ἔργα Αἰσχίν. 578. ΙΙ. «ἐκθέτω» τινὰ ἤ τι, [[παραδίδω]], objicere· παρέβαλέν τ’ ἐμὲ παρὰ γένος ἀνόσιον, μὲ ἐξέθηκεν εἰς αὐτούς, μὲ παρέδωκεν εἰς τὴν ἐξουσίαν των, Ἀριστοφάν. Ὄρν. 333· τῇ τύχῃ .. αὑτὸν π. Φιλιππίδ. «Ἀναν.» 2· [[ὡσαύτως]], ἂν δ’ ἀληθινὸν σαυτὸν παραβάλῃς, ἐὰν παραστήσῃς δείξῃς σεαυτόν …, Ποσείδιππος ἐν «Χορευούσαις» 1. 14· ― ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἐκθέτω ἐμαυτὸν ἢ τὰ [[ἐμαυτοῦ]] εἰς κίνδυνον, αἰὲν ἐμὴν ψυχὴν παραβαλλόμενος, διακινδυνεύων ἐν πολέμῳ Ἰλ. Ι. 322· οὕτω, παραβάλλομαι τὰ τέκνα, [[διακινδυνεύω]] τὴν ζωὴν τῶν τέκνων μου, Ἡρόδ. 7. 10, 8· τοὺς παῖδας Θουκ. 2. 44. ― Παθ., κύβοισι παραβεβλημένος, παραδεδομένος εἰς τοὺς κύβους, Ἀριστοφάν. Πλ. 243. 2) ἐκθέτω εἰς κίνδυνον, [[διακυβεύω]], [[πλείω]] παραβαλλόμενοι, ἔχοντες μεγαλείτερα συμφέροντα ἐκτεθειμένα εἰς κίνδυνον, Θουκ. 3. 65· οὐκ ἴσα π. Ξεν. Κύρ. 2. 3, 11· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., πλεῖστον δὴ παραβεβλημένοι, τὸ πλεῖστον διακινδυνεύσαντες, Θουκ. 5. 113· ― [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ κίνδυνον ῥίπτειν ἢ παραρρίπτειν (ὃ ἴδε), Λατ. aleam jacere, τὸν κίνδυνον τῶν σωμάτων παραβαλλομένους Θουκ. 3. 14· παραβάλλομαι [[πρός]] τι, [[ἐκτίθημι]] ἐμαυτὸν εἰς κίνδυνον, Πολύβ. 1. 37, 9· π. τοῖς ὅλοις ὁ αὐτ. 2. 26, 6· π. καὶ τολμᾶν ὁ αὐτ. 18. 36, 2· μετ’ ἀπαρεμ., τολμῶ νὰ πράξω τι, Πλουτ. Πελοπ. 8· πρβλ. [[παράβολος]]. ΙΙΙ. θέτω πλησίον ἢ παραλλήλως [[πρός]] τι, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 5, 9, Ρητ. 3. 19, 5· [[ἐντεῦθεν]], 2) [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]] τι [[πρός]] τι, τινί τι Ἡρόδ. 4. 198· τι [[πρός]] τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 818, Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 5, Ἰσοκρ. 195C· τι [[παρά]] τι Πλάτ. Γοργ. 475Ε, πρβλ. 472C· π. [ἵππον] ἵππῳ, βάλλω ἵππον νὰ διαγωνισθῇ πρὸς ἕτερον, Ξεν. Ἱππ. 9, 8· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἐγώ σοι (τῇ ὄρνιθι) παραβάλλομαι θρήνους, [[παραβάλλω]] τὰ θρηνώδη ᾄσματά μου πρὸς τὰ σά, ἀνθαμιλλῶμαί σοι ἐν τῷ θρηνῳδεῖν, Εὐρ. Ι. Τ. 1094· καὶ ἀπολ., παραβαλλόμεναι, διαγωνιζόμεναι πρὸς ἀλλήλας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 290· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., ἀπάτα δ’ ἀπάταις παραβαλλομένα, [[ἀπάτη]] πρὸς ἄλλας ἀπάτας ἀγωνιζομένη, Σοφ. Ο. Κ. 231. 3) [[φέρω]] παραλλήλως, παραπλεύρως, ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τὴν ἄκατον παραβάλλου, [[φέρε]] τὴν ἄκατόν σου «δίπλα», Ἀριστοφάν. Ἱππ. 762· καὶ ἀπολ., παραβαλοῦ ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 180. 