3,274,215
edits
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὐαί''': «φυλαί. Κύπριοι» Ἡσύχ.<br />[[ἐπιφώνημα]] ὀδύνης καὶ ὀργῆς, Λατιν. vae! ὡς καὶ νῦν, [[οὐαί]], ἀλλοίμονον! ἀπὸ τῶν Ἀλεξανδρίνων καὶ [[ἐφεξῆς]]· μετ᾿ ὀνομαστ., Ἑβδ.· | |lstext='''οὐαί''': «φυλαί. Κύπριοι» Ἡσύχ.<br />[[ἐπιφώνημα]] ὀδύνης καὶ ὀργῆς, Λατιν. vae! ὡς καὶ νῦν, [[οὐαί]], ἀλλοίμονον! ἀπὸ τῶν Ἀλεξανδρίνων καὶ [[ἐφεξῆς]]· μετ᾿ ὀνομαστ., Ἑβδ.· μετὰ δοτικ., [[οὐαί]] μοι, [[οὐαί]] σοι, ἀλλοίμονον εἰς ἐμέ, ― εἰς σέ! Ἑβδ., Καιν, Διαθ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 19, 1. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α [[οὐαί]])<br /><b>επιφών.</b><br /><b>1.</b> (οδύνης ή αγανάκτησης ή απειλής) [[αλίμονο]], αχ! («[[οὐαί]] σοι, Μωάβ, ἀπώλου λαὸς Χαμώς», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οὐαὶ τοῖς ἡττημένοις» — λέξεις τις οποίες απηύθυνε [[προς]] τους Ρωμαίους ο Βρέννος, [[αρχηγός]] τών Γαλατών, όταν οι Γαλάτες κυρίευσαν τη [[Ρώμη]] και όταν [[κατά]] τη [[ζύγιση]] τών λύτρων, τα οποία κατέβαλε η [[πόλη]], προσέθεσε στο [[βάρος]] της ζυγαριάς το [[ξίφος]] του και τον ζωστήρα του<br /><b>αρχ.</b><br />(ως θηλ. ουσ.) ἡ [[οὐαί]]<br />η [[συμφορά]] («ἡ οὐαὶ ἡ μία ἀπῆλθεν<br />Ιδοὺ ἔρχονται ἔτι δύο οὐαὶ | |mltxt=<b>(I)</b><br />(Α [[οὐαί]])<br /><b>επιφών.</b><br /><b>1.</b> (οδύνης ή αγανάκτησης ή απειλής) [[αλίμονο]], αχ! («[[οὐαί]] σοι, Μωάβ, ἀπώλου λαὸς Χαμώς», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οὐαὶ τοῖς ἡττημένοις» — λέξεις τις οποίες απηύθυνε [[προς]] τους Ρωμαίους ο Βρέννος, [[αρχηγός]] τών Γαλατών, όταν οι Γαλάτες κυρίευσαν τη [[Ρώμη]] και όταν [[κατά]] τη [[ζύγιση]] τών λύτρων, τα οποία κατέβαλε η [[πόλη]], προσέθεσε στο [[βάρος]] της ζυγαριάς το [[ξίφος]] του και τον ζωστήρα του<br /><b>αρχ.</b><br />(ως θηλ. ουσ.) ἡ [[οὐαί]]<br />η [[συμφορά]] («ἡ οὐαὶ ἡ μία ἀπῆλθεν<br />Ιδοὺ ἔρχονται ἔτι δύο οὐαὶ μετὰ ταῡτα», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνειο από τη Σημιτική, το οποίο μεταγράφηκε την [[ίδια]] [[εποχή]] και στη Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>vae</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />[[οὐαί]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Κυπρίους) «φυλαί».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για διαλ. τ. του <i>οἴη</i> (Ι) «[[κώμη]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |