Anonymous

ξύλον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "ύ˘" to "ῠ́")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξύλον''': [ῠ], τό, ([[ἴσως]] ἐκ τοῦ ξύω), [[ξύλον]] κεκομμένον καὶ ἕτοιμον πρὸς χρῆσιν, [[ξύλον]] πρὸς καῦσιν, οἰκοδομήν, κτλ., Ὅμ., παρ’ ᾧ κατὰ τὸ πλεῖστον κεῖται ἐπὶ ξύλων πρὸς καῦσιν χρησίμων, καὶ ἐν τῷ πληθ., Ἰλ. Θ. 507, 547, κ. ἀλλ. (πρβλ. [[ἄξυλος]])· ξύλα νήια, πρὸς ναυπηγίαν, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 806· ξ. ναυπηγήσιμα Θουκ. 7. 25, Ξεν., κλ.· ξ. τετράγωνα, ξύλα κεκομμένα τετράγ., Ἡρόδ. 1. 186. 2) ἐν τῷ πληθ., [[ὡσαύτως]] ἡ τῶν ξύλων [[ἀγορά]], ἐπὶ ξύλα ἰέναι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 356. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ, [[τεμάχιον]] ξύλου, παρ’ Ὁμ. [[ἅπαξ]], ξ. αὖον... ἢ δρυὸς ἢ πεύκης Ἰλ. Ψ. 327· - [[ξύλον]] ἐπὶ τοῦ ὁποίου κοιμῶνται ὄρνιθες, ἐπὶ [[ξύλον]] καθεύδειν Ἀριστοφ. Νεφ. 1431· - κατὰ ποιητ. περίφρασιν, Ἀργοῦς [[ξύλον]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 19· ἵπποιο κακὸν ξ., ἐπὶ τοῦ δουρείου ἵππου, Ἀνθ. Π. 9. 152· - [[ἐντεῦθεν]], πᾶν [[πρᾶγμα]] ἐκ ξύλου κατεσκευασμένον, ὡς, 2) [[ῥάβδος]], [[βακτηρία]], [[ῥόπαλον]], Ἡρόδ. 2. 63., 4. 180, Ἀριστοφ.· ἐπὶ τοῦ ῥοπάλου τοῦ Ἡρακλέους, Πλουτ. Λυκοῦργ. 30. 3) κολαστήριον [[ὄργανον]], α) βαρὺς κλοιὸς ἐκ ξύλου τιθέμενος ἐπὶ τοῦ αὐχένος τοῦ κολαζομένου, ξύλῳ φιμοῦν τὸν αὐχένα Ἀριστοφ. Νεφ. 592· ἐς τετρημένον ξ. ἐγκαθαρμόσαι... τὸν αὐχένα ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 680· ἤ, β) ξύλινα ποδόδεσμα, ἐν οἷς ἐκλείοντο οἱ πόδες, ποδοκάκκη, Ἡρόδ. 9. 39, καὶ οὕτω πιθαν. 6. 75, Ἀριστοφ. Ἱππ. 367· ξ. ἐφέλκειν Πολύζηλος ἐν «Δημοτυνδάρεῳ» 1 - Λυσίας λέγει ὅτι τοῦτο (δηλ. τὴν ποδοκάκκην) ἐσήμαινεν ἡ νομικὴ [[φράσις]]: ἐν τῷ ξύλῳ δεδέσθαι, πρβλ. Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 24. γ) τὸ πεντεσύριγγον [[ξύλον]] (ἴδε ἐν λέξ.) ἦτο ὁ συνδυασμὸς ἀμφοτέρων [[μετὰ]] ὀπῶν διὰ τὸν τράχηλον, τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1049· πρβλ. [[χοῖνιξ]] ΙΙ, [[κλοιός]], [[κύφων]]. 4) σανὶς ἢ [[δοκός]], εἰς ἣν οἱ κακοῦργοι ἐδένοντο, Ἄλεξις ἐν «Τίτθῃ» 1. 10, πρβλ. Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 148· καὶ ἐν τῇ Καιν. Διαθ., ὁ [[σταυρός]], Πράξ. Ἀποστ. ε΄, 30, ι΄, 39, κ. ἀλλ.· πρβλ. Ἑβδ. (Δευτ. ΚΑ΄, 22 κ.ἑξ.)· - παροιμ., ἐξ ἀξίου τοῦ ξύλου κἂν ἀπάγξασθαι, δηλ. ἂν [[εἶναι]] [[ἀνάγκη]] νὰ ἀπαγχονισθῇ τις, [[τοὐλάχιστον]] νὰ ἀπαγχονισθῇ ἐκ κλάδου δένδρου ἀξιολόγου, Παροιμιογρ. σ. 138· καθ’ ὃ ἑρμηνευτέα ἡ [[φράσις]] ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 736· [[οὕτως]], Aeneae magni dextra cadis, Οὐεργιλίου Αἰνειὰς 10. 