269· ἴδε κατωτ. Β. ΙΙΙ, καὶ πρβλ. παραβολὴ ΙΙ. IV. [[ῥίπτω]], [[στρέφω]], [[κάμπτω]] πρὸς τὰ πλάγια, [[ὄμμα]] π., [[ῥίπτω]] πλάγιον [[βλέμμα]], ὡς δειλὸν [[ζῷον]], [[βλέπω]] λοξά, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 297· τὸν ὀφθαλμὸν π. Ἀριστοφ. Ἱππ. 173· ([[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ τὠφθαλμὼ π. ὁ αὐτ. ἐν Νεφέλ. 362)· ὁ [[Σωκράτης]] περιγράφεται ὡς συνεχῶς παραβάλλων τὠφθαλμώ, Πλάτ. Πολ. 221C· [[ὡσαύτως]], π. τὸ ἕτερον οὖς πλάγιον, [[στρέφω]] ἢ [[κλίνω]] τὸ οὖς [[ὅπως]] ἀκούσῳ. Ξενοφ. Κυν. 5. 32, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 531Α· τὴν κεφαλὴν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 103Α· οὕτω καί, κωφὸς [[ἀνήρ]] τις, ὃς Ἡρακλεῖ [[στόμα]] μὴ παραβάλλει, «τουτέστιν [[ὅστις]] μὴ ἐγκωμιάζει τὸν Ἡρακλέα» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 9. 152· παραβαλὼν τοὺς γομφίους, θεὶς εἰς ἐνέργειαν τοὺς γομφίους ὀδόντας, Ἀριστοφ. Εἰρ. 34· π. τὸ [[θύριον]], κλεῖσον τὸ θυρίδιον, Πλούτ. 2. 940F. V. [[κατατίθημι]] [[παρά]] τινι, ἐμπιστεύομαί τι εἴς τινα, Λατιν. committere, τινί τι Ἡρόδ. 2. 154· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθητ., Λακεδαιμονίοις ... πλεῖστον δὴ παραβεβλημένοι, διακινδυνεύσαντες πλεῖστα ὅσα εἰς αὐτούς, Θουκ. 5. 113· πρβλ. [[παρατίθημι]] Β. ΙΙ. VI. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἐξαπατῶ, προδίδω, Ἡρόδ. 1. 108, Εὐρ. Ἀνδρ. 289, Θουκ. 1. 133, Ἀλκαῖ Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 5· πρβλ. Φώτ., Σουΐδ.· καὶ ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας: «παραβαλεῖς· ἀπατήσεις»· ὁ Εὐστ. [[ὡσαύτως]] μνημονεύει λέξιν: παραβαλλέ-ταιρος, ὁ τοὺς ἑταίρους αὑτοῦ ἀξαπατῶν· πρβλ. [[παραβλήδην]]. VII. ἐν τῇ Ἀριθμ.. διαιρῶ ἀριθμόν τινα δι’ ἑτέρου. VIII. παρὰ τῷ Εὐκλ., παραλληλόγραμμον π. παρὰ εὐθεῖαν, [[ἐφαρμόζω]] παραλληλόγραμμον εἰς εὐθεῖαν γραμμήν. Β. ἀμετάβ., [[ἔρχομαι]] πλησίον, [[πλησιάζω]], Πλάτ. Λῦσ. 203Ε, [[ἔνθα]] ἴδε Heind. εἰς Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 12, 4, κτλ.· π. ἀλλήλοις, συναντῶμεν ἀλλήλους, Πλάτ. Πολ. 556C, πρβλ. 449Β· ΙΙ. [[ὑπάγω]] διὰ θαλάσσης, [[διέρχομαι]], [[διαπλέω]], Λατ. trajicere, παρέβαλε νηυσὶ ἰθὺ Σκιάθου Ἡρόδ. 7. 179, πρβλ. Φίλιππ. παρὰ Δημ. 163. 3· [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν πλοίων, [[ναῦς]] Πελοποννησίων π. εἰς Ἰωνίαν Θουκ. 3. 32· ἐπὶ τῶν ὀρτύγων, [[ἔρχομαι]] εἰς τὴν ξηράν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 11. ΙΙΙ. [[ἔρχομαι]] πλησίον, παραπλεύρως τινός, [[φθάνω]], περὶ Ρόδον παραβαλόντος τοῦ ναυτικοῦ ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 31· παραβαλόντες τῇ τριήρει, ἐλθόντες παραπλεύρως αὐτῆς, (ἐν ναυμαχίᾳ), Πολύβ. 15. 2. 12, πρβλ. 1. 22, 9· ὅρα ἀνωτ. Α. ΙΙΙ. 2. IV. στρέφομαι κατὰ [[μέρος]], [[μεταβαίνω]], εἰς ἡδονὰς Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 7. 13, 7· π. ἡ [[θερμότης]] πρὸς τὴν ψυχρότητα ὁ αὐτ. π. Φυτ. 2. 9. 16. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 485.
|lstext='''παραβάλλω''': μέλλ. παραβᾰλῶ: ἀόρ. β΄ παρέβᾰλον: πρκμ. παραβέβληκα. Βάλλω πλησίον τινός, βάλλω εἴς τινα, [[οἷον]] τροφὴν εἰς τοὺς ἵππους, Ὅμ. (ἐν τμήσει), Λατ. projicere, παρὰ δέ σφισι βάλλετ’ ἐδωδὴν Ἰλ. Θ. 504, πρβλ. Ε. 369· πὰρ δ’ ἔβαλον ζειὰς Ὀδ. Δ. 41· οὕτω, παρ. [τοῖς ἵπποις] ἀμβροσίαν Πλάτ. Φαῖδρ. 247Ε· παρέβαλε τοὺς ἀνθρώπους τοῖς ὄχλοις, μετὰ πάσης ὕβρεως συλληφθέντας ἀναχθῆναι δεδεμένους Πολύβ. 40. 4, 2· πυρὶ φρύγανα π. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 5, πρβλ. 12· ― καὶ ἐν τῷ παθητ., παραβληθῆναι τοῖς θηρίοις Δίων Κ. 50. 10· [[τάριχος]] ... ἀπόνως παραβεβλημένον, ἐρριμμένον ἀμελῶς [[ἔμπροσθεν]] τῶν ἀνθρώπων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 313· [[ὡσαύτως]], [[Εὔβοια]] ... κατὰ [[μῆκος]] τῇ ἠπείρῳ παραβεβλημένη, κειμένη, ἐκτεινομένη παραλλήλως [[πρός]]..., Στράβ. 399· ― Μέσ., μάζας ... παραβαλλόμενοι, διατάττοντες νὰ παρατεθῶσι, Πλάτ. Πολ. 372Β. β) [[παρεμβάλλω]], [[ῥίπτω]] [[ἐντός]], φακέλους εἰς τὸ μεταξὺ Θουκ. 2. 77, πρβλ. 6. 99. 2) [[προσφέρω]] τι εἴς τινα, [[προσφέρω]] ὡς [[δέλεαρ]], Ξεν. Κυν. 11, 2. 3) [[ῥίπτω]] ἐνώπιόν τινος ἢ κατὰ [[πρόσωπον]], παραβάλλων αὐτῷ τὰ τῶν προγόνων ἔργα Αἰσχίν. 578. ΙΙ. «ἐκθέτω» τινὰ ἤ τι, [[παραδίδω]], objicere· παρέβαλέν τ’ ἐμὲ παρὰ γένος ἀνόσιον, μὲ ἐξέθηκεν εἰς αὐτούς, μὲ παρέδωκεν εἰς τὴν ἐξουσίαν των, Ἀριστοφάν. Ὄρν. 333· τῇ τύχῃ .. αὑτὸν π. Φιλιππίδ. «Ἀναν.» 2· [[ὡσαύτως]], ἂν δ’ ἀληθινὸν σαυτὸν παραβάλῃς, ἐὰν παραστήσῃς δείξῃς σεαυτόν …, Ποσείδιππος ἐν «Χορευούσαις» 1. 14· ― ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἐκθέτω ἐμαυτὸν ἢ τὰ [[ἐμαυτοῦ]] εἰς κίνδυνον, αἰὲν ἐμὴν ψυχὴν παραβαλλόμενος, διακινδυνεύων ἐν πολέμῳ Ἰλ. Ι. 322· οὕτω, παραβάλλομαι τὰ τέκνα, [[διακινδυνεύω]] τὴν ζωὴν τῶν τέκνων μου, Ἡρόδ. 7. 10, 8· τοὺς παῖδας Θουκ. 2. 44. ― Παθ., κύβοισι παραβεβλημένος, παραδεδομένος εἰς τοὺς κύβους, Ἀριστοφάν. Πλ. 243. 2) ἐκθέτω εἰς κίνδυνον, [[διακυβεύω]], [[πλείω]] παραβαλλόμενοι, ἔχοντες μεγαλείτερα συμφέροντα ἐκτεθειμένα εἰς κίνδυνον, Θουκ. 3. 65· οὐκ ἴσα π. Ξεν. Κύρ. 2. 3, 11· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., πλεῖστον δὴ παραβεβλημένοι, τὸ πλεῖστον διακινδυνεύσαντες, Θουκ. 5. 113· ― [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ κίνδυνον ῥίπτειν ἢ παραρρίπτειν (ὃ ἴδε), Λατ. aleam jacere, τὸν κίνδυνον τῶν σωμάτων παραβαλλομένους Θουκ. 3. 14· παραβάλλομαι [[πρός]] τι, [[ἐκτίθημι]] ἐμαυτὸν εἰς κίνδυνον, Πολύβ. 1. 37, 9· π. τοῖς ὅλοις ὁ αὐτ. 2. 26, 6· π. καὶ τολμᾶν ὁ αὐτ. 18. 36, 2· μετ’ ἀπαρεμ., τολμῶ νὰ πράξω τι, Πλουτ. Πελοπ. 8· πρβλ. [[παράβολος]]. ΙΙΙ. θέτω πλησίον ἢ παραλλήλως [[πρός]] τι, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 5, 9, Ρητ. 3. 19, 5· [[ἐντεῦθεν]], 2) [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]] τι [[πρός]] τι, τινί τι Ἡρόδ. 4. 198· τι [[πρός]] τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 818, Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 5, Ἰσοκρ. 195C· τι [[παρά]] τι Πλάτ. Γοργ. 475Ε, πρβλ. 472C· π. [ἵππον] ἵππῳ, βάλλω ἵππον νὰ διαγωνισθῇ πρὸς ἕτερον, Ξεν. Ἱππ. 9, 8· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἐγώ σοι (τῇ ὄρνιθι) παραβάλλομαι θρήνους, [[παραβάλλω]] τὰ θρηνώδη ᾄσματά μου πρὸς τὰ σά, ἀνθαμιλλῶμαί σοι ἐν τῷ θρηνῳδεῖν, Εὐρ. Ι. Τ. 1094· καὶ ἀπολ., παραβαλλόμεναι, διαγωνιζόμεναι πρὸς ἀλλήλας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 290· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., ἀπάτα δ’ ἀπάταις παραβαλλομένα, [[ἀπάτη]] πρὸς ἄλλας ἀπάτας ἀγωνιζομένη, Σοφ. Ο. Κ. 231. 3) [[φέρω]] παραλλήλως, παραπλεύρως, ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τὴν ἄκατον παραβάλλου, [[φέρε]] τὴν ἄκατόν σου «δίπλα», Ἀριστοφάν. Ἱππ. 762· καὶ ἀπολ., παραβαλοῦ ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 180. 269· ἴδε κατωτ. Β. ΙΙΙ, καὶ πρβλ. παραβολὴ ΙΙ. IV. [[ῥίπτω]], [[στρέφω]], [[κάμπτω]] πρὸς τὰ πλάγια, [[ὄμμα]] π., [[ῥίπτω]] πλάγιον [[βλέμμα]], ὡς δειλὸν [[ζῷον]], [[βλέπω]] λοξά, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 297· τὸν ὀφθαλμὸν π. Ἀριστοφ. Ἱππ. 173· ([[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ τὠφθαλμὼ π. ὁ αὐτ. ἐν Νεφέλ. 362)· ὁ [[Σωκράτης]] περιγράφεται ὡς συνεχῶς παραβάλλων τὠφθαλμώ, Πλάτ. Πολ. 221C· [[ὡσαύτως]], π. τὸ ἕτερον οὖς πλάγιον, [[στρέφω]] ἢ [[κλίνω]] τὸ οὖς [[ὅπως]] ἀκούσῳ. Ξενοφ. Κυν. 5. 32, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 531Α· τὴν κεφαλὴν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 103Α· οὕτω καί, κωφὸς [[ἀνήρ]] τις, ὃς Ἡρακλεῖ [[στόμα]] μὴ παραβάλλει, «τουτέστιν [[ὅστις]] μὴ ἐγκωμιάζει τὸν Ἡρακλέα» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 9. 