Anonymous

οὖρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οὖρος''': (Α), ὁ, [[οὔριος]], εὐνοϊκὸς [[ἄνεμος]], Ὁμ. κτλ.· ἡμῖν δ’ αὖ κατόπισθε νεὼς ... ἴκμενον [[οὖρον]] ἴει πλησίστιον Ὀδ. Λ. 7. πρβλ. Ο. 292, Ἰλ. Α. 479, κτλ.· [[νηῦς]] ..., ᾗ λιγὺς [[οὖρος]] ἐπιπνείῃσιν [[ὄπισθεν]] Ὀδ. Δ. 357· πέμψον δέ τοι [[οὖρον]] [[ὄπισθεν]] Ε. 167· [[οὖρος]] [[ἀπήμων]] [[αὐτόθι]] 268· [[πομπαῖος]] Πινδ. Π. 1. 66· [[πρύμνηθεν]] [[οὖρος]] Εὐρ. ΤΡῳ. 20· πλευστικὸς Θεόκρ. 13. 52· Διὸς [[οὖρος]] Ὀδ. Ε. 175, κτλ.· (σπανίως ἐπὶ ἰσχυροῦ ἀνέμου ἢ θυέλλης, Ἰλ. Ξ. 19, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 900)· ἄψ δὲ θεοὶ [[οὖρον]] στρέψαν, οἱ θεοὶ μετέστρεψαν [[πάλιν]] τὸν ἄνεμον εἰς [[οὔριον]], Δ. 520· ἐν τῷ πληθ., Ὀδ. Δ. 360· - ἀκολούθως, πέμπειν κατ’ [[οὖρον]], πέμπειν [[μετὰ]] τοῦ ἀνέμου, ἐπισπεύδειν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 4. 163· οὕτω μεταφορ., ἴτω κατ’ [[οὖρον]] ... πᾶν τὸ Λαΐου γένος, ἂς ὑπάγῃ εἰς τὸν ἄνεμον, ἂς τὸ πάρῃ ὁ [[ἄνεμος]], ἂς καταστραφῇ ἐντελῶς, Αἰσχύλ. Θήβ. 690· κατ’ [[οὖρον]] ... αἴρονται φυγὴν ὁ αὐτ. έν Πέρσ. 481· [[ταῦτα]] μὲν ῥείτω κατ’ [[οὖρον]], ἂς παρασύρωνται ὑπὸ τοῦ ἀνέμου καὶ τοῦ ῥεύματος, Σοφ. Τρ. 468· [[ὡσαύτως]], εὐθύνειν δαίμονος [[οὖρον]] Πινδ. Ο. 13. 38· [[οὖρος]] ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ’ ἄπωθεν ἑρπούσῃ, [[οὔριος]] [[ἄνεμος]] ἂς ἐπισπεύσῃ αὐτὴν μακρὰν τῶν ὀφθαλμῶν μου, δηλ. ἂς ἐπέλθῃ ὅτι τάχιστα, Σοφ. Τρ. 815· - οὖρός [ἐστι], ὡς τὸ [[καιρός]], [[εἶναι]] καιρὸς [[κατάλληλος]], ὁ αὐτ. ἐν Φ. 855· ἐγένετό τις [[οὖρος]] ἐκ κακῶν Εὐρ. Ἴων 1509· - [[οὖρος]] ἐπέων, ὕμνων, Πινδ. Ο. 9. 72, Π. 4. 5, Ν. 6. 48 - Σπάνιον παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., ὡς Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 31. - (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τῆς ῥίζης ΟΡ, [[ὄρνυμι]]· προτιμότερον κατὰ Κοραῆν ἐν Ἡλιοδ. 2. 345, νὰ ἀναφέρηται εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν ἡ λέξ. [[αὔρα]]· ἴδε Curt. Gr. Et. ἀρ. 587).
|lstext='''οὖρος''': (Α), ὁ, [[οὔριος]], εὐνοϊκὸς [[ἄνεμος]], Ὁμ. κτλ.· ἡμῖν δ’ αὖ κατόπισθε νεὼς ... ἴκμενον [[οὖρον]] ἴει πλησίστιον Ὀδ. Λ. 7. πρβλ. Ο. 292, Ἰλ. Α. 479, κτλ.· [[νηῦς]] ..., ᾗ λιγὺς [[οὖρος]] ἐπιπνείῃσιν [[ὄπισθεν]] Ὀδ. Δ. 357· πέμψον δέ τοι [[οὖρον]] [[ὄπισθεν]] Ε. 167· [[οὖρος]] [[ἀπήμων]] [[αὐτόθι]] 268· [[πομπαῖος]] Πινδ. Π. 1. 66· [[πρύμνηθεν]] [[οὖρος]] Εὐρ. ΤΡῳ. 20· πλευστικὸς Θεόκρ. 13. 52· Διὸς [[οὖρος]] Ὀδ. Ε. 175, κτλ.· (σπανίως ἐπὶ ἰσχυροῦ ἀνέμου ἢ θυέλλης, Ἰλ. Ξ. 19, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 900)· ἄψ δὲ θεοὶ [[οὖρον]] στρέψαν, οἱ θεοὶ μετέστρεψαν [[πάλιν]] τὸν ἄνεμον εἰς [[οὔριον]], Δ. 520· ἐν τῷ πληθ., Ὀδ. Δ. 360· - ἀκολούθως, πέμπειν κατ’ [[οὖρον]], πέμπειν μετὰ τοῦ ἀνέμου, ἐπισπεύδειν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 4. 163· οὕτω μεταφορ., ἴτω κατ’ [[οὖρον]] ... πᾶν τὸ Λαΐου γένος, ἂς ὑπάγῃ εἰς τὸν ἄνεμον, ἂς τὸ πάρῃ ὁ [[ἄνεμος]], ἂς καταστραφῇ ἐντελῶς, Αἰσχύλ. Θήβ. 690· κατ’ [[οὖρον]] ... αἴρονται φυγὴν ὁ αὐτ. έν Πέρσ. 481· [[ταῦτα]] μὲν ῥείτω κατ’ [[οὖρον]], ἂς παρασύρωνται ὑπὸ τοῦ ἀνέμου καὶ τοῦ ῥεύματος, Σοφ. Τρ. 468· [[ὡσαύτως]], εὐθύνειν δαίμονος [[οὖρον]] Πινδ. Ο. 13. 38· [[οὖρος]] ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ’ ἄπωθεν ἑρπούσῃ, [[οὔριος]] [[ἄνεμος]] ἂς ἐπισπεύσῃ αὐτὴν μακρὰν τῶν ὀφθαλμῶν μου, δηλ. ἂς ἐπέλθῃ ὅτι τάχιστα, Σοφ. Τρ. 815· - οὖρός [ἐστι], ὡς τὸ [[καιρός]], [[εἶναι]] καιρὸς [[κατάλληλος]], ὁ αὐτ. ἐν Φ. 855· ἐγένετό τις [[οὖρος]] ἐκ κακῶν Εὐρ. Ἴων 1509· - [[οὖρος]] ἐπέων, ὕμνων, Πινδ. Ο. 9. 72, Π. 4. 5, Ν. 6. 48 - Σπάνιον παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., ὡς Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 31. - (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τῆς ῥίζης ΟΡ, [[ὄρνυμι]]· προτιμότερον κατὰ Κοραῆν ἐν Ἡλιοδ. 2. 345, νὰ ἀναφέρηται εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν ἡ λέξ. [[αὔρα]]· ἴδε Curt. Gr. Et. ἀρ. 587).
}}
}}
{{bailly
{{bailly