830, πρβλ. 11. 689. 5) [[σανίς]], [[τράπεζα]], [[μάλιστα]] ἀργυραμοιβοῦ, Δημ. 1111. 22. 6) πρῶτον [[ξύλον]], ἡ πρώτη σειρὰ βάθρων τοῦ ἐν Ἀθήναις θεάτρου, ἐφ’ ἧς ἐκάθηντο οἱ πρυτάνεις ([[ὅθεν]] καὶ ἐκαλοῦντο πρωτόβαθροι)· ἡ [[φράσις]] προῆλθεν ἐκ τοῦ ὅτι κατ’ ἀρχὰς τὰ ἐν τῷ θεάτρῳ καθίσματα ἦσαν ἐκ ξύλου, διετηρήθη δὲ καὶ ὅτε ἦσαν ἐκ λίθου, ἴδε Ἑρμηνευτ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 25, Σφ. 90· ἐντεῡθεν, οὑπὶ τῶν ξύλων, ὁ [[ὑπάλληλος]] ὁ φροντίζων περὶ τῶν ἑδωλίων, Ἕρμιππ. ἐν «Ἀρτοπώλισιν» 5, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. ΙΙΙ. ἐπὶ δένδρου, ([[ὄρος]]) δασὺ πολλοῖς καὶ παντοδαποῖς ξύλοις Ξεν. Ἀν. 6. 4, 5· ἀλλὰ τοῦτο σπάνιον πλὴν παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρίνοις, ὡς Καλλ. εἰς Δήμ. 41· ― ἂν καὶ ὁ Εὐρ. λέγει τὸ ξ. τῆς ἀμπέλου, Κύκλ. 572· καὶ ὁ Ἡρόδ. 3. 47, καλεῖ τὸν βάμβακα εἴρια ἀπὸ ξύλου, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 75· ― ἀλλὰ τὸ εἵματα ἀπὸ ξύλων, Ἡρόδ. 7. 65, ἐκλαμβάνει ὁ Winckelm. ὡς σημαῖνον ἐνδύματα ἐκ φλοιοῦ τῆς βύβλου. IV. ξυλοκέφαλος, [[ἠλίθιος]] [[ἄνθρωπος]], Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 815. V. [[μέτρον]] ἐκτάσεως, = 3 πήχ., Ἥρων ἐν Cotel. Monum. 4. σελ. 313.
|lstext='''ξύλον''': [ῠ], τό, ([[ἴσως]] ἐκ τοῦ ξύω), [[ξύλον]] κεκομμένον καὶ ἕτοιμον πρὸς χρῆσιν, [[ξύλον]] πρὸς καῦσιν, οἰκοδομήν, κτλ., Ὅμ., παρ’ ᾧ κατὰ τὸ πλεῖστον κεῖται ἐπὶ ξύλων πρὸς καῦσιν χρησίμων, καὶ ἐν τῷ πληθ., Ἰλ. Θ. 507, 547, κ. ἀλλ. (πρβλ. [[ἄξυλος]])· ξύλα νήια, πρὸς ναυπηγίαν, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 806· ξ. ναυπηγήσιμα Θουκ. 7. 25, Ξεν., κλ.· ξ. τετράγωνα, ξύλα κεκομμένα τετράγ., Ἡρόδ. 1. 186. 2) ἐν τῷ πληθ., [[ὡσαύτως]] ἡ τῶν ξύλων [[ἀγορά]], ἐπὶ ξύλα ἰέναι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 356. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ, [[τεμάχιον]] ξύλου, παρ’ Ὁμ. [[ἅπαξ]], ξ. αὖον... ἢ δρυὸς ἢ πεύκης Ἰλ. Ψ. 327· - [[ξύλον]] ἐπὶ τοῦ ὁποίου κοιμῶνται ὄρνιθες, ἐπὶ [[ξύλον]] καθεύδειν Ἀριστοφ. Νεφ. 1431· - κατὰ ποιητ. περίφρασιν, Ἀργοῦς [[ξύλον]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 19· ἵπποιο κακὸν ξ., ἐπὶ τοῦ δουρείου ἵππου, Ἀνθ. Π. 9. 152· - [[ἐντεῦθεν]], πᾶν [[πρᾶγμα]] ἐκ ξύλου κατεσκευασμένον, ὡς, 2) [[ῥάβδος]], [[βακτηρία]], [[ῥόπαλον]], Ἡρόδ. 2. 63., 4. 180, Ἀριστοφ.· ἐπὶ τοῦ ῥοπάλου τοῦ Ἡρακλέους, Πλουτ. Λυκοῦργ. 30. 3) κολαστήριον [[ὄργανον]], α) βαρὺς κλοιὸς ἐκ ξύλου τιθέμενος ἐπὶ τοῦ αὐχένος τοῦ κολαζομένου, ξύλῳ φιμοῦν τὸν αὐχένα Ἀριστοφ. Νεφ. 592· ἐς τετρημένον ξ. ἐγκαθαρμόσαι... τὸν αὐχένα ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 680· ἤ, β) ξύλινα ποδόδεσμα, ἐν οἷς ἐκλείοντο οἱ πόδες, ποδοκάκκη, Ἡρόδ. 9. 39, καὶ οὕτω πιθαν. 6. 75, Ἀριστοφ. Ἱππ. 367· ξ. ἐφέλκειν Πολύζηλος ἐν «Δημοτυνδάρεῳ» 1 - Λυσίας λέγει ὅτι τοῦτο (δηλ. τὴν ποδοκάκκην) ἐσήμαινεν ἡ νομικὴ [[φράσις]]: ἐν τῷ ξύλῳ δεδέσθαι, πρβλ. Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 24. γ) τὸ πεντεσύριγγον [[ξύλον]] (ἴδε ἐν λέξ.) ἦτο ὁ συνδυασμὸς ἀμφοτέρων μετὰ ὀπῶν διὰ τὸν τράχηλον, τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1049· πρβλ. [[χοῖνιξ]] ΙΙ, [[κλοιός]], [[κύφων]]. 4) σανὶς ἢ [[δοκός]], εἰς ἣν οἱ κακοῦργοι ἐδένοντο, Ἄλεξις ἐν «Τίτθῃ» 1. 10, πρβλ. Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 148· καὶ ἐν τῇ Καιν. Διαθ., ὁ [[σταυρός]], Πράξ. Ἀποστ. ε΄, 30, ι΄, 39, κ. ἀλλ.· πρβλ. Ἑβδ. (Δευτ. ΚΑ΄, 22 κ.ἑξ.)· - παροιμ., ἐξ ἀξίου τοῦ ξύλου κἂν ἀπάγξασθαι, δηλ. ἂν [[εἶναι]] [[ἀνάγκη]] νὰ ἀπαγχονισθῇ τις, [[τοὐλάχιστον]] νὰ ἀπαγχονισθῇ ἐκ κλάδου δένδρου ἀξιολόγου, Παροιμιογρ. σ. 138· καθ’ ὃ ἑρμηνευτέα ἡ [[φράσις]] ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 736· [[οὕτως]], Aeneae magni dextra cadis, Οὐεργιλίου Αἰνειὰς 10. 830, πρβλ. 11. 689. 5) [[σανίς]], [[τράπεζα]], [[μάλιστα]] ἀργυραμοιβοῦ, Δημ. 1111. 22. 6) πρῶτον [[ξύλον]], ἡ πρώτη σειρὰ βάθρων τοῦ ἐν Ἀθήναις θεάτρου, ἐφ’ ἧς ἐκάθηντο οἱ πρυτάνεις ([[ὅθεν]] καὶ ἐκαλοῦντο πρωτόβαθροι)· ἡ [[φράσις]] προῆλθεν ἐκ τοῦ ὅτι κατ’ ἀρχὰς τὰ ἐν τῷ θεάτρῳ καθίσματα ἦσαν ἐκ ξύλου, διετηρήθη δὲ καὶ ὅτε ἦσαν ἐκ λίθου, ἴδε Ἑρμηνευτ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 25, Σφ. 90· ἐντεῡθεν, οὑπὶ τῶν ξύλων, ὁ [[ὑπάλληλος]] ὁ φροντίζων περὶ τῶν ἑδωλίων, Ἕρμιππ. ἐν «Ἀρτοπώλισιν» 5, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. ΙΙΙ. ἐπὶ δένδρου, ([[ὄρος]]) δασὺ πολλοῖς καὶ παντοδαποῖς ξύλοις Ξεν. Ἀν. 6. 4, 5· ἀλλὰ τοῦτο σπάνιον πλὴν παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρίνοις, ὡς Καλλ. εἰς Δήμ. 41· ― ἂν καὶ ὁ Εὐρ. λέγει τὸ ξ. τῆς ἀμπέλου, Κύκλ. 572· καὶ ὁ Ἡρόδ. 3. 47, καλεῖ τὸν βάμβακα εἴρια ἀπὸ ξύλου, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 75· ― ἀλλὰ τὸ εἵματα ἀπὸ ξύλων, Ἡρόδ. 7. 65, ἐκλαμβάνει ὁ Winckelm. ὡς σημαῖνον ἐνδύματα ἐκ φλοιοῦ τῆς βύβλου. IV. ξυλοκέφαλος, [[ἠλίθιος]] [[ἄνθρωπος]], Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 815. V. [[μέτρον]] ἐκτάσεως, = 3 πήχ., Ἥρων ἐν Cotel. Monum. 4. σελ. 313.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ξύλον:''' (ῠ) τό [[ξύω]] и [[ξέω]]<br /><b class="num">1)</b> pl. срубленный лес, бревна: ξύλα νήϊα Hes. или ναυπηγήσιμα Thuc. корабельный лес; ξύλα τετράγωνα Her. четырехгранные бревна, балки;<br /><b class="num">2)</b> pl. поленья, дрова (ξύλα κάγκανα Hom.);<br /><b class="num">3)</b> пень или столб (ξ. ἢ δρυὸς ἢ πεύκης Hom.);<br /><b class="num">4)</b> деревянное сооружение: Ἀργοῦς ξ. Aesch. корабль Арго; ἵπποιο ξ. Anth. (Троянский) деревянный конь;<br /><b class="num">5)</b> дубинка, палица, палка (ἔχοντες ξύλα Her.; [[μετὰ]] μαχαιρῶν καὶ ξύλων NT);<br /><b class="num">6)</b> шейная или ножная колодка (ξ. σιδηρόδετον Her.; ἐν τῷ ξύλῳ δεδέσθαι Lys.): ξύλῳ φιμοῦν или ἐς [[ξύλον]] ἐγκαθαρμόσαι τὸν αὐχένα Arph. надеть на шею колодку;<br /><b class="num">7)</b> скамья: [[πρῶτον]] ξ. Arph. первая скамья (в афинском театре, предназначавшаяся для πρυτάνεις);<br /><b class="num">8)</b> стол менялы Dem.;<br /><b class="num">9)</b> дерево ([[ὄρος]] δασὺ παντοδαποῖς ξύλοις Xen.; ξ. τῆς ζωῆς NT): τὸ ξ. τῆς ἀμπέλου Eur. виноградная лоза; εἴρια ἀπὸ ξύλου Her. древесная шерсть, т. е. хлопок; εἵματα ἀπὸ ξύλων Her. предполож. одежды из древесной коры или луба;<br /><b class="num">10)</b> NT = [[σταυρός]];<br /><b class="num">11)</b> ксил (мера длины = 1.39 м).
|elrutext='''ξύλον:''' (ῠ) τό [[ξύω]] и [[ξέω]]<br /><b class="num">1)</b> pl. срубленный лес, бревна: ξύλα νήϊα Hes. или ναυπηγήσιμα Thuc. корабельный лес; ξύλα τετράγωνα Her. четырехгранные бревна, балки;<br /><b class="num">2)</b> pl. поленья, дрова (ξύλα κάγκανα Hom.);<br /><b class="num">3)</b> пень или столб (ξ. ἢ δρυὸς ἢ πεύκης Hom.);<br /><b class="num">4)</b> деревянное сооружение: Ἀργοῦς ξ. Aesch. корабль Арго; ἵπποιο ξ. Anth. (Троянский) деревянный конь;<br /><b class="num">5)</b> дубинка, палица, палка (ἔχοντες ξύλα Her.; μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων NT);<br /><b class="num">6)</b> шейная или ножная колодка (ξ. σιδηρόδετον Her.; ἐν τῷ ξύλῳ δεδέσθαι Lys.): ξύλῳ φιμοῦν или ἐς [[ξύλον]] ἐγκαθαρμόσαι τὸν αὐχένα Arph. надеть на шею колодку;<br /><b class="num">7)</b> скамья: [[πρῶτον]] ξ. Arph. первая скамья (в афинском театре, предназначавшаяся для πρυτάνεις);<br /><b class="num">8)</b> стол менялы Dem.;<br /><b class="num">9)</b> дерево ([[ὄρος]] δασὺ παντοδαποῖς ξύλοις Xen.; ξ. τῆς ζωῆς NT): τὸ ξ. τῆς ἀμπέλου Eur. виноградная лоза; εἴρια ἀπὸ ξύλου Her. древесная шерсть, т. е. хлопок; εἵματα ἀπὸ ξύλων Her. предполож. одежды из древесной коры или луба;<br /><b class="num">10)</b> NT = [[σταυρός]];<br /><b class="num">11)</b> ксил (мера длины = 1.39 м).
}}
}}
{{etym
{{etym