152· παραβαλὼν τοὺς γομφίους, θεὶς εἰς ἐνέργειαν τοὺς γομφίους ὀδόντας, Ἀριστοφ. Εἰρ. 34· π. τὸ [[θύριον]], κλεῖσον τὸ θυρίδιον, Πλούτ. 2. 940F. V. [[κατατίθημι]] [[παρά]] τινι, ἐμπιστεύομαί τι εἴς τινα, Λατιν. committere, τινί τι Ἡρόδ. 2. 154· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθητ., Λακεδαιμονίοις ... πλεῖστον δὴ παραβεβλημένοι, διακινδυνεύσαντες πλεῖστα ὅσα εἰς αὐτούς, Θουκ. 5. 113· πρβλ. [[παρατίθημι]] Β. ΙΙ. VI. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἐξαπατῶ, προδίδω, Ἡρόδ. 1. 108, Εὐρ. Ἀνδρ. 289, Θουκ. 1. 133, Ἀλκαῖ Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 5· πρβλ. Φώτ., Σουΐδ.· καὶ ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας: «παραβαλεῖς· ἀπατήσεις»· ὁ Εὐστ. [[ὡσαύτως]] μνημονεύει λέξιν: παραβαλλέ-ταιρος, ὁ τοὺς ἑταίρους αὑτοῦ ἀξαπατῶν· πρβλ. [[παραβλήδην]]. VII. ἐν τῇ Ἀριθμ.. διαιρῶ ἀριθμόν τινα δι’ ἑτέρου. VIII. παρὰ τῷ Εὐκλ., παραλληλόγραμμον π. παρὰ εὐθεῖαν, [[ἐφαρμόζω]] παραλληλόγραμμον εἰς εὐθεῖαν γραμμήν. Β. ἀμετάβ., [[ἔρχομαι]] πλησίον, [[πλησιάζω]], Πλάτ. Λῦσ. 203Ε, [[ἔνθα]] ἴδε Heind. εἰς Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 12, 4, κτλ.· π. ἀλλήλοις, συναντῶμεν ἀλλήλους, Πλάτ. Πολ. 556C, πρβλ. 449Β· ΙΙ. [[ὑπάγω]] διὰ θαλάσσης, [[διέρχομαι]], [[διαπλέω]], Λατ. trajicere, παρέβαλε νηυσὶ ἰθὺ Σκιάθου Ἡρόδ. 7. 179, πρβλ. Φίλιππ. παρὰ Δημ. 163. 3· [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν πλοίων, [[ναῦς]] Πελοποννησίων π. εἰς Ἰωνίαν Θουκ. 3. 32· ἐπὶ τῶν ὀρτύγων, [[ἔρχομαι]] εἰς τὴν ξηράν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 11. ΙΙΙ. [[ἔρχομαι]] πλησίον, παραπλεύρως τινός, [[φθάνω]], περὶ Ρόδον παραβαλόντος τοῦ ναυτικοῦ ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 31· παραβαλόντες τῇ τριήρει, ἐλθόντες παραπλεύρως αὐτῆς, (ἐν ναυμαχίᾳ), Πολύβ. 15. 2. 12, πρβλ. 1. 22, 9· ὅρα ἀνωτ. Α. ΙΙΙ. 2. IV. στρέφομαι κατὰ [[μέρος]], [[μεταβαίνω]], εἰς ἡδονὰς Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 7. 13, 7· π. ἡ [[θερμότης]] πρὸς τὴν ψυχρότητα ὁ αὐτ. π. Φυτ. 2. 9. 16. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 485.
}}
}}
{{bailly
{{bailly