Anonymous

μῶνυξ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῶνυξ''': -ῠχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων [[πόδα]] μὲ ἕνα ἀδιαίρετον ὄνυχα, ὁπλήν, Λατ. solipes, ἐπίθ. τοῦ ἵππου, συχνὸν ἐν τῇ Ἰλ.· [[ἅπαξ]] δὲ ἐν τῇ Ὀδ., δηλ. Ο. 46· οὕτω Σόλων 13, Εὐρ. Φοίν. 793· [[ὡσαύτως]], μ. ὗες Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 2. 1, 31· - κατὰ δοτ. [[μετὰ]] οὐδ. οὐσιαστ., γένει τῷ μώνυχι Πλάτ. Πολιτ. 2651). (Τὴν ἐκ τοῦ μόνον, [[ὄνυξ]], ἐτυμολογίαν δυσκόλως δυνάμεθα νὰ ἀμφισβητήσωμεν, ἂν καὶ ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν τύπον μοῦνος, τὸ δὲ [[μῶνυξ]] πρέπει νὰ ἰσοδυναμῇ πρὸς τὸ μουνόνυξ. Ἡ [[ἔνστασις]] ὅτι τὸ [[μόνος]] δὲν σημαίνει «εἷς καὶ [[μόνος]]» ἀναιρεῖται ἐκ τῶν συνθέτων λέξεων [[μονόχηλος]], [[μονολέων]], [[μονόλυκος]]).
|lstext='''μῶνυξ''': -ῠχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων [[πόδα]] μὲ ἕνα ἀδιαίρετον ὄνυχα, ὁπλήν, Λατ. solipes, ἐπίθ. τοῦ ἵππου, συχνὸν ἐν τῇ Ἰλ.· [[ἅπαξ]] δὲ ἐν τῇ Ὀδ., δηλ. Ο. 46· οὕτω Σόλων 13, Εὐρ. Φοίν. 793· [[ὡσαύτως]], μ. ὗες Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 2. 1, 31· - κατὰ δοτ. μετὰ οὐδ. οὐσιαστ., γένει τῷ μώνυχι Πλάτ. Πολιτ. 2651). (Τὴν ἐκ τοῦ μόνον, [[ὄνυξ]], ἐτυμολογίαν δυσκόλως δυνάμεθα νὰ ἀμφισβητήσωμεν, ἂν καὶ ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν τύπον μοῦνος, τὸ δὲ [[μῶνυξ]] πρέπει νὰ ἰσοδυναμῇ πρὸς τὸ μουνόνυξ. Ἡ [[ἔνστασις]] ὅτι τὸ [[μόνος]] δὲν σημαίνει «εἷς καὶ [[μόνος]]» ἀναιρεῖται ἐκ τῶν συνθέτων λέξεων [[μονόχηλος]], [[μονολέων]], [[μονόλυκος]]).
}}
}}
{{bailly
{{bailly