Anonymous

μορόεις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μορόεις''': εσσα, εν, ἐν Ἰλ. Ξ. 183, Ὀδ. Σ. 298, ἐπίθ. τῶν ἐνωτίων, ἕρματα... τρίγληνα, μορόεντα, εἰργασμένα [[μετὰ]] πολλοῦ κόπου καὶ δεξιότητος, «[[μετὰ]] πολλοῦ καμάτου πεπονημένα» κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Ἡσυχ., Εὐστ., 976. 40 ([[ὥστε]] ἡ [[ῥίζα]] θὰ [[εἶναι]] ΜΕΡ, [[μέριμνα]]): κατὰ τὸ Ἀπολλ. Λεξ., ἀθάνατα, μόρου μὴ μετέχοντα. ΙΙ. ἐκ τοῦ [[μόρος]], ὡς τὸ [[μόριος]], προωρισμένος, πεπρωμένος, Λατ. fatalis, ἰδίως [[θανατηφόρος]], [[ὀλέθριος]], ὡς ἑρμηνεύεται ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 130, 136, 582, Κόϊντ. Σμ. 1. 152.
|lstext='''μορόεις''': εσσα, εν, ἐν Ἰλ. Ξ. 183, Ὀδ. Σ. 298, ἐπίθ. τῶν ἐνωτίων, ἕρματα... τρίγληνα, μορόεντα, εἰργασμένα μετὰ πολλοῦ κόπου καὶ δεξιότητος, «μετὰ πολλοῦ καμάτου πεπονημένα» κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Ἡσυχ., Εὐστ., 976. 40 ([[ὥστε]] ἡ [[ῥίζα]] θὰ [[εἶναι]] ΜΕΡ, [[μέριμνα]]): κατὰ τὸ Ἀπολλ. Λεξ., ἀθάνατα, μόρου μὴ μετέχοντα. ΙΙ. ἐκ τοῦ [[μόρος]], ὡς τὸ [[μόριος]], προωρισμένος, πεπρωμένος, Λατ. fatalis, ἰδίως [[θανατηφόρος]], [[ὀλέθριος]], ὡς ἑρμηνεύεται ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 130, 136, 582, Κόϊντ. Σμ. 1. 152.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''μορόεις''': {moróeis}<br />'''Grammar''': nur Akk. pl. n.<br />'''Meaning''': μορόεντα als Beiwort von ἕρματα [[Ohrgehänge]] (Ξ 183, σ 298).<br />'''Derivative''': Daneben [[μορόεις]] von [[μόρος]] [[Los]], [[Todeslos]] (μορόεν [[ποτόν]] Nik.).<br />'''Etymology''' : Nach H. und Eust. 976, 40 = [[μετὰ]] [[πολλοῦ]] καμάτου πεπονημένα (von [[μόρος]]; nach H. auch = [[πόνος]]); deshalb bei Q. S. 1, 152 auch von τεύχη. — Wohl eher mit LSJ von [[μόρον]] [[Maulbeere]] als ‘maulbeerfarbig, -förmig’.<br />'''Page''' 2,255
|ftr='''μορόεις''': {moróeis}<br />'''Grammar''': nur Akk. pl. n.<br />'''Meaning''': μορόεντα als Beiwort von ἕρματα [[Ohrgehänge]] (Ξ 183, σ 298).<br />'''Derivative''': Daneben [[μορόεις]] von [[μόρος]] [[Los]], [[Todeslos]] (μορόεν [[ποτόν]] Nik.).<br />'''Etymology''' : Nach H. und Eust. 976, 40 = μετὰ [[πολλοῦ]] καμάτου πεπονημένα (von [[μόρος]]; nach H. auch = [[πόνος]]); deshalb bei Q. S. 1, 152 auch von τεύχη. — Wohl eher mit LSJ von [[μόρον]] [[Maulbeere]] als ‘maulbeerfarbig, -förmig’.<br />'''Page''' 2,255
}}